Ο πατέρας μου είχε καφενείο «ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟΝ» στην οδό Βασ. Κων/νου 30 και επάνω ήταν το πατρικό μου σπίτι (σήμερα χρυσοχοείο ΖΕΓΑ).
Θυμάμαι αμυδρά την Πτολεμαϊδα από το 1952 . Τις λάσπες στους δρόμους, τα πλίθινα σπίτια και τις κεντρικές βρύσες της πόλης από όπου οι κάτοικοι έπαιρναν νερό με στάμνες και γκιούμια .Θυμάμαι πολύ καλά τρις από αυτές, τη μία στη γειτονιά μου στην αγορά (δίπλα από το περίπτερο που βρίσκεται σήμερα μπροστά από τον «Μανδρακούκο») ,την άλλη δίπλα στο Πέτρινο το σχολείο και την άλλη στην 25η Μαρτίου, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το μνημείο του Έφεδρου Αξιωματικού ( μπροστά από τα γραφεία του ΠΑΛΜΟΥ).
Σαν παιδιά τότε παίζαμε παιχνίδια όπως : Τσιλίκι , Μπίζ , Κυνηγητό , Κρυφτό , Αγαλματάκια , Τρίς και το λουρί της μάνας , Μακριά γαϊδούρα ( για αγόρια) , Τζαμί , Σβούρα , Μπίλιες (βόλοι) φτιαγμένες από πηλό και βαμμένες με έντομα χρώματα, καθώς και γυάλινες (γκαζόζες), Κουρσούμια (από διαλυμένα ρουλεμάν) και άλλα. Μερικές φορές είχαμε και βίαια παιγνίδια , όπως πετροπόλεμο (κυρίως τα Άνω με τα Κάτω Καϊλάρια).
Το παλιό πάρκο της πόλης πρέπει να κατασκευάσθηκε το 1932 και στην αρχή είχε περίφραξη με χαμηλό πέτρινο τοιχίο και κατά διαστήματα υπήρχαν υπερυψωμένα τούβλινα κτιστά κολωνάκια , όπως αυτά που υπάρχουν σήμερα στις 4 εισόδους του πάρκου, αλλά χαμηλότερα σε ύψος. Αργότερα (1948-1952 😉 τοποθετήθηκε επάνω στο χαμηλό πέτρινο τοιχίο η σιδηροπερίφραξη που υπάρχει και σήμερα και για την οποία ελπίζουμε να μή βρεθεί κάποιος ανεγκέφαλος δημοτικός άρχοντας, που στο βωμό του δήθεν εξωραϊσμού την καταστρέψει ! Στα μέσα της δεκαετίας του 50 σ΄αυτό το πάρκο παίζαμε και συχνά μας κυνηγούσε να μας δείρει ο ΘΑΝΑΣΗΣ ο κηπουρός, γιατί πατούσαμε το γκαζόν και τα λουλούδια. Εκείνη την περίοδο έγινε και το νέο πάρκο (κεντρική πλατεία) που δεν είχε δένδρα και ήταν στρωμένο με ψιλό χαλίκι. Εκεί το 1955 είχε πρωτοφέρει ο Καλιούπης ο ποδηλατάς, μικρά ποδήλατα με βοηθητικές ρόδες και τα νοικιάζαμε να μάθουμε, κάνοντας κύκλους στην πλατεία.
Οι γιατροί στην πόλη ήταν : ο Ευαγγελίδης, ο Καραλάζος και ο Φραγγάκης ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην πόλη μας και ο γυναικολόγος Καράνταγλης.
Η δεκαετία του 50 και οι αρχές της δεκαετίας του 60 ήταν ίσως ο σπουδαιότερος σταθμός για την πόλη μας. Μετά τον εμφύλιο, ήταν η δεκαπενταετία ανάπτυξης όλης της περιοχής. Η Πτολεμαΐδα (Καϊλάρια) από ένα λασποχώρι μεταβάλλονταν σε πόλη και κατόπιν θα γινόταν το ενεργειακό κέντρο της Ελλάδας. Ο αξιόλογος (για την εποχή ) δήμαρχος κ. Χ’Ευστρατίου είχε κλείσει με επιτυχία την μεταπροσφυγική περίοδο της πόλης και ο κόσμος περίμενε έναν νέο μορφωμένο και δυναμικό δήμαρχο που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής. Στις δημοτικές εκλογές που έγιναν το 1959, ο λαός της πόλης εξέλεξε τον Γιώργο Λαζαρίδη (οδοντίατρος) που ήταν νέος και δυναμικός με πολύ καλές προοπτικές για την τοπική αυτοδιοίκηση . Το εκλογικό σύστημα όμως ήταν παράξενο και ο συνδυασμός της πλειοψηφίας είχε εκλέξει μόλις έναν παραπάνω σύμβουλο από την αντιπολίτευση. Έπειτα από παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, η αντιπολίτευση πρότεινε για δήμαρχο τον τελευταίο από τους εκλεγμένους συμβούλους του συνδυασμού του Λαζαρίδη και έτσι έγινε δήμαρχος ο κ. Κανιατσάκης , ένας ήσυχος και έντιμος άνθρωπος που σε τελική ανάλυση δεν ήταν κακός δήμαρχος. Μεγάλο ρόλο σε αυτές τις παρασκηνιακές διεργασίες έπαιξε εκδότης τοπικής εφημερίδας (ακόμη και τότε ο Τύπος…).Ο λαός της πόλης αντέδρασε δυναμικά βγαίνοντας στους δρόμους, με κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις κλπ. για αρκετό χρονικό διάστημα. Θυμάμαι τότε τον Εσπερίδη (Κέφαλος) θείο του παπά-Γιάννη, την πρώτη μέρα, επάνω σε ένα άσπρο άλογο γύριζε την πόλη και χτυπούσε τις καμπάνες , ενώ η αστυνομία προσπαθούσε να τον συλλάβει. Ο Εσπερίδης αμέσως μετά έφυγε στη Γερμανία, όπου ασχολήθηκε με ανταλλακτικά αυτοκινήτων και αργότερα εκεί έγινε από τους στενούς φίλους του αξέχαστου Στέλιου Καζαντζίδη, όταν ο τελευταίος ξενιτεύτηκε στη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 60.
