Στη συλλογική μνήμη, η αντίσταση στη γερμανική εισβολή, την άνοιξη του 1941, έχει συνδεθεί με τις λεγόμενες «Μάχες των Οχυρών», γνωστές και ως «το δεύτερο “ΟΧΙ”» στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Όλα ξεκίνησαν, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, στις 6 Απριλίου 1941. Η επίθεση, με την κωδική ονομασία «Μαρίτα», εκδηλώθηκε μέσω των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, κατά μήκος της λεγόμενης «Γραμμής Μεταξά».
Οι Έλληνες των οχυρών πολέμησαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση και ανάγκασαν τους Γερμανούς να αναγνωρίσουν τη γενναιότητά τους στο πεδίο της μάχης, η οποία ήταν εξ ορισμού άνιση, καθώς το κύριο σώμα των ελληνικών δυνάμεων βρισκόταν στα βουνά της Αλβανίας.
Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν εισέβαλαν μόνο από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, αλλά και από τα ελληνογιουγκοσλαβικά, με στόχο την κατάληψη των πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας. Και αυτό αποδείχθηκε καθοριστικό καθώς εκεί δεν υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις και οχυρώσεις.
Οι μάχες που έδωσαν οι Έλληνες στρατιώτες στα χωριά της Φλώρινας και της Καστοριάς μαζί με τους Συμμάχους, Βρετανούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς, ήταν εξίσου ηρωικές με εκείνες στα οχυρά και αποτελούν μία λιγότερο γνωστή πτυχή της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Στη μάχη του Πισοδερίου Φλώρινας, οι άνδρες της Μεραρχίας Ιππικού απέκρουσαν τους Γερμανούς εισβολείς και μέχρι ενός σημείου τούς έτρεψαν σε άτακτη φυγή. Σφοδρές ήταν και οι συγκρούσεις στη Στενωπό της Κλεισούρας, στη Βεύη και στο Λέχοβο.
Στη μάχη της λίμνης της Καστοριάς, οι Έλληνες προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, παρά το δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων, με αποτέλεσμα η 12η Γερμανική Στρατιά να εκδώσει αναφορά: «Οι Έλληνες προβάλλουν ακόμα πεισματώδη αντίσταση δυτικά της Φλώρινας και στην Καστοριά».
Η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα ήταν πρώτη επιχείρηση, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν μηχανοκίνητες μονάδες πεζικού και μεραρχίες αρμάτων σε ορεινό έδαφος.
Παρά την πεισματώδη άμυνα του Ελληνικού Στράτου και των συμμάχων στη διάβαση του Κλειδιού, οι επίλεκτες μηχανοκίνητες γερμανικές μεραρχίες διέσπασαν την αμυντική γραμμή που είχε καθορίσει το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο και προέλασαν προς το νότο. Στις 27 Απριλίου 1941, ο στρατός της Βέρμαχτ είχε πλέον εισβάλει στην πρωτεύουσα.
Οι σωματοφύλακες του Χίτλερ που πολέμησαν στα ελληνικά εδάφη
Στις 10 Απριλίου 1941, η γιουγκοσλαβική αντίσταση είχε πλέον καταρρεύσει, και αυτό αποδείχθηκε καταστροφικό για την Ελλάδα. Ο πεδινός διάδρομος Μοναστηρίου – Κοζάνης ήταν ανοικτός για το 40ό Τεθωρακισμένο Σώμα του στρατηγού Γκέοργκ Στούμμε.
Στους κόλπους του βρισκόταν, μεταξύ άλλων, το 1ο Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Πεζικού των SS ονόματι “LSSAH”. Η “LSSAH” (“Leibstandarte SS Adolf Hitler”) ξεκίνησε ως μία οκταμελής ομάδα σωματοφυλάκων του Αδόλφου Χίτλερ και με την πάροδο των ετών, εξελίχθηκε σε ένα σκληρό και μάχιμο σχηματισμό.
