Η Μεγάλη Πέμπτη, ως γνωστόν, είναι η μέρα κατά την οποία τελείται στο ναό η Ακολουθία των παθών, η οποία πάντοτε συγκινούσε το λαό, που την παρακολουθούσε και συμμετείχε ενεργά. Στην περιοχή του Μεσοχαλδίου, κάθε οικογένεια πήγαινε στο ναό αλάτι, αβγά και ένα ψωμί ή πρόσφορο, τα οποία τοποθετούσαν κάτω από την αγία τράπεζα και μετά την Ανάσταση τα έπαιρναν στο σπίτι τους, ευλογημένα πλέον, όπως πίστευαν, ενώ ο ίδιος ο ιερέας κρατούσε ένα αβγό από κάθε οικογένεια και την κεντρική προσφορική σφραγίδα του άρτου, τον λεγόμενο «αμνό».
Αυτά τα τρόφιμα τα θεωρούσαν ευχασμένα, και στο πασχαλινό τραπέζι ο νοικοκύρης τα τεμάχιζε και τα μοίραζε στους οικείους του, οι οποίοι έτρωγαν πρώτα αυτά, και κατόπιν τα πασχαλινά εδέσματα του πανηγυρικού τραπεζιού. Τον άρτο μάλιστα τον διατηρούσαν ως την Πρωτομαγιά οπότε και τον κατανάλωναν, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, στα σχετικά με την εθιμοταξία της ημέρας.
Μετά τον πρωινό εκκλησιασμό, οπότε και κοινωνούσαν, έβαφαν τα κόκκινα αβγά του Πάσχα, αλλά και τα αβγά που θα πήγαιναν στο κοιμητήριο τη Δευτέρα του Θωμά, ενώ παρασκεύαζαν επίσης και τα τσουρέκια με τα κόκκινα αβγά. Στο Καπίκοϊ ζύμωναν και έψηναν τα ψωμιά και τις τυρόπιτες του Πάσχα, μαζί με μια τελετουργική πίτα, την οποία θα πήγαιναν στο κοιμητήριο για το τρισάγιο των νεκρών, τη Δευτέρα της Διακαινησίμου Όπως μάλιστα επισημαίνει ο Ερμ. Ανδρεάδης, στα Σούρμενα την Ακολουθία των παθών παρακολουθούσαν και μουσουλμάνες, με την πίστη ότι έτσι θα θεραπεύονταν οι οικείοι τους που υπέφεραν από κάποια ασθένεια, συνεχίζοντας την παράδοση της συμμετοχής μουσουλμάνων στα ορθόδοξα έθιμα λαϊκής λατρείας, για την οποία έγινε λόγος και παραπάνω.
Τα κεριά που κρατούσαν κατά την ανάγνωση των δώδεκα ευαγγελίων της ακολουθίας τα έπαιρναν στο σπίτι τους και τα τοποθετούσαν στο εικονοστάσι, με την πίστη ότι αυτά είχαν υπερφυσικές προφυλακτικές και ιαματικές ιδιότητες. Στην Τσίτη της Χαλδίας ο ιερέας γύριζε την μεγάλη Πέμπτη στα σπίτια του χωριού, αγιάζοντας τους κατοίκους με το ευχέλαιο της προηγούμενης ημέρας, και φιλοδωρούμενος από αυτούς με αβγά.
Στα Κοτύωρα και στη Σινώπη πάλι έβαφαν τόσα αβγά όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας, ένα για την Παναγία και λίγα ακόμη για τυχόν έκτακτους και απρόβλεπτους επισκέπτες. Τα άφηναν κάτω από την αγία τράπεζα ή πίσω από τον επισκοπικό θρόνο και τα έπαιρναν μετά την ανάσταση. Μάλιστα τα κελύφη τους τα θεωρούσαν ιδιαιτέρως ευγονικά, γι’ αυτό και έβαζαν στις ρίζες των δένδρων και των φυτών που καλλιεργούσαν, με την πίστη ότι έτσι θα ευδοκιμούσαν. Ανάλογο βάψιμο αβγών, ζύμωμα ειδικών κουλουριών και ευλόγηση τροφών στο ναό μαρτυρείται και στην Τραπεζούντα.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι από εθιμική άποψη η Μεγάλη Πέμπτη αποτελεί μια από τις πλέον σημαντικές μέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, όπως φαίνεται από τα τελετουργικά έθιμα της ημέρας, που προαναφέρθηκαν, και τα οποία είναι εν πολλοίς και πανελληνίως γνωστά: Τότε ζύμωναν τις τελετουργικές κουλούρες της Λαμπρής, στη ζύμη των οποίων έβαζαν διάφορα μυρωδικά και ξηρούς καρπούς, και τις οποίες έπλαθαν σε διάφορα σχήματα, με ένα κόκκινο αβγό πάνω τους και στολίδια από ζυμάρι. Μαζί κατασκεύαζαν και μικρά κουλούρια για τα παιδιά, που είχαν σχήμα ανθρώπου, ενώ ιδιαίτερη σημασία έδιναν στο πρόσφορο που ζύμωναν την ημέρα αυτή, με ιδιαίτερες τελετουργικές οδηγίες και προφυλάξεις.