Θυμάμαι όταν πρωτολειτούργησε ο κινηματογραφος «ΡΕΞ» (1955) των Αφών Λευκόπουλου. Το πρώτο έργο ήταν το «ΞΥΠΟΛΗΤΟ ΤΑΓΜΑ» με πρωταγωνιστές μικρά παιδιά του δρόμου που δρούσαν οργανωμένα στην παρανομία. Η δεύτερη ταινία ήταν «Ο ΤΣΑΚΙΤΖΗΣ» , που πρέπει να το είδαν όλοι οι πρόσφυγες της Πτολ/δας και όχι μόνο . Η υπόθεση του αφορούσε την εξέγερση ελλήνων ανταρτών στον Πόντο, με τον πρωταγωνιστή να φοράει ποντιακή στολή ζωσμένος στα φυσέκια. Ειδικά το τραγούδι στα τούρκικα του ΤΣΑΚΙΤΖΗ το άκουγα για πολλές εβδομάδες στην πόλη. Μερικές σκηνές και από τα δύο αυτά φίλμ, τις έχω ακόμη στο μυαλό μου. Τόσο πολύ είχα εντυπωσιασθεί ! Σημειώνεται ότι στην Πτολεμαϊδα ο πρώτος κινηματογράφος που λειτούργησε ήταν το ΣΙΝΕ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ (1946) του Νίκου Σακελλάρη (γνωστός ως «κρητικός»). Αργότερα τον αγόρασαν οι Αφοί Παυλίδη (λιγνιτωρυχεία) και τον μετονόμασαν «ΣΙΝΕ ΖΩΡΖ» στη μνήμη του πατέρα τους.
Το 1954 πήγαινα στο Πέτρινο δημοτικό σχολείο. Φυσικά πηγαίναμε και επιστρέφαμε μόνοι μας και στη διαδρομή τους μικρούς τους πρόσεχαν τα μεγαλύτερα γειτονόπουλα. Τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα και δεν υπήρχε ο κίνδυνος κάποιου τροχαίου. Είχαμε μια τσάντα για το βιβλίο και τα τετράδια μας και ένα αλουμινένιο κύπελλο. Στο πρώτο διάλειμμα μπαίναμε στη σειρά και η κυρά-Όλγα (μαγείρισσα) έπαιρνε με μια κουτάλα από ένα καζάνι ζεστό γάλα , μας γέμιζε το κύπελλο μας και μας έδινε και από μία φέτα ψωμί και ένα κομμάτι κίτρινο τυρί. Αυτά ήταν από την «Ούντρα» (αμερικάνικο πρόγραμμα βοήθειας σε τρόφιμα και ρουχισμό για τη μεταπολεμική κατάσταση της χώρας). Το γάλα ήταν από σκόνη και δε μου άρεζε, το τυρί όμως ήταν πολύ νόστιμο. Παρόμοιο τυρί έφαγα και το 1968 στο στρατό!
Το σχολείο (πέτρινο) κατασκευάσθηκε από πέτρα το 1931-1932 και είχε έναν όροφο και μια κεντρική είσοδο με καμιά δεκαριά σκαλοπάτια και στέγαστρο. Αν προσέξει κανείς και σήμερα τα παράθυρα του υπογείου , έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά στο υποστηρικτικό κτίριο (προέκταση) του σημερινού Υδραγωγείου. Ο δεύτερος όροφος έγινε με τοιχοποιία από τούβλα το 1961. Δασκάλα μας ήταν η κυρία Αγνή (είχε και τα κλειδιά του σχολείου), ενώ Δ/ντής ήταν ο κύριος Αχιλλέας Λαζαρίδης που έμενε στο στενό του Ροδάκη ( Μεγ. Αλεξάνδρου) και ο πιο αγαπητός δάσκαλος ήταν ο κύριος Χατζόπουλος με το βιολί του που μας έπαιζε την Ισπανική υποχώρηση και συχνά έκανε με το βιολί του τον ήχο της κουκουβάγιας και άλλων πτηνών και ζώων!
