Η ύπαρξη λιγνιτοφόρων κοιτασμάτων, είχε διαπιστωθεί, ήδη, από τα χρόνια της Οθωμανοκρατίας. Αναμφίβολα, όμως, δεν υπήρχαν την περίοδο εκείνη οι κατάλληλες συνθήκες, αλλά και οι δυνατότητες υπολογισμού των διαθέσιμων αποθεμάτων και της εξόρυξης αυτών. Υπήρξε, βέβαια, μια πρώιμη προσπάθεια, η οποία συνέπεσε με το τέλος αυτής της εποχής. Αναφερόμαστε στον εκ Βοΐου πρωτοπόρο στον τομέα αυτό Νικόλαο Διαμαντόπουλο (1878–1961). Κατά δική του μαρτυρία, είχε υποβάλει αίτηση προς παραχώρηση αδείας μεταλλευτικών ερευνών, στις 30 Οκτωβρίου του 1911. Αμέσως μετά την απελευθέρωση των «Νέων Χωρών», έπειτα από τους Βαλκανικούς του 1912–13 και συγκεκριμένα το 1914, έχουμε την πρώτη σχετική με το υπέδαφος της περιοχής κρατική αναφορά. Σ΄ αυτήν μαρτυρείται η ανακάλυψη πετρελαϊκών πηγών (;!) και λιθανθράκων στο χωριό Κιοσλούκιοϊ / Καρυοχώρι». Ωστόσο στην ίδια πηγή σημειώνεται, ότι η δυσκολία παροχής αδειών αποτελούσε τροχοπέδη για την εκμετάλλευσή τους. Κι αν στα επόμενα δέκα χρόνια, δεν έχουμε σημαντικές εξελίξεις πάνω σ΄ αυτό το θέμα (λόγω της έκρυθμης στρατιωτικής και πολιτικής κατάστασης), οπωσδήποτε το 1925 βρίσκει σε εξέλιξη τις πρώτες ανάλογες δραστηριότητες, από τους Γεώργιο Παυλίδη(1899–1947) και Κωνσταντίνο Αδαμόπουλο και το αργότερο το 1928 από τον προαναφερόμενο Ν. Διαμαντόπουλο. Σε λεύκωμα του 1927 για την Πτολεμαΐδα και πέραν του Κιοσλούκιοϊ / Καρυοχωρίου), αναφέρονται ως λιγνιτοφόρες διάφορες εκτάσεις πλησιόχωρες των χωρίων Καραμπουνάρ / Μαυροπηγή, Δορουτλάρ / Προάστιο και Τζαλτζιλάρ / Φιλώτας. Τρία χρόνια αργότερα, έκδοση του Νομού Κοζάνης με αφορμή την εκατονταετηρίδα του Ελληνικού Κράτους, προσθέτει στον προαναφερόμενο «κατάλογο», τα χωριά Κόμανος και Ναλμπάνκιόϊ / Περδίκκα. Αργά αλλά σταθερά ανακαλύπτονταν, οι ψηφίδες οι οποίες συνθέτουν το ορυκτολογικό «μωσαϊκό» του λεκανοπεδίου της Εορδαίας. Παρά τα παραπάνω, δεν είναι απόλυτα γνωστό το ακριβές καθεστώς με το οποίο, τουλάχιστον οι Παυλίδης– Αδαμόπουλος, εκμεταλλεύονταν τον λιγνίτη της περιοχής πριν το 1930. Είναι διαπιστωμένο, βέβαια, πως είχε υποβληθεί, ήδη, από το 1925, αίτηση για παροχή αδείας μεταλλευτικών ερευνών στην περιοχή του Προαστίου και το 1929 για οριστική παραχώρηση των μεταλλείων. Εν τέλει, ένα χρόνο μετά την αίτηση του 1929, το 1930, τους παραχωρήθηκε άδεια για μεταλλευτικές έρευνες από την επιθεώρηση μεταλλείων Β΄ Περιφέρειας, με επίκεντρο το Προάστειο. Όπως και να΄ χει, είναι επιβεβαιωμένη από διάφορα στοιχεία, η προ του 1930 εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Τραγικότερο όλων αυτών υπήρξε ένα εργατικό ατύχημα, το οποίο συνέβη σε κάποια απ΄ τις λιγνιτικές στοές με άγνωστη κατάληξη. Καταγράφεται ως είδηση στην ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΦΩΝΗ (φ. 18-08-1929). Είκοσι χρόνια μετά την έκδοση της εν λόγω αδείας, ο Αδαμόπουλος και οι κληρονόμοι του Παυλίδη, θα παραχωρήσουν στην εταιρία ΑΒΕΟΚ τα λιγνιτωρυχεία. Η αναφερομένη στην σύμβαση έκταση, αφορούσε τα ίδια όρια που σημειώνονται στο σχετικό έγγραφο του 1930. Προφανώς, δεν επεκτάθηκε ποτέ, η ορισμένη από τότε δικαιοδοσία τους. Ποια ήταν, όμως, η λειτουργία, αλλά και η απόδοση των πρώτων αυτών λιγνιτωρυχείων; Τα στοιχεία καταδεικνύουν, πως παρά το ελάχιστο προσωπικό που απασχολούσαν, αναλογικά με άλλες επιχειρήσεις, οι εξορύξιμες ποσότητες δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν αμελητέες. Το νέο προϊόν δεν έγινε αποδεκτό εύκολα από τους κατοίκους, με τον Παυλίδη να πηγαίνει πόρτα-πόρτα στα σπίτια, για να πείσει για την χρήση του. Για το 1929 δηλώνονται από τα λιγνιτωρυχεία Παυλίδη– Αδαμοπούλου 1.445 τόνοι. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα φθάσουν τους 3.718 τόνους και το προσωπικό τους τα εννέα άτομα, ενώ το 1937 τους 6.595, έχοντας πια στη δούλεψη τους σαράντα, περίπου, εργάτες. Είναι, λοιπόν, σαφές, πως με τα χρόνια οι ανάγκες μεγάλωναν και δεν αντιμετωπίζονταν, χωρίς επιπλέον προσλήψεις. Κατά το 1947, όταν και πέθανε ο Παυλίδης, η δηλωθείσα παραγωγή ανήλθε στους 9.700 τόνους.