Επίσης, έβαφαν τα κόκκινα αβγά, γι’ αυτό και ονόμαζαν την ημέρα «Κόκκινη Πέφτη» ή «Κοκκινοπέφτη». Συνήθως η βαφή γινόταν με φυτικά χρώματα, ενώ στο πρώτο αβγό που έβαφαν απέδιδαν θαυμαστές ιδιότητες. Μετά την βαφή σκέπαζαν τα κόκκινα αβγά για να μην φαίνεται το χρώμα τους ως το Πάσχα, ενώ σε ορισμένες περιοχές τα έστελνα μέσα σε καλάθι στο ναό, για να λειτουργηθούν στην πρωινή λειτουργία ή στην ακολουθία των Παθών, ενίοτε δε τα άφηναν κάτω από την αγία τράπεζα, ή στο ιερό, ή στο δεσποτικό θρόνο ως και την Ανάσταση. Τα τσόφλια αυτών των «ευαγγελισμένων» αβγών τα θεωρούσαν γονιμικά και αποτρεπτικά των κατεστρεπτικών καταιγίδων και του χαλαζιού, γι’ αυτό και τα έβαζαν στα δένδρα ή τα έθαβαν στα όρια των χωραφιών τους. Σε πολλές περιοχές ένα τέτοιο αβγό έβαζαν στο εικονοστάσι, και θεωρούσαν ότι ήταν αποτρεπτικό των αποβολών των εγκύων γυναικών, το ονόμαζαν δε «κρατητήρα». Ιδιαίτερη δύναμη απέδιδαν και στα αβγά που γεννούσαν οι όρνιθες – και μάλιστα οι μαύρες – την Μεγάλη Πέμπτη, τα οποία πήγαιναν στο ναό και κατόπιν τα έθαβαν στα χωράφια τους ή τα κρατούσαν στο σπίτι ως ισχυρά αποτρεπτικά και αντιβασκάνια μέσα.
Επίσης τα κεριά που ανάβουν σε κάθε ευαγγέλιο τα κρατούν και τα ανάβουν σε περιπτώσεις κακοκαιριών, πιστεύοντας ότι θα σταματήσουν, ή για την αποτροπή βλαπτικών εντόμων. Οι γυναίκες συνήθιζαν να ξενυχτούν τον Εσταυρωμένο στο ναό, στολίζοντας τον επιτάφιο και τραγουδώντας το «Μοιρολόγι της Παναγίας», όπου εξιστορούνται τα πάθη του Χριστού. Το ίδιο τραγούδι τραγουδούσαν και κατά την Μεγάλη Παρασκευή, στα διαλείμματα μεταξύ των εκκλησιαστικών ακολουθιών. Πρόκειται για ένα πανελληνίως γνωστό ελληνικό δημοτικό θρησκευτικό τραγούδι, οι ποντιακές παραλλαγές του οποίου, τις οποίες έχει συστηματικά μελετήσει ο Κων. Ρωμαίος παρουσιάζουν ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία για την μελέτη του δημοτικού τραγουδιού αυτού στην πανελλήνια διάστασή του.
Η Μεγάλη Παρασκευή πάλι ήταν για τους Πόντιους ημέρα γενικής κατάνυξης, αργίας απόλυτης και εκκλησιασμού, που χαρακτηριζόταν για την αποκαθήλωση και τον επιτάφιο, που στόλιζαν με λουλούδια. Η μέρα αποτελούσε γενική νηστεία από λάδι, συνήθως δε τηρούσαν ξηροφαγία, ή παρασκευάζονται φαγητά ανάλαδα, σε ορισμένες δε περιπτώσεις τηρούσαν απόλυτη αποχή από φαγητό και νερό όλη τη μέρα. Σε ορισμένες περιοχές παρασκεύαζαν ειδικό άρτο, ενώ συχνή ήταν η τελετουργική κατανάλωση ξιδιού, σε ανάμνηση του όξους που πότισαν τον Χριστό πάνω στο σταυρό.
