Του Μιχάλη Πιτένη
Η ανάγνωση του ονόματος στον πίνακα εισακτέων στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ είναι σίγουρα μια ξεχωριστή και σημαντική στιγμή για κάθε παιδί που συμμετείχε στις πανελλήνιες εξετάσεις. Είναι επίσης το αδιόρατο αλλά υπαρκτό σύνορο ανάμεσα στο χθες και το αύριο που ανοίγεται μπροστά του. Μόνο που, κακά τα ψέματα, αυτό το αύριο του είναι σχεδόν άγνωστο. Και δεν είναι τόσο μεγάλο το κακό που είναι άγνωστο αλλά ότι δεν ξέρει με ποια ακριβώς «βάρκα» θα το διασχίσει.
Αυτό δεν ισχύει μόνο τώρα, τον καιρό της κρίσης και της ύφεσης, αλλά είναι κάτι που συμβαίνει στη χώρα μας εδώ και χρόνια. Απλώς η μεγάλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως η «βάρκα» έγραφε στο σκαρί της τη λέξη «ελπίδα», η οποία δικαίωνε το όνομα της αφού κάπου, κουτσά στραβά, οδηγούσε.
Σήμερα, η «βάρκα» έχει βυθιστεί και το άσχημο δεν είναι πως αυτό συνέβη, κάθε σκαρί όσο γερό και αν είναι έρχεται η ώρα που ολοκληρώνει το βίο του. Το τραγικό είναι πως δεν υπήρξε καμιά προετοιμασία για όλα αυτά τα παιδιά που μετά από τον κόπο, μεγάλο ή μικρό δεν έχει σημασία, που έκαναν επί χρόνια, σίγουρα θα είχαν έστω και στην άκρη του μυαλού τους την προσδοκία πως θα έβρισκαν κάπου κάτι που να γράφει τη λέξη «ελπίδα».
Τι θα βρουν όμως; Πανεπιστήμια που βουλιάζουν μέσα σε μια λιμνοθάλασσα προβλημάτων που χρονίζουν. Πανεπιστήμια που δεν αντανακλούν απλώς αλλά αναπαράγουν και τις παθογένειες της κοινωνίας στην οποία ανήκουν, αντί να παράγουν ιδέες, προτάσεις και λύσεις για να θεραπευτούν. Πανεπιστήμια έρμαια του κομματικού και συνδικαλιστικού κατεστημένου που αντί να δίνουν μάχες για να αλλάξουν όλα όσα πρέπει, του επιτρέπει (του κατεστημένου) να τα κρατάει πολλά χρόνια πίσω, έχοντας επιβάλει την άποψη του πως δεν πρέπει να αλλάξει τίποτα. Πανεπιστήμια με πολλούς άξιους, ικανούς και πραγματικούς οραματιστές καθηγητές και φοιτητές, που όμως έχουν πάντοτε δύο μόνο επιλογές. Ή να εγκλιματιστούν και να αφομοιωθούν πλήρως, ή να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό.
Φυσικά, κάποτε το πανεπιστήμιο θα τελειώσει και τότε θα έρθει για τα παιδιά αυτά η επόμενη σημαντική και ξεχωριστή στιγμή καθώς θα πάρουν το πτυχίο στο χέρι. Και τότε μπαίνει το μεγάλο ερώτημα. Θα περάσουν ένα νέο σύνορο αφήνοντας πίσω τους το χθες τους ως εκπαιδευόμενοι για να μπουν στο αύριο τους ως εργαζόμενοι;
Τα υπάρχοντα στοιχεία και η λογική λένε όχι. Ή τουλάχιστον για να γίνει «ναι» θα κουραστούν πολύ, πάρα πολύ περισσότερο απ΄ όσο κουράστηκαν οι προηγούμενες γενιές. Γιατί οι γενιές των φοιτητών της κρίσης και της ύφεσης, δεν είναι μόνο πως άρχισαν να βγαίνουν ήδη σ΄ ένα πολύ δύσκολο εργασιακό περιβάλλον, με την ανεργία να καλπάζει με πρωτοφανή νούμερα. Είναι και ότι δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική μέριμνα γι΄ αυτούς. Όπως έμπαιναν οι γενιές των χρόνων της ευμάρειας στα πανεπιστήμια και κουτσά στραβά έβρισκαν ύστερα κάποια δουλειά, έτσι μπαίνουν και οι γενιές των τελευταίων όχι μόνο δύσκολων, αλλά εντελώς διαφορετικών χρονικών περιόδων, που πάρα πολύ δύσκολα θα βρίσκουν πλέον οποιαδήποτε δουλειά.
Κι όλα αυτά πότε; Διανύοντας τον πέμπτο χρόνο της κρίσης και τον έκτο της ύφεσης.
Κι όλα αυτά πού; Σ΄ ένα κράτος που γνωρίζει πολύ καλά πως η κατάσταση της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης όχι μόνο τιμή δεν περιποιεί σε κανένα, αλλά είχε διαμορφωθεί έτσι ώστε απλώς να ξοδεύουν οι πολίτες του τεράστια ποσά για να σπουδάσουν τα βλαστάρια τους, τότε που «λεφτά υπήρχαν» και δεν νοιαζόταν πραγματικά ΚΑΝΕΙΣ!
Σήμερα όμως μπορούμε να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο; Να κοροϊδεύουμε, γιατί αυτό κάνουμε, τα ίδια τα παιδιά μας;
Η απάντηση δυστυχώς είναι ναι. Και δόθηκε με τον πλέον εμφαντικό τρόπο μέσω του σχεδίου ΑΘΗΝΑ που ετοίμασε και πέρασε τελικά το Υπουργείο Παιδείας. Καμιά αλλαγή στην ουσία και την έννοια που πρέπει να έχουν οι σπουδές στο πανεπιστήμιο. Καμιά προοπτική.
Γι΄ αυτό, τελικά, ας ετοιμάζουμε τα μαντήλια, αρχικά για να αποχαιρετούμε τις νέες γενιές που θα παίρνουν τους δρόμους του εξωτερικού και έπειτα για να σκουπίσουμε τα δάκρυα μας. Μόνο που για κάποιους τότε θα ΄ναι αργά. Μακάρι όχι για όλους.