Στο καφενείο μας μέχρι το 1953 για ψυγείο (όπως και στα σπίτια) είχαμε παγωνιέρα όπου τοποθετούσαμε καθημερινά μία κολώνα πάγου για να διατηρούνται κρύα τα αναψυκτικά. Τα αναψυκτικά εκείνη την εποχή ήταν Γκαζόζες, Πορτοκαλάδες και Λεμονάδες της εταιρείας ΨΥΠΑΚΟ (Ψυγεία-Παγοποιεία-Κοζάνης) που την αντιπροσωπεία την είχε ο Ιακωβίδης. Το 1953 προμηθευθήκαμε μεγάλο ηλεκτρικό, επαγγελματικό ψυγείο με γυάλινη βιτρίνα .Τον καφέ τον ψήναμε σε μια ηλεκτρική καφετιέρα που έμοιαζε με μικρό βαρελάκι. Είχε αντιστάσεις που ζέστανε νερό στο κάτω μέρος και στο επάνω μέρος είχε άμμο (χόβολη). Βάζαμε τη δόση του καφέ στο μπρίκι, προσθέταμε ζεστό νερό (για να γίνει γρήγορα) και τοποθετούσαμε το μπρίκι στην άμμο μέχρι να φουσκώσει ο καφές). Βέβαια το μυστικό ενός καλού καφέ είναι να γίνεται με κρύο νερό, αλλά έτσι όμως αργούσε.. Καφέ αγοράζαμε από το καφεκοπτείο του Σίμου του Μιχαηλίδη (απέναντι από τη νότια πλευρά του παλιού πάρκου, εκεί που σήμερα είναι η οικοδομή που στεγάζεται η συμβολαιογράφος κα Σοφία Ψωμά). Πολύ αργότερα τη δεκαετία του 60 άνοιξε το καφεκοπτείο του Ραφτογιάννη (RIO GRANDE) στη Βασ. Κων/νου, δίπλα από το τσαγκαράδικο του Σαράντη Κόλλια. Υποκατάστατο του καφέ (σημερινό ντεκαφεϊνέ) ήταν ο κριθαρένιος καφές, από καβουρδισμένο και αλεσμένο κριθάρι. Σπάνια σερβίραμε και κακάο (χωρίς γάλα).
Στο καφενείο εκτός από τσαϊ (βουνίσιο ή ευρωπαϊκό) σερβίραμε ακόμη γλυκά του κουταλιού , υποβρύχιο (βανίλια σε κουτάλι μέσα σε ποτήρι με νερό) και λουκούμια. Τα λουκούμια συνήθως τα παίρνανε για τα εγγόνια τους, οι παππούδες που κέρδιζαν στα χαρτιά ή στο τάβλι.
Τα αλκοολούχα ποτά ήταν το κονιάκ το ούζο και το τσίπουρο με μεζέ λίγο ψωμί, λίγο τουρσί, μια ελιά, λίγο τυρί και εποχιακά μια-δύο φέτες ντομάτα και αγγουράκι. Μπύρα σερβίραμε (ελάχιστη κατανάλωση) από το 1960 και έπειτα.
Τα χαρτοπαίγνια εκείνη την εποχή ήταν συνήθως : ξερή, πινάκλ, μπουρλότ, πρέφα και 66 (το παίζανε λίγοι ηλικιωμένοι πρόσφυγες).
Λένε ότι τα χαρτιά και το τάβλι είναι τυχερά παιχνίδια ! Θυμάμαι το Βαγγέλη το Ρουσσάκη , όταν ξεκίνησε με το γύρο. Κρέατα αγόραζε από το Θανάση το Γρηγοράσκο και από τον Στράτο το Θεοφράστου. Σχεδόν κάθε μέρα τα πρωινά έπαιζε τάβλι ή με το Γρηγοράσκο ή με το Θεοφράστου και ποτέ μα ποτέ δε θυμάμαι να είχε κερδίσει ! Όπως επίσης δε θυμάμαι να έχει χάσει στα χαρτιά ο Μπάμπης ο Εφραιμίδης ! Πολύ διασκεδαστικός ήταν ο δάσκαλος ο Πατρικίδης (έπαιζε μόνο τάβλι) και δεν ήθελε να χάνει ! Όταν έχανε τσατιζόταν και έκλεινε βίαια με θόρυβο το τάβλι. Ο Πατρικίδης είχε το μαγαζί του (Μουσικοχοροδιδασκαλείο) στην οδό Εθν. Αντίστασης , απέναντι και λίγο πιο πάνω από τα γραφεία της Τηλεθέρμανσης. Ο δάσκαλος ήτανε εξαιρετικός άνθρωπος και πολλές φορές όταν είχε κέφια, του έλεγα : δάσκαλε κάνε λίγο στήθος ! Και τότε φούσκωνε και πετάγονταν έξω το στήθος του. Ένα στήθος που θα το ζήλευαν όλοι οι σημερινοί Μποντιμπιλντεράδες .