Τα κεριά και τα λουλούδια του επιταφίου, στον Πόντο στόλιζαν κυρίως με μανουσάκια το κουβούκλιο όπου εναπέθεταν την κεντημένη παράσταση του επιταφίου θρήνου θεωρούνταν αγιασμένα και ισχυρά για την θεραπεία νόσων και την αποτροπή του κακού: Τα πρώτα τα κάπνιζαν στο θυμιατό σε περίπτωση ασθενειών, ενώ τα δεύτερα τα άναβαν τελετουργικά σε περιπτώσεις κακοκαιρίας και θυελλωδών ανέμων.
Οι μητέρες φρόντιζαν να περνούν τελετουργικά τα παιδιά τους τρεις φορές κάτω από τον επιτάφιο, ενώ και οι μεγάλοι περνούσαν κάτω από το ανθοστολισμένο κουβούκλιο, κατά κανόνα μπαίνοντας στο ναό, στο τέλος της βραδινής περιφοράς. Στα Σούρμενα μάλιστα και οι μουσουλμάνες πήγαιναν τα κορίτσια τους στο ναό, για να περάσουν κάτω από τον επιτάφιο, καθώς γενική και διάχυτη ήταν η πίστη ότι έτσι εξασφαλίζονταν υπερφυσικά η καλή υγεία και η τύχη του παιδιού, καθώς η όλη τελετουργία ενισχυόταν και από την τριπλή επανάληψή της. Στη Σάντα πίστευαν ότι θα θεραπευόταν οι ασθενείς που θα κατάφερναν να περάσουν πρώτοι κάτω από τον επιτάφιο, και ότι οι αμαρτωλοί είχαν αθέατα κέρατα – αντίληψη επηρεασμένη από την ορθόδοξη εικονογραφία του διαβόλου – τα οποία τους εμπόδιζαν να περάσουν και χρειάζονταν υποβοηθητική ώθηση από κάποιον συγχωριανό τους. Στην Ινέπολη μάλιστα αν περνούσαν κάτω από τον επιτάφιο δεν έπρεπε μετά επί σαράντα μέρες να πλυθούν, ώστε να μην χάσουν την ευλογία.
Στην περιοχή του Μεσοχαλδίου κατά την ακολουθία των Ωρών πήγαιναν στο ναό κουκιά και φασόλια ψημένα χωρίς λάδι, τα οποία μαζί με παξιμάδι μοίραζαν κατά την απόλυση, κυρίως στις πιο φτωχές οικογένειες, πιστεύοντας ότι έτσι θα συγχωρηθούν οι αμαρτίες των οικείων τους που είχαν πεθάνει. Γενικώς θεωρούσαν την Μεγάλη Παρασκευή ημέρα αφιερωμένη στους νεκρούς, γι’ αυτό και επισκέπτονταν τα κοιμητήρια, στόλιζαν με λουλούδια και στέφανα τους τάφους των νεκρών και τελούσαν τρισάγια σε αυτούς, σε ορισμένες δε περιοχές ήταν η ημέρα κατά την οποία έκαναν και τις ανακομιδές των λειψάνων των οικείων τους που είχαν πεθάνει.
Στο Σταυρίν τελούσαν, μετά την αποκαθήλωση, γενικό τρισάγιο στο κοιμητήριο για όλους τους νεκρούς του χωριού, και κάθε οικογένεια πήγαινε στον τάφο του νεκρού της ένα είδος μικρών τελετουργικών και νεκρολατρικών άρτων, τα τρανά κολόθα, ενώ όσοι είχαν πρόσφατο πένθος παρασκεύαζαν επίσης κόλλυβα και κολοθόπα. Άναβαν κερί και τοποθετούσαν τις προσφορές αυτές στον τάφο, μετά δε το τρισάγιο οι επίτροποι έπαιρναν τα ψωμάκια, τα έκοβαν σε μερίδες, έδιναν από μία στον ιερέα και στους ψάλτες, και τις υπόλοιπες τις μοίραζαν στους κατοίκους που επισκέπτονταν την ημέρα εκείνη το κοιμητήριο, για να συγχωρήσουν τους νεκρούς.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα κύρια τελετουργικά χαρακτηριστικά της ημέρας ήταν καταρχήν η προσπάθεια προσπορισμού της υπερφυσικής προστασίας μέσω της τελετουργικής χρήσης αντικειμένων που είχαν έρθει σε επαφή με τον επιτάφιο, αλλά και δια του τελετουργικού περάσματος κάτω από αυτόν, και κατόπιν η νεκρολατρία, σύμφωνα με μια σειρά νεκρολατρικών πρακτικών, που συνάδουν και με τον γενικότερο πένθιμο χαρακτήρα της ημέρας, από εκκλησιαστική άποψη. Για τα νεκρολατρικά αυτά έθιμα, που συνεχίζονται και κατά την αναστάσιμη εορταστική περίοδο, θα γίνει ειδικός λόγος στη συνέχεια.
Μ. Γ. Βαρβούνης
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Πηγή: Σαμιακό Βήμα