Η λέξη κλαυθμών θα μας ήταν ίσως παντελώς άγνωστη, αν δεν έφερε το όνομα αυτό κεντρική πλατεία της Αθήνας. Η πλατεία αυτή δεν έλαβε επισήμως αυτό το όνομα. Επικράτησε μεταξύ του αθηναϊκού λαού να λέγεται του κλαυθμώνος λόγω άρθρου του διανοουμένου Δημητρίου Καμπούρογλου στο περιοδικό «Εστία». Περιέγραφε ο Καμπούρογλου τον θρήνο των απολυμένων υπαλλήλων και των μελών των οικογενειών τους, που συγκεντρώνονταν μετά από κάθε κυβερνητική μεταβολή στην πλατεία, απέναντι από την οποία στεγαζόταν το υπουργείο των Οικονομικών. Υπήρξε και ο ίδιος ο Καμπούρογλου θύμα του νόμου περί μη μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ κατείχε τη θέση του διευθυντού της εθνικής Βιβλιοθήκης. Ο Βενιζέλος με κύριο επιχείρημα την απαλλαγή του κράτους από την συναλλαγή πολιτικών – πολιτών για διορισμούς και το απερίσπαστο των δημοσίων υπαλλήλων στην εργασία τους εισηγήθηκε την μονιμότητα των υπαλλήλων (1911), την οποία η τότε Βουλή αποδέχθηκε με συντριπτική πλειοψηφία.
Ήταν ορθή η απόφαση; Ασφαλώς ναι. Τι όμως δεν πήγε καλά, ώστε να έχουμε στη συνέχεια το πλήθος των στρεβλώσεων στον δημόσιο τομέα; Πολλά, πάμπολλα! Ας εξετάσουμε κάποιες από τις αδυναμίες του ελληνικού δημοσίου.
Το κράτος από τη δολοφονία του φωτισμένου Καποδίστρια κατέστη κομματικό και δεν απέβαλε ποτέ τον χαρακτήρα αυτόν. Ο Ροΐδης είχε δώσει άκρως εντυπωσιακό ορισμό του κόμματος της εποχής του: «Ομάς ανθρώπων ειδότων ν’ αναγινώσκωσι και ν’ ανορθογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’ αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι». Εφόσον με τη μονιμότητα των υπαλλήλων περιοριζόταν σημαντικά η δυνατότητα ικανοποίησης των προεκλογικών υποσχέσεων, οι πολιτικοί συνέβαλαν στη διόγκωση του αριθμού των υπαλλήλων. Το πρόβλημα κατέστη μείζον μεταπολεμικά, όταν το κράτος με τα ισχύοντα τότε στον χώρο της οικονομίας έγινε επιχειρηματίας και δημιούργησε τις δημόσιες επιχειρήσεις. Ορθότατη η ενέργεια να έχει το κράτος υπό τον έλεγχό του νευραλγικούς τομείς, όπως οι ενέργεια, οι επικοινωνίες και οι μεταφορές. Κάκιστη η συμπεριφορά των πολιτικών, οι οποίοι διαχειρίστηκαν τη χώρα ως φέουδό τους με τις ευλογίες των ξένων προστατών τους.
Κύριο γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας αποτελεί η αναξιοκρατία, η οποία έχει διαποτίσει εν μέρει ακόμη και τον ιδιωτικό τομέα, καθώς η διαπλοκή αυτού με το δημόσιο, μέσω των πολιτικών, καθιστά εκ των ουκ άνευ την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Οι εισερχόμενοι αναξίως στον δημόσιο τομέα δεν διακρίνονται από ευαισθησίες. Δεν αποδέχονται ότι παρέκαμψαν πλήθος συναγωνιστών τους με υπέρτερα κατά πολύ προσόντα άνευ αγώνος και μάλιστα με τις ευλογίες των κριτών. Βέβαια θα ήταν μονομερής η ανάλυση, αν δεν τονίζαμε τις εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Οι ευνοημένοι του κόμματος οπαδοί, κατά κανόνα λοιπόν, δεν αισθάνονται ουδεμία υποχρέωση έναντι της χώρας και των πολιτών αυτής. Πολλοί μετατρέπονται σε σατραπίσκους, οι οποίοι κατατυραννούν τους πολίτες, ώστε να αισθανθούν την ικανοποίηση ότι είναι σπουδαίοι! Ιδιαίτερα τη νοοτροπία αυτή εκδηλώνουν οι φέροντες το σύμπλεγμα της κατωτερότητας λόγω ανεπάρκειας. Άλλοι ορίζουν για τον εαυτό τους ελαστικό ωράριο και μάταια τους αναζητούν οι πολίτες προς διεκπεραίωση της υποθέσεώς τους. Τέλος κάποιοι μη αρκούμενοι στον μισθό του δημοσίου, τον οποίο κρίνουν χαμηλό, ανταγωνίζονται συναδέλφους τους ελεύθερους επαγγελματίες εκ του ασφαλούς, χωρίς δηλαδή δαπάνη στέγης, επικοινωνίας, και μάλιστα με το προβάδισμα λόγω της δυνατότητας για ταχύτερη διεκπεραίωση της υπόθεσής του! Για όσους δεν γνωρίζουν τον γράφοντα αναφέρω ότι υπήρξε δημόσιος υπάλληλος και ουδέν μένος κατά των υπαλλήλων αυτών φέρει. «Φίλος Πλάτων, φιλτάτη αλήθεια»!