Από την ηλικία των 9 ετών άρχισα να δουλεύω στο καφενείο βοηθώντας τον πατέρα μου. Κουβαλούσα καφέδες στα μαγαζιά που ήταν πελάτες μας. Η περιοχή των πελατών μας ήταν κυρίως τα μαγαζιά στην οδό Βασ. Σοφίας και στην οδό Βασ. Κων/νου. Αυτοί ήταν, όπως και σήμερα, οι εμπορικοί δρόμοι της πόλης. Τα κυριότερα εμπορικά μαγαζιά ήταν υφασματάδικα, ραφεία , αποικιακά, μπακάλικα και γραφεία μεσαζόντων καπνεμπόρων και σιτηρών.
Στην οδό Βασ. Σοφίας (από το πάρκο προς τα επάνω) στο αριστερό μέρος στη γωνία ήταν το φαρμακείο του Τρυφωνα του Παγκούτσου (σήμερα Alfabank), λίγο πιο πέρα ήταν το σπίτι του Ι. Κασαμπαλίδη με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και αυλή μπροστά. Εκεί είχαν και τα γραφεία τους οι αντιπρόσωποι καπνεμπόρων Αφοί Γιάννης και Ιορδάνης Κασαμπαλίδης. Εκεί θυμάμαι το 1955 στην αυλή, ο Μάκης, ο Νίκος και ο Λεωνίδας (παιδιά του Ι. Κασαμπαλίδη) παίζανε με ένα ηλεκτρικό τραινάκι με μπαταρίες και με ράγες μήκους αρκετών μέτρων και εμείς τα παιδιά της γειτονιάς χαζεύαμε βλέποντας για πρώτη φορά τέτοιο παιχνίδι! Λίγο πιο πέρα προς τη γωνία ήταν το επιβλητικό νεοκλασικό σπίτι με αυλή μπροστά και περίφραξη, του Στ. Τσατσαγιάννη του βιβλιοπώλη με τη δασκάλα γυναίκα του, μία ψηλή λεπτή και επιβλητική κυρία. Το βιβλιοπωλείο αυτό , μετά πέρασε στα χέρια του γιού του (Νάκης) και σήμερα το έχουν τα εγγόνια του. Είναι δηλαδή σήμερα μία από τις πιο παλιές επιχειρήσεις στην πόλη μας (επιχείρηση τριών γενιών). Από τη δεξιά πλευρά στη γωνία ήταν το διώροφο σπίτι του Προκόπη που διατηρείται μέχρι σήμερα και στον επάνω όροφο στεγάζονταν τα ΤΕΑ (Τάγμα Εθνοφυλακής Άμυνας). Πιο πέρα αργότερα, στον πρώτο όροφο στεγάσθηκε το ΙΚΑ Πτολ/δας. Πιο πέρα ήταν το σπίτι και το μαγαζί του Θανάση Τάσιου (σήμερα στο σημείο αυτό βρίσκονται το κατάστημα του Σαπαλίδη και τα διπλανά). Ο Θανάσης Τάσιος που είχε το παρατσούκλι ΚΑΤΣΑΜΠΑΣ κατάγονταν από το Παλιοχώρι (Φούφας) και ήταν από τους πιο ευκατάστατους στην πόλη. Είχε αντιπροσωπείες της μπύρας ΦΙΞ και 3 φορτηγά αυτοκίνητα. Ήταν ψηλός ευτραφής και δεν άκουγε καλά ή μάλλον άκουγε ότι τον συνέφερε. Δίπλα ήταν το κατάστημα υφασμάτων των αδελφών Χαράλαμπου και Χρήστου Σαπαλίδη. Πιο πέρα (πλησιάζοντας στη Βασ. Κων/νου) ήταν το μαγαζί του καπνέμπορου ΛΕΥΤΕΡΑΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗ (πατέρας της καθηγήτριας Κίτσας Λεσγίδου και παππούς του Μπάμπη και του Λευτέρη Λεσγίδη). Ο Λευτεράκης με αγαπούσε πολύ και ήταν ο καλύτερος πελάτης μας. Ακόμη θυμάμαι που του πήγαινα τον ελαφρύγλυκο καφέ του. Δίπλα ήταν το κατάστημα σιτηρών του Σταύρου Χατζόπουλου και του Γενναίου Βλαστού και πιο πέρα ήταν το ραφείο του Διονύση
