Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τρίτῃ, τῆς τῶν δέκα Παρθένων παραβολῆς, τῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα.
Σ’ αυτήν την παραβολή των δέκα παρθένων, βρίσκεται καθένας από μας. Υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που δεν συμβιβάζονται και επιθυμούν μια βαθιά και αληθινή σχέση με τον άλλον κι εκείνοι που βολεύονται ρηχά και επιφανειακά σε τύπους και στόχους, χάνοντας το πρόσωπο.
Αγαπούμε τον Χριστό, ή τον Παράδεισο, ως τόπο δικαιώσεως μας, είναι Εκείνος ο Παράδεισος μας, ή μια αόριστη άλλη ζωή ως ανταμοιβή για τα καλά μας έργα. Μόνο που ο Παράδεισος δεν είναι μια μεταθανάτια εμπειρία, αλλά βίωμα, μια πραγματικότητα ζωής. Αν ποθούμε τον Νυμφίο Χριστό, τότε έχουμε κάνει την ζωή μας παράδεισο, δεν υπάρχουν δυο ζωές, επίγεια και ουράνια, αλλά μια, αυτή του Χριστού, που δεν τελειώνει ποτέ, δεν γνωρίζει θάνατο. Επομένως ο Χριστός και ο θάνατος, όχι δεν είναι φανατισμός, ούτε ακρότητα, αλλά πραγματικότητα. Από την μια ο Χριστός και από την άλλη το εγώ, στην πρώτη περίπτωση υπάρχει σχέση ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, ενώ στην δεύτερη υπάρχει ένα πρόσωπο, αδύναμο να ενεργήσει, να ζωντανέψει, να δώσει αγάπη, παρά μόνον μαραζώνει παθητικά αναμένοντας τον θάνατο.
Αγαπώ τον Χριστό σημαίνει ότι αγαπώ κάθε άνθρωπο που είναι κοντά μου, αυτός είναι ο Χριστός μου, στο πρόσωπο του Τον βλέπω και γίνεται για μένα χαρά και παράδεισος η κοινωνία μου μαζί του. . Τα καλά έργα και οι αρετές μου αποκομμένες από τον Χριστό, κάποια στιγμή θα με κουράσουν, θα κοιμηθώ στο κρεβάτι του εγωισμού και της αυτοθεώσεως μου , ενώ η αναμονή μου για τον Χριστό, στο πρόσωπο των ανθρώπων που με περιβάλλουν, πάντοτε θα με ζωντανεύει, θα με εκπλήσσει και θα με συναρπάζει……….