Παλαιστίνη. Η αιώνια αδικία. Η αιώνια απανθρωπιά. Μια χώρα κατεχόμενη. Στο όνομα της Άμυνας του το ψευδεπίγραφο κράτος του Ισραήλ, βομβαρδίζει αμάχους. Το κάνει για παραδειγματισμό. Μην τολμήσουν οι Παλαιστίνιοι να σηκώσουν κεφάλι. Το Ισραήλ συνεχίζει να βομβαρδίζει προσεκτικά μέχρι να αηδιάσει η διεθνής κοινή γνώμη. Μετά σταματά για κάποια χρόνια.
Και ξαναρχίζει. Βομβαρδίζει σαν να ραντίζει κουνούπια. Όπως κάνει για τέταρτη μέρα και τη στιγμή που γράφεται αυτή η εισαγωγή. Κουνούπια είναι οι Παλαιστίνιοι.
Με αυτό το κράτος τρόμου κανείς δε θα ’πρεπε να χει σχέση. Και όμως.
Η χώρα του αιώνιου μνημονίου, η ημι-χώρα, η Ελλάδα, αυτά τα χρόνια της ντροπής φαίνεται να χει τεράστια αποθεματικά ξεδιαντροπιάς. Τα ντίλια με το Ισραήλ είναι πολλά και ανάμεσα σε αυτά τα ενεργειακά οικόπεδα της Κύπρου.
Δεν ξεχνώ και μαλακίες.
Στη χώρα των λωτοφάγων ζούμε.
Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε αρχικά για το ηχητικό βιβλίο μου “Πρόσωπα Ζώα Πράγματα”. Τελικά δεν το συμπεριλάβαμε για να μη μολυνθεί η μαγεία του βιβλίου από αυτή τη φρικτή πραγματικότητα των ανθρώπων.
Στη μνήμη λοιπόν και όλων των αδικοχαμένων Παλαιστινίων και του Βιττόριο Αρριγγόνι.
“Κάθε φορά που περνούσε από τα περίπτερα με τη στολή εργασίας του, το λαιμοδέτη που φυλακίζει το λαιμό, γνωστό και ως γραβάτα και την παγίδα του χεριού που λέγεται χαρτοφύλακας, ο Ιάκωβος έριχνε μια ματιά στις εφημερίδες.
Ξεφύλλιζε τις περισσότερες και αγόραζε πάντα αυτήν που ήταν μαθημένος να αγοράζει.
Ο Ιάκωβος ήταν ένας καλός άνθρωπος με μια μετρημένη ζωή.
Δεν είχε πειράξει κανέναν στη ζωή του και στο κέντρο της είχε τοποθετήσει την οικογένεια του.
Δεν του έλειπε η περιέργεια αλλά ούτε και κάποια βαθειά αίσθηση ανάμιξης είχε για τα πράματα του κόσμου τούτου.
Άνοιξη ήταν. Μια όμορφη μέρα.
Η φωτογραφία στην εφημερίδα του τράβηξε το βλέμμα. Η φωτογραφία ανήκε σε έναν πανώριο Ιταλό. Φορούσε ένα ναυτικό καπέλο, ταξιδεμένος καθώς ήταν στις τρικυμίες του κόσμου των ανθρώπων.
‘Ηταν αξύριστος κάτι που έκανε το αγγελικό του πρόσωπο ακόμη πιο αρρενωπό.
Το σώμα του έμοιαζε με ηθοποιού ταινιών δράσης αλλά ήταν ακόμη πιο όμορφο. Γεμάτο ευγενικούς μυς που δεν είχαν πρόθεση να προσβάλουν κανέναν. Πόσο μάλλον να τον χτυπήσουν.
Έμοιαζε με Έλληνα θεό.
Κατά κάποιο τρόπο ήταν.
Είχε αφιερώσει τη ζωή του στο να προστατεύει τους κατατρεγμένους και τους αδικημένους αυτού του κόσμου.
Αυτή ήταν η μοίρα του. Σε αντίθεση με τον Ιάκωβο, ο Vittorio είχε μια βαθειά αίσθηση ευθύνης για τον κόσμο.