Κούση και στη συνέχεια το κουρείο του Γιώτη Σπανίδη (αδελφού του δημάρχου). Στη συνέχεια μετά τη Βασ. Κων/νου στη γωνία, όπου βρίσκεται σήμερα το κατάστημα ενδυμάτων του ΚΟΥΣΗ , ήταν η Εθνική Τράπεζα και στον πάνω όροφο έμενε ο εκάστοτε δ/ντής της Τράπεζας. Δίπλα ήταν το κατάστημα χρωμάτων και μπαχαρικών του ΤΣΙΩΡΑ, ενώ πιο πέρα, περίπου στο μέρος που είναι σήμερα η στοά που οδηγεί στην οδό Νοσοκομείου, ήταν μια τεράστια αλάνα . Αργότερα γύρω στο 1958 εγκαταστάθηκαν εκεί συνεργεία αυτοκινήτων. Εκεί ήταν ο ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων ο ΓΙΩΡΓΟΣ (δε θυμάμαι το επίθετό του, αν και ήταν από τους καλύτερους πελάτες μου) με βοηθό τον Τάσο. Δίπλα ήταν το μηχανουργείο του Θοδωράκη Βουνοτρυπίδη που το είχε συνεταιρικά με το Σοφοκλή (τορναδόρος) και πιο δίπλα ήταν το φαναρτζίδικο του Ντίνου Κιμουρτζόγλου (το πρώτο στην περιοχή). Ο Ντίνος είχε ένα συγγενή στην Ιταλία όπου πήγε και έμαθε την τέχνη. Πιο πέρα στη γωνία ήταν το μαγαζί του Παπαθωμά που είχε είδη Μονοπωλείου. Πωλούσε τράπουλες, σπίρτα και χοντρό αλάτι (η πώληση τράπουλων, σπίρτων και χοντρού αλατιού, στις αρχές του 50 ήταν μονοπωλιακά είδη). Στην αριστερή πλευρά της οδού Βας. Σοφίας μετά τη διασταύρωση με τη Βασ. Κων/νου, ήταν το μαγαζί αποικιακών του Νίκου Γιαννιώτη, δίπλα το μαγαζί με κοτόπουλα και αυγά του Γρηγόρη του Τσαπαρή (στη θέση που είναι σήμερα το μαγαζί του Γκέκα), δίπλα ήταν το μαγαζί ψιλικών του Λάζαρου Ζαζόπουλου και παραδίπλα ήταν το Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας (1960). Πάρα πέρα βρίσκονταν το σπίτι του ασπριτζή του Γιώργου Ελευθεριάδη και πιο πέρα το σπίτι και το υφασματάδικο του Γ. Χατζηγιαννίδη ( σήμερα κουρτίνες). Στη συνέχεια ήτανε το καροποιίο του Κόνιαλη και στη συνέχεια μετά το δρόμο ήτανε το καροποιίο του Χατζησάββα.
Το καφενείο μας βρίσκονταν εκεί που είναι σήμερα το χρυσοχοείο του Ζέγα. Δίπλα από το καφενείο (προς τον Αη Γιάννη) ήταν η οικοδομή (σήμερα βρίσκεται το κατάστημα «ΑΘΗΝΑΙΑ» και πάνω η οικία του Κώστα και της Έλλης Χατζόπουλου-Πουλασιχίδη) που στον πάνω όροφο ήταν η οικία του Τάκη Πέκου και από κάτω το μπακάλικο του Σωκράτη Κων/νίδη. Δίπλα ήταν το υφασματάδικο του Πέτρου Παρτσαλίδη και στη συνέχεια, στη γωνία όπου βρίσκεται σήμερα το Φαρμακείο, ήταν το υφασματάδικο του Γιώργου και του Σωκράτη Παρτσαλίδη. Ο Πέτρος ,ο Σωκράτης και ο Γιώργος Παρτσαλίδης ήταν αδελφοί του γνωστού Παρτσαλίδη (πρωθυπουργού επί ΕΛΛΑΣ). Πιο πέρα άρχιζε η αγορά. Το περίπτερο που βρίσκεται ακόμη και σήμερα, ήταν της Εύας Σαλιάγκαζη .Η αγορά αυτή εκείνα τα χρόνια απέκτησε σκέπαστρο . Μπροστά ήταν στη γωνία το χασάπικο του Θεοφράστου, δίπλα το χασάπικο του Δημ. Αράπη , παραδίπλα το μανάβικο του Σαμαλτάνου,πιο πέρα το ασβεστάδικο του Ασβεστά (ψάλτης στην Αγ. Τριάδα), δίπλα το μαγαζί με αυγά και κοτόπουλα του Φωτιάδη (Αυά), μετά το μανάβικο του Μπάμπη Εφραιμίδη και δίπλα το χασάπικο του Θανάση Γρηγοράσκου.