Επωνυμία Επιχειρήσεως | Σχέση αποδόσεως λιγνίτη ανά εργάτη |
Γ. Παυλίδη –Αδαμοπούλου | 413 τόνους /εργάτη |
Αν. εταιρία χημικών προϊόντων και λιπασμάτων(Κορώνη) | 106 τόνους /εργάτη |
Αν. εταιρία χημικών προϊόντων και λιπασμάτων(Ωρωπός) | 101 τόνους /εργάτη |
Χ. Παπανδρέου(Καλάβρυτα) | 50 τόνους /εργάτη |
Κ. Χατζηδήμος(Σέρρες) | 18,3 τόνους /εργάτη |
Σ. Τράκας(Εύβοια) | 13,5 τόνους /εργάτη |
Η αντίστοιχη απόδοση του Ν. Διαμαντόπουλου (χωρίς να γνωρίζουμε τον αριθμό του προσωπικού του) καταγράφεται το 1933 στους 596 τόνους από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων Καρυοχωρίου, συν 200 τόνους, από την εξόρυξη στους (Καλδάδες / Προσήλιο Σερβίων, το όλον 796. Η ίδια επιχείρηση το 1935, δήλωσε 2.603 τόνους από την Μαυροπηγή για το 1935, ενώ παρατηρείται πτώση στους 1.500 τόνους το 1947. Εάν αυτά τα νούμερα δεν λεν τίποτα στον μη εξειδικευμένο επί του θέματος αναγνώστη, παραθέτουμε τη σχέση απόδοσης λιγνίτη ανά εργάτη σε διάφορα ανά την Ελλάδα ορυχεία, με βάση στοιχεία του 1933.
Η πριν το πόλεμο διάθεση των προϊόντων του άνθρακα στην Ελλάδα, περιορίζονταν σε οικιακή ή μερική βιομηχανική χρήση και σε περιφερειακό, συνήθως, επίπεδο. Ο ηλεκτροφωτισμός στην χώρα, στην οποία, βέβαια, δεν συμπεριλαμβάνεται, ακόμα, η Βόρεια Ελλάδα, κάνει δειλά την εμφάνισή του στην Αθήνα το 1889. Σημαντική εξέλιξη για την πρωτεύουσα, υπήρξε η περίοδος 1924-1927, η οποία σημάνθηκε από την ανάθεση, τελικά, του σχετικού έργου στην βρετανική εταιρία Power and Traction Finance Company Ltd. Από την εταιρία αυτή, προήλθε, αργότερα, η Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών-Πειραιώς (ΗΕΑΠ). Φυσικά η επιλογή αυτή, εξάρτησε την χώρα από την εισαγωγή βρετανικού λιθάνθρακα, πλουσιότερου άλλωστε σε απόδοση θερμίδων. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923-24, η διεθνής αστάθεια (αλλά και ο βουλγαρικός μεγαλοϊδεατισμός και ο μακεδονισμός που τότε εμφανίσθηκε δυναμικά), ανέδειξε την εποχή του Μεσοπολέμου, ως εφαλτήριο για την κρατική έρευνα στην περιοχή.
Κρατικές κατευθύνσεις προς αύξηση της παραγωγής, εντοπίζονται, ήδη, από το 1933. Ωστόσο είναι ενδεικτική η λανθασμένη εκτίμηση που είχε πραγματοποιήσει, τότε, το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο του Κράτους, για την ποσότητα των αδιαμφισβήτητων και άμεσα εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων: μόλις 200.000 τόνους!
Σημαντικό ρόλο εδώ, έπαιξε η προτεραιότητα την οποία έδωσε στο ενεργειακό ζήτημα το καθεστώς Μεταξά, διαβλέποντας τον πόλεμο ο οποίος ζύγωνε και μαζί και η παύση εισαγωγών λιθάνθρακα. Έτσι 5 χρόνια μετά την εκτίμηση του 1933, το 1938, κατέφθασε στη χώρα προσκεκλημένος, επίσημα, ο K. F. Kegel (1876-1959), διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Bergakademie της Freiberg του Saar και διευθυντής του Ινστιτούτου Λιγνίτη Braunkohlen – Forschungs – Institut. Λίγο μετά το πέρας των ερευνών του, θα αποσταλεί ποσότητα 180 τόνων εορδαϊκού λιγνίτη στην Γερμανία, αποσκοπώντας στο προσδιορισμό του εφικτού της βιομηχανικής αξιοποίησης του. Οι εκπονηθείσες μελέτες δημοσιεύθηκαν σχετικά γρήγορα, το 1939, υπολογίζοντας, με επιφύλαξη, τα αποθέματα, στους 6 δισεκατομμύρια τόνους, σε ένα εύρος από την Φλώρινα έως το Πολύφυτο. Ένα νούμερο πολύ πιο αισιόδοξο, από τους εκτιμώμενους (το 1997) ως υπαρκτούς 4.3 δισεκατομμύρια τόνους, με, τουλάχιστον, τους 2.7 εξ αυτών, εκμεταλλεύσιμους. Ο χρόνος θα δείξει, εάν ο καθηγητής δικαιωθεί.
Συνεχίζεται…