Οι εισβολείς της Δυτ. Μακεδονίας ήταν η επίλεκτη και πιο αφοσιωμένη στρατιωτική μονάδα των Ένοπλων SS (Waffen SS). Πρώτος διοικητής της ορίστηκε ο συνταγματάρχης Γιόζεφ Ντίτριχ και με τις μηχανοκίνητες φάλαγγες κατέκλυσε ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα. Μέχρι το τέλος του Β’ Π.Π., έφερε τον τίτλο «Σωματοφυλακή του Αδόλφου Χίτλερ».
Εκτός από την χώρα μας, όπου είχε ακόμη το μέγεθος συντάγματος, η “LSSAH” πήρε μέρος στις εκστρατείες εναντίον της Πολωνίας και της Γαλλίας, όπως επίσης και στην «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» και έφτασε να γίνει Μηχανοκίνητη Μεραρχία.
Η μάχη της Ελλήνων ιππέων στο Πισοδέρι Φλώρινας
Καθώς η προέλαση των Γερμανών βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις προωθήθηκαν βιαστικά από τα ανατολικά (μέτωπο παράλληλο προς τη ροή του ποταμού Αξιού) στα βόρεια (μέτωπο στην ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριο). Σκοπός τους ήταν να υπερασπιστούν τη διάβαση Κλειδί ή Κιρλί Δερβέν), από την οποία διερχόταν αμαξιτή οδός και σιδηροδρομική γραμμή. Στο σημείο τοποθετήθηκαν δύο αυστραλιανά τάγματα, ένα τάγμα Βρετανών ανιχνευτών (Rangers) και μία ίλη αρμάτων. Την κύρια τοποθεσία πλαισίωναν: το ελληνικό Σύνταγμα Δωδεκανήσιων εθελοντών της 7ης Μεραρχίας Πεζικού και τμήματα της ελληνικής Μεραρχίας Ιππικού, υπό τον στρατηγό Γεώργιο Στανωτά.
Την 10η Απριλίου, πρώτη ημέρα της μάχης του Πισοδερίου, η Μεραρχία Ιππικού δεν είχε προλάβει να καλύψει την πόλη της Φλώρινας. Εγκαταστάθηκε στους πρόποδες των βουνών γύρω από αυτήν και ανέπτυξε όλες τις μονάδες της, συμπεριλαμβανομένων αυτών που της διατέθηκαν ως ενίσχυση.
Το βράδυ της 10ης προς 11η Απριλίου, η 73η Μεραρχία Πεζικού της Βέρμαχτ, με διοικητή τον αντιστράτηγο Μπίλερ, οργάνωσε την έφοδό της. Εξόρμησε από τη Φλώρινα και όταν πλησίασε τις ελληνικές γραμμές, δέχθηκε επίθεση τόσο από τους ιππείς, που είχαν κατέβει από τα άλογα και μάχονταν πεζή, όσο και από το πυροβολικό.
Οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, όταν οι Γερμανοί ανταπέδωσαν τα πυρά. Οι εύστοχες βολές των Ελλήνων πυροβολητών ξάφνιασαν τους Γερμανούς, οι οποίοι δυσκολεύτηκαν να κινηθούν στα χιονισμένα και άγνωστα σε αυτούς υψώματα, όπου παραμόνευε ο θάνατος.
Μέσα στα πυκνά δάση και τις απόκρημνες χαράδρες του όρους Βαρνούς, ολιγάριθμοι Έλληνες ιππείς κατάφεραν να αναχαιτίσουν την έφοδο του γερμανικού πεζικού. Πολεμούσαν με τις αραβίδες και τα λιγοστά πολυβόλα τους.