Έλεγε πως ήταν στο αίμα του να παλεύει για την ελευθερία.
Στο δεξί του χέρι είχε κάνει τατουάζ την αραβική λέξη muqawama, τη λέξη αντίσταση.
Ελευθερία στο αίμα του, αντίσταση στο πετσί του, ανθρωπιά στο βλέμμα του, ομορφιά στο κορμί του, ποιος θα ήθελε να σκοτώσει ένα τέτοιο πλάσμα;
Ή μάλλον, ποιος δε θα φθονούσε ένα τέτοιο πλάσμα μέχρι θανάτου;
Τον λέγαν Vittorio Arrigoni και η ζωή του ήταν πιο ηχηρή τώρα που ήταν πια νεκρός.
Οι φίλοι του τον λέγαν Vik. Και είχε αφιερώσει τη ζωή του στους Παλαιστίνιος.
Το 2008 o Βικ τραυματίστηκε όταν συνόδευε Παλαιστίνιους ψαράδες. Ποιος του είπε να γίνει ανθρώπινη ασπίδα;
Το 2010 ακροδεξιοί αμερικανοί τον επικήρυξαν έμμεσα, δημοσιεύοντας φωτογραφία του, μην τυχόν και επίδοξοι δολοφόνοι ξαστοχήσουν.
Ο Vittorio παρέμενε ήρεμος μέσα στις καταιγίδες του μίσους και της βίας και συνήθιζε να λέει «Ας παραμείνουμε άνθρωποι ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές.» Όταν η μητέρα του, η δήμαρχος Beretta Arrigoni εναγώνια τον ρωτούσε πως μπορείς να παραμένεις άνθρωπος σε κάτι τέτοιες στιγμές, εκείνος της απαντούσε αμετακίνητα: «Σε πείσμα όλων, πρέπει πάντα να υπάρχει ανθρωπιά μέσα μας. Πρέπει να την μεταφέρουμε σε άλλους»
Και ακόμη και τις πιο δύσκολες στιγμές, ο Vittorio, o Vik, παρέμενε άνθρωπος. Με αυτή τη φράση υπέγραφε τα κείμενα του, ακόμη και αυτά που περιέγραφαν δολοφονίες παιδιών και τη φρίκη που μπορεί να προκαλέσει άνθρωπος σε άνθρωπο.
Κείμενα όπως αυτό:
«Πάρε μερικά γατάκια, μικρές γατούλες, και βάλτες μέσα σε ένα κουτί» είπε ο γιατρός στο κύριο νοσοκομείο της Γάζας καθώς η νοσοκόμα τοποθετούσε δύο μεγάλα κουτιά στο πάτωμα καλυμμένα με λεκέδες από αίμα. «Σφράγισε το κουτί, και μετά με όλη σου τη δύναμη πήδα από πάνω του μέχρι να ακούσεις τα μικρά τους κόκκαλα να σπάνε και το τελευταίο πνιγμένο μιάου»
Έκπληκτος έχω τα μάτια μου καρφωμένα στα κουτιά. Ο γιατρός συνεχίζει: «Τώρα προσπάθησε να φανταστείς τι θα συνέβαινε μετά την αναμετάδοση μιας τέτοιας σκηνής, τη δικαιολογημένη άκομψη αντίδραση της κοινής γνώμης παγκοσμίως, την κατακραυγή από της οργανώσεις που προστατεύουν ζώα.»
Ο γιατρός συνεχίζει και εγώ δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από κουτιά μπροστά στα πόδια μου.
«Το Ισραήλ είχε κλείσει εκατοντάδες πολίτες σε ένα σχολείο σαν να ήταν αυτό ένα κουτί, ανάμεσα τους ντουζίνες παιδιών, και μετά το έστυψε με όλη του τη δύναμη χρησιμοποιώντας τις βόμβες του. Και ποια ήταν η αντίδραση του κόσμου; Σχεδόν καμία. Καλύτερα να έχεις γεννηθεί ζώο παρά Παλαιστίνιος. Θα είχαμε μεγαλύτερη προστασία.
Σε αυτό το σημείο ο γιατρός πλησίασε το