Στη γωνία Βασ. Κων/νου και Εθν. Αντίστασης ήταν το νεόκτιστο ξενοδοχείο (LUX) του Χρυσούλη και Μάρκου Ζάμπρα, δίπλα (επί της Εθν. Αντίστασης) ήταν το μαγαζί με κλωστές για κέντημα, κουμπιά κλπ. του Διονύση Σαλονικίδη, πιο πέρα το ραφείο του Δεληδήμου, το τσαγκαράδικο του Κουδούνα, η σχολή του Πατρικίδη , το καφενείο του Λιάτσου , το μαγαζί εμπορίας δερμάτων του Βαρβαρούση, το μαγαζί με μπουριά και σόμπες των αδελφών Πατμάνογλου και το κηροποιείο του Ζάννα. Απέναντι ήτανε το μαγαζί των Αφών Τουρνά που μαζί με τον πατέρα τους κατασκεύαζαν μπουριά και σόμπες (αργότερα άνοιξαν υαλοπωλείο επί της Βασ. Κων/νου, δίπλα στο Βούρκα).
Δίπλα από το καφενείο μας (ανατολικά, προς το πέτρινο, επί της οδού Βασ. Κων/νου) ήταν το υφασματάδικο του Γιάννη Πουλασιχίδη (πατέρας της Δραστήριας Εμπόρου Έλλης Πουλασιχίδου-Χατζόπουλου), δίπλα το χρυσοχοείο του Μ. Ζέγα, πιο πέρα το υφασματάδικο των Γαυριήλ Κοσμίδη και Παντελή Ακριτίδη. Παραδίπλα στη γωνία, ήταν το κατάστημα Γενικού εμπορίου του Μιχάλη Μουστάκα. Απέναντι και δίπλα από την Εθνική Τράπεζα ήταν το μπακάλικο του Βούρκα. Ο Βούρκας είχε καταγωγή από την Κοζάνη ήταν ένας σύγχρονος Σκρουζ, σοβαρός,τίμιος, αγέλαστος, άκληρος με πολύ μεγάλη περιουσία και δύο ελεύθερες αδελφές. Όποιος ήθελε να πουλήσει λίρες εκείνη την εποχή πήγαινε στο Βούρκα. Θυμάμαι ακόμη ότι και από την Εθνική Τράπεζα ο δ/ντής έστελνε λίρες με τον κλητήρα στο Βούρκα για να τις εξετάσει και να γνωματεύσει εάν ήταν αληθινές ή κίβδηλες ! Πιο πέρα ήταν το κατάστημα με σιδηρικά του Χαλκίδη και αμέσως μετά το κατάστημα σιδηρικών του Μανώλη Σταγάκη. Αμέσως μετά ήταν το κατάστημα αποικιακών-υαλικών του Χατζηγελέκη. Δίπλα ήταν το χρυσοχοείο του Ρουτσίνα και πιο πέρα το κατάστημα με τα κάρβουνα του Τσαχουρίδη και προς τη γωνία το καφενείο του Κούση.
Στην αρχή της Βασ. Κων/νου (από αριστερά, προς τον Αη Γιάννη) στη γωνία, βρίσκονταν το βιβλιοπωλείο του Ιωακείμ Ορφανίδη (αργότερα μεταφέρθηκε στην απέναντι γωνία).Ο Ιωακείμ ήταν παππούς από μητέρα του σημερινού Βιβλιοπώλη Κλάκη Ασιανού που συνέχισε την επιχείρηση (3η γενιά). Δίπλα ήταν τα αποικιακά του Σιβρόπουλου, πιο πέρα το 1960 εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά στην πόλη μας η Εμπορική Τράπεζα με δ/ντή το Γρηγόρη Φόλα. Δίπλα ήταν το μηχανουργείο του Θεοδωρίδη, πιο πέρα το σιδηρουργείο του Θωμά Κούση και πιο δίπλα το τσαγκαράδικο του Σαράντη Κόλλια.
Ακριβώς πέναντι από το καφενείο μας ήταν το υφασματάδικο του Κώστα Σαββουλίδη που το δούλευαν τα παιδιά του ο Μιχάλης και ο Παναγιώτης. Δίπλα (ανατολικά, προς το πέτρινο) ήταν το κατάστημα ψιλικών του Ανδρέα και Φώτη Βίττη, δίπλα το ραφείο του Διονύση Κούση, δίπλα το κουρείο του κυρ-Αντώνη, πιο δίπλα το μαγαζί με κοτόπουλα και αυγά του Στάθη Σαββουλίδη (πατέρας της καθηγήτριας Δόμνας Σαββουλίδου η οποία ήταν σύζυγος του βουλευτή των Φιλελευθέρων, Σταύρου Αθανασιάδη που εκλέγονταν στην περιοχή μας για πολλά χρόνια ), αμέσως δίπλα το μαγαζί του σιταρέμπορου Κώστα Παπουλίδη (στα μέσα της δεκαετίας του 60 μετανάστευσε στη Βοστώνη των ΗΠΑ) και στη γωνία το μαγαζί του Παναγιώτη Εφραιμίδη. Απέναντι από το καφενείο μας (προς τον Αη Γιάννη), μετά το υφασματάδικο του Κώστα Σαββουλίδη ήταν το υφασματάδικο του Γιώργου Σαββουλίδη, δίπλα το γνωστό κατάστημα παιδικών ρούχων «Η ΑΝΘΗ» του Μήτσου Σαββουλίδη, δίπλα το ραφείο του Γιώργου Μακρή (ψευδώνυμο Ψαθάς) .Στην απέναντι γωνία ήταν το μαγαζί του Τόττη με αντιπροσωπείες τσιγάρων (Ματσάγγος, Κεράνης κλπ.) όπου δούλευαν τα παιδιά του, ο Τάκης και ο Πέτρος (κατόπιν δήμαρχος της πόλης). Δίπλα ήταν το ραφείο του Καλκατσανά, πιο πέρα ήταν το μαγαζί με αντιπροσωπείες της μπύρας Αλφα του Παλιού και δίπλα το οινοπωλείο του Βασίλη Τσίρου και στη γωνία ήταν το υαλοπωλείο του Θόδωρου Βαβούρα (επί σειρά ετών πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου).