Σύντομα οι οπισθοχωρούντες Γερμανοί τράπηκαν σε άτακτη φυγή, καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες ιππείς πάνω στο δρόμο προς την πόλη της Φλώρινας. Ωστόσο, οι Γερμανοί ανασυντάχθηκαν και ενισχύθηκαν στις παρυφές της πόλης, συγκροτώντας μια νέα γραμμή μάχης.
Το ελληνικό ιππικό συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να τη διασπάσει και αποφάσισε να αναδιπλωθεί. Δύο μόνο στρατιώτες έδειξαν υπέρμετρο ζήλο, με αποτέλεσμα να πιαστούν αιχμάλωτοι.
Οι απώλειες της σύγκρουσης δεν είναι επακριβώς γνωστές, αλλά εικάζεται ότι ήταν σημαντικές για τα γερμανικά στρατεύματα κατά τη φάση της καταδίωξης.
Η κατάρρευση της άμυνας στη Στενωπό της Καστοριάς και οι νεκροί του Λεχόβου…
Την επομένη της μάχης του Πισοδερίου (12 Απριλίου), οι Γερμανοί, ενισχυμένοι με βαρύ και ελαφρύ πυροβολικό, επιτέθηκαν κατά των Αυστραλών και Ελλήνων υπερασπιστών της διάβασης Κλειδί.
Στη μάχη της στενωπού του Κλειδίου, ελληνικές και δυνάμεις των ANZAC πολέμησαν δίπλα δίπλα μέχρι τέλους Τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Απριλίου, οι Γερμανοί κατάφεραν να εκδιώξουν τους αμυνόμενους και μπορούσαν πλέον να κατευθυνθούν είτε προς τα δυτικά, αποκόπτοντας την οδό ανεφοδιασμού προς Καστοριά-Κορυτσά, είτε προς τα νότια.
Στο στενό πέρασμα που σχηματίζεται από τα βουνά Βέρνο και Άσκιο στην Κλεισούρα Καστοριάς, τα ελληνικά στρατεύματα δέχθηκαν επίθεση από την επίλεκτη “LSSAH”.
Το σφυροκόπημα από τα τεθωρακισμένα οχήματα και τα αεροσκάφη της Λουφτβάφε ήταν ανελέητο, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να μην αντέξουν πάνω από 20 ώρες. Η άμυνα κατέρρευσε.
Συγκρούσεις έγιναν και στα υψώματα του χωριού Λέχοβο της Φλώρινας, το οποίο βρίσκεται κοντά στα σύνορα με το νομό Καστοριάς. Μεταξύ των στρατιωτών που πολέμησαν εναντίον της “LSSAH” βρισκόταν και ο Φώτης Τρίχος, με καταγωγή από το Σκούταρο Λέσβου, ο οποίος αρχικά υπηρετούσε σε Σύνταγμα Πεζικού στον Έβρο.
Η ανιψιά του, Κατερίνα Βαρβαγιάννη κατάφερε με υπομονή, επιμονή και τη συνδρομή του ΓΕΣ, να βρει τα ίχνη του Τρίχου. Βρέθηκε θαμμένος σε ομαδικό τάφο στο Ηρώο του Λεχόβου, στην είσοδο από το Αμύνταιο. Ήταν μόλις 24 ετών.
Όσοι βρέθηκαν σε ύψωμα πάνω από το χωριό, σκοτώθηκαν από τους απανωτούς γερμανικούς βομβαρδισμούς. Σύμφωνα με τη κ. Βαρβαγιάννη, οι κάτοικοι περιμάζεψαν τα σώματα περισσότερων από 50 Ελλήνων πεσόντων και μερίμνησαν για την ομαδική ταφή τους.
Τον Ιούλιο του 2019, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αμυνταίου, με την σύμφωνη γνώμη του Κοινοτικού Συμβουλίου Λεχόβου, ενέκρινε ομόφωνα την αναγραφή του ονόματος του Φώτη Τρίχου στο Ηρώο των Πεσόντων της 13ης Απριλίου 1941.
Διαβάστε περισσότερα στη ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