Το πλέον τραγικό είναι ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν εργοδότη παρά μόνο με την έννοια του χρηματοδότη του έργου που προσφέρουν. Στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν πολλοί τραγικά θύματα εκμετάλλευσης: Δέχονται καθημερινά τη σκαιά συμπεριφορά του εργοδότη. Είναι κακοπληρωμένοι ή απλήρωτοι. Είναι ημιασφαλισμένοι ή ανασφάλιστοι. Υποχρεώνονται σε υπερωριακή εργασία χωρίς πρόσθετη αμοιβή. Αδυνατούν να απουσιάσουν από την εργασία τους ακόμη και όταν συντρέχουν σοβαρότατοι λόγοι. Απειλούνται με απόλυση οι γυναίκες, αν εγκυμονήσουν. Ζουν οι ίδιες με την αγωνία λόγω αδυναμίας επικοινωνίας με τέκνο τους που ασθενεί! Αντί όλα αυτά να τα συνειδητοποιήσουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, επωφελούμενοι από την άκρα ελαστικότητα του εργοδότη τους, μετέτρεψαν τη δημόσια υπηρεσία ή επιχείρηση σε άκρως αναποτελεσματική! Την έκλεψαν, έχοντας το φωτεινό παράδειγμα των πατρώνων τους πολιτικών. Την παραμέλησαν μη εκδηλώνοντας το παραμικρό ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Ρύθμισαν την απόδοσή τους στο ελάχιστο. Και όμως σε αρκετές θέσεις οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα αμείβονται υψηλότερα από συναδέλφους τους του ιδιωτικού! Αυτό συνιστά την άκρα αδικία: Να αμείβεσαι εκ του ασφαλούς καλύτερα από άλλον που αναλαμβάνει τον κίνδυνο της πάλης στην αγορά!
Δεν ήταν λοιπόν επακόλουθο οι εργαζόμενοι εκτός δημοσίου να βλέπουν με άσχημο μάτι τους υπαλλήλους αυτού; Δεν εντάθηκε η αντιπάθεια, όταν άρχισε να ογκώνεται η πάντοτε ενδημούσα στη χώρα μας ανεργία; Τι να περιμένουν πλέον οι δημόσιοι υπάλληλοι, τώρα που άρχισε και αυτών ο διωγμός; Τη συμπάθεια των άλλων; Αλλοίμονο, δεν θα την αισθανθούν να εκδηλώνεται. Δεν υπάρχει καν. Οι πολιτικοί, που τους προστάτεψαν «προσφέροντας την εργασία στο πιάτο», παραβλέποντας την αναξιότητά τους, την χαμηλή τους απόδοση και την επιορκία τους ακόμη, όλοι αυτοί οι φαύλοι και της διαφθοράς πρόξενοι δέχονται αφόρητες τις πιέσεις από τους νέους κατακτητές της χώρας. Και αντί να εξέλθουν προς τον ελληνικό λαό και να ζητήσουν συγγνώμη, καθώς είναι υπεύθυνοι για το κατάντημα της χώρας, κάνουν λόγο για κάθαρση στον δημόσιο τομέα, για διαφάνεια και αξιοκρατία. Το θλιβερό είναι ότι αρκετοί ακόμη πολίτες τους πιστεύουν!
Βρισκόμαστε στην κοιλάδα του κλαυθμώνος. Είναι θεολογικός αυτός ο όρος. Ο ανθρώπινος βίος είναι βαρυφορτωμένος με αγωνία, πόνο, οδύνη! Πώς θα εξέλθουμε από την κοιλάδα αυτή; Μόνο αν συνειδητοποιήσουμε τα σφάλματά μας, τις αμαρτίες μας. Στρέψαμε την πλάτη μας στον Θεό και λατρέψαμε ανθρώπους. Η κρίση είναι πρωτίστως πνευματική και όχι οικονομική. Και θα παρατείνεται στο μέτρο της αμετανοησίας μας.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»