Όλα αυτά ήταν τα μαγαζιά που ήταν πελάτες μας και τους πήγαινα καφέδες. ΄Ετσι μεγάλωσα μέσα στον εμπορικό κόσμο αυτής της πόλης. Όλοι με συμπαθούσαν και με έβλεπαν σαν παιδί τους. Τα περισσότερα μαγαζιά πληρώνανε με πλαστικές μάρκες, για να μη συναλλασσόμαστε καθημερινά με χρήματα. Οι μάρκες είχαν διάφορα χρώματα και αντιστοιχούσαν στην αξία ενός καφέ ή ενός αναψυκτικού (ο καφές είχε 50 λεπτά και τα αναψυκτικά 80 λεπτά). Όταν οι καταστηματάρχες είχαν δουλειά ή είχαν συζήτηση με πελάτες και έπρεπε να πληρωθώ, με έστελναν να πάω μόνος μου, να ανοίξω το συρτάρι του ταμείου και να πάρω τις αντίστοιχες μάρκες. Βέβαια ποτέ δε διανοήθηκα να πάρω παραπάνω μάρκες ή να κλέψω χρήματα από το ταμείο. Ούτε όμως και αυτοί μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτό σήμερα, μόνο που το σκέπτομαι μου φαίνεται αδιανόητο. Τόση εμπιστοσύνη ; Και αυτή η εμπιστοσύνη δεν οφείλονταν στο ότι ήμουνα «καλό παιδί» ! Τότε ήταν άλλες εποχές ! Τότε εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον. Τότε δεν υπήρχαν κλειδαριές ασφαλείας στα σπίτια μας. Το κλειδί ήταν πάντα επάνω στην πόρτα και μάλιστα από την έξω μεριά για να μπεί εύκολα ο γείτονας ή ο κάθε επισκέπτης!
Στο καφενείο δεν γίνονταν πολιτικές συζητήσεις. Οι συζητήσεις ήταν γενικές και αόριστες με κουτσομπολιά και πειράγματα και αρκετό χιούμορ. Ορισμένοι είχαν και τα παρατσούκλια τους όπως ΚΑΤΣΑΠΜΠΑΣ (Θαν. Τάσιος), ΨΑΘΑΣ( Γιώργος Μακρής), ΣΜΟΥΘ (Γιάννης Πέκος), ΝΤΟΡΟΣ (ΑλέκοςΤσαχουρίδης), ΔΑΣΚΑΛΟΣ (Πατρικίδης) κλπ.
Στο καφενείο είχαμε και πελάτες από δύο γενιές. Ερχόταν και έπαιζαν χαρτιά (σε διαφορετικά τραπέζια), ο Γρηγόρης ο Τασιώνης και οι γιοί του Μένιος και Τάσος , Ο Κυψίδης ο Γιάννης με το γιό του Χάρη, ο Στέλιος ο Τογρίδης με τα παιδιά του Λάκη και Ευρυπίδη, ο Τουρνάς με τα παιδιά του Γιώργο και Μίμη οι αδελφοί Αντώνης και Θεμιστοκλής Καρκαντώνης και άλλοι που δεν τους θυμάμαι πλέον.
Στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, την Μ. Πέμπτη κρεμούσαμε το Βαλέ και δεν έπαιζε κανείς χαρτιά έως το Μ. Σάββατο. Στις εκλογές αρχικά τα καφενεία παρέμειναν κλειστά. Αργότερα επιτρέπονταν να ανοίξουν αλλά απαγορεύονταν το σερβίρισμα αλκοολούχων ποτών. Τις Τετάρτες είχαμε πάρα πολύ δουλειά. Κατέβαιναν από τα χωριά για την αγορά πολλοί αγρότες και κτηνοτρόφοι. Ερχόταν και από την Κοζάνη ο κυρ Αντώνης που πουλούσε γυαλιά στην αγορά, στη γωνία δίπλα στο περίπτερο και διαλαλούσε το εμπόρευμά του φωνάζοντας «Γυαλιά, ματογυάλια για διάβασμα». Ερχόταν επίσης από την Κοζάνη και οι δύο τυφλοί αδελφοί με τα ακορντεόν. Αυτούς τους έμαθε να παίζουν ακορντεόν ο δάσκαλος ο Πατρικίδης!
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν έτοιμα ενδύματα και δούλευαν τα υφασματάδικα και τα ραφεία. Τα υφασματάδικα είχανε ράφια όπου τοποθετούσανε τα τόπια με τα υφάσματα και μπροστά ένα ξύλινο ορθογώνιο στενόμακρο πάγκο, όπου ξεδιπλώνανε τα τόπια με το ύφασμα και χρησιμοποιώντας ένα ξύλινο πήχυ μετρούσαν τα υφάσματα. Ο πήχυς ήταν τούρκικη μονάδα μέτρησης (κυρίως υφασμάτων) που χρησιμοποιήθηκε μέχρι 31 Μαρτίου 1959. Ο πήχυς ισοδυναμούσε με 0,648 του μέτρου και υποδιαιρούνταν σε 8 ρούπια. Αργότερα τη δεκαετία του 60 άρχισε η κατανάλωση των έτοιμων ενδυμάτων και επήλθε κρίση στα υφασματάδικα .Οι πρώτοι που το γύρισαν στα έτοιμα ενδύματα ήταν οι αδελφοί Σαπαλίδη , η Έλλη Πουλασιχίδη (αργότερα Χατζόπουλου) και οι Κοσμίδης-Ακριτίδης . Από τα υπόλοιπα υφασματάδικα, αργότερα πρώτος το γύρισε σε κεντήματα ,είδη προικός και κουρτίνες ο Μιχάλης ο Σαββουλίδης. Αργότερα τον ακολούθησαν ο Χρήστος Σαββουλίδης (διπλανό μαγαζί που το είχε αναλάβει από τον πατέρα του Γιώργο Σαββουλίδη) και ο Γιάννης ο Χατζηγιαννίδης (αυτά τα μαγαζιά συνεχίζουν να υπάρχουνε μέχρι σήμερα), ενώ από τα παραδοσιακά υφασματάδικα σήμερα υπάρχει μόνο αυτό του Κλάκη Χριστίδη που το συνεχίζει ο γιός του ο Γιάννης Χριστίδης.
Στα μπακάλικα υπήρχε έντονη η μυρουδιά από τα λάδια και μπροστά στον πάγκο φιγουράριζε η κλασσική ζυγαριά με τα δύο μπρούτζινα πιάτα δεξιά και αριστερά. Στο βάθος πιο πέρα ήταν η ζυγαριά για μεγαλύτερα βάρη , όπου ανεβαίναμε και ζυγιζόμασταν. Μονάδα βάρους ήταν η «οκά» (τούρκικη μονάδα βάρους ίση με 1,282 κιλά). Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια (1 δράμι = 3,205 γραμμάρια) και πολλαπλάσιο της οκάς ήταν το «καντάρι» .Ένα καντάρι ισοδυναμούσε με 44 οκάδες ή με 56,45 κιλά. Η επίσημη αλλαγή σε χιλιόγραμμα έγινε στις 31 Μαρτίου 1959, αλλά και στις αρχές του 60 χρησιμοποιούνταν ακόμη τα παλιά μέτρα και σταθμά.
Το 1962 τοποθετήθηκαν τα πρώτα αυτόματα τηλέφωνα στην πόλη μας. Ήταν τριψήφια και δικαιούταν αρχικά μόνο τα καταστήματα.
Πρίν από το χειμώνα προμηθευόμασταν με ξύλα και κάρβουνο σε κομμάτια ( μετά το 1960 χρησιμοποιούσαμε μπρικέτα από τη Λιπτόλ ). Για θέρμαση είχαμε τις ξυλόσομπες και τις μασίνες (για θέρμανση και μαγείρευμα ) στα σπίτια. Τα χιόνια ήταν πάρα πολλά και το κρύο πολύ πιο δριμύτερο από σήμερα. Θυμάμαι το Δεκέμβριο του 1962 που φτυαρίζαμε το χιόνι για να βγούμε έξω από το σπίτι. Τον Ιανουάριο του 1963 σημειώθηκε στην Πτολεμαϊδα η χαμηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί σε κατοικήσιμη περιοχή όλης της Ελλάδας με θερμοκρασία -27,8 οC, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας.
Αυτή ήταν η Βασ. Κων/νου στην Πτολεμαϊδα τη δεκαετία του 50 όπως τη θυμάμαι και σήμερα. Ένας εμπορικός δρόμος με καρδιά, σε ένα λασποχώρι όπου ζούσαν αρμονικά, γηγενείς, πόντιοι, θρακιώτες και μικρασιάτες !