Του παπαδάσκαλου
Κωνσταντίνου Ι. Κώστα
Ο τυφλός της Ιεριχούς, όταν άκουσε ότι από εκεί κοντά περνά ο Χριστός, με πολύ δυνατή κραυγή υπερβαίνοντας την επιβολή σιωπής του πλήθους, ζητούσε από το Χριστό να τον ελεήσει: ‘’Ιησού υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με’’. Ιησού, Υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με, σπλαχνίσου με.
Και το αίτημά του, που συνοψίζεται στην εκ βαθέων και με πάθος εκφορά της φράσης ‘’ελέησόν με’’ βρήκε αναπάντεχα απήχηση ιαματική γι’ αυτόν στο έλεος και στο πρόσωπο του Χριστού: Απόχτησε με μιας το φως, που του χάρισε ο Χριστός (με το δημιουργικό και ανερμήνευτο λόγο Του: ανάβλεψον, η πίστις σου σέσωκέ σε. Απόχτησε το φως σου, η πίστη σου σε έσωσε) όταν στην ερώτηση του Ιησού: τι θέλεις να σου κάνω; εκείνος απάντησε: Κύριε, θέλω να αποχτήσω το φως μου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε (από έναν περιθωριακό με χίλια δυο προβλήματα γύρω του να επικάθονται πάνω του, που του κάνουν το βίο αβίωτο) εκζήτηση του θείου ελέους, προσφυγή και αυτοπαράδοση σ’ αυτό, ως τη μόνη ελπίδα διεξόδου από τη σκληρότητα, την αδιαφορία και την όχληση της υγιούς κοινωνίας με την επιβολή της σιωπής, που ενοχλείται η ραστώνη της από τη διαφορετικότητα και την ανάγκη του άλλου, που αυτοθεωρούμενη και αυτοθαυμαζόμενη ως υγιής και δυνατή, αρνείται να δει την πραγματικότητα, το Χριστό, στον οποίο υπάρχει και ο άλλος, αυτός που αυτή επιτιμά και υποτιμά και ορθώνει εμπόδια στην κοινή προσέγγιση και ανοιχτή κοινωνικότητα, με απάντηση-καταπέλτη από το Χριστό άμεσης παροχής του ‘’ελέους Του’’ ως φως, ως αποκατάσταση και ως ένταξη του ‘’ενοχλητικού’’ άλλου στο δικό Του φως, στη δική Του κοινωνία, που χωράνε (χωράμε) όλοι, γιατί το δικό του έλεος μεταποιείται και ως έλεος (χωρίς τις κακοποιήσεις υποκρισίας που δέχτηκε η λέξη), ως εφαρμόσιμος κοινωνικά όρος ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και στις κοινωνίες (εθνικές και τοπικές) μεταμορφωτικά, με σύμμαχο μια ανάλογη Παιδεία και Πολιτική, που να βλέπουν και να ενεργούν σε πρόσωπα και όχι να μετρούν αριθμούς, ως συμπόνια και συναντίληψη των μελών της κοινωνίας Του μεταξύ τους, με άνοιγμα αποδοχής και χωρητικότητας χωρίς όρια και αποκλεισμούς.
Είναι συμπόνια το έλεος, χαρά και πολιτισμός (και αποβάλλει το φόβο και την καχυποψία) είναι μια ανοιχτή αγκαλιά φιλίας, συνυπαρκτικής και συνδημιουργικής αγάπης. Είναι συλλογική υγεία και είναι φως. Το φως το αληθινό ‘’το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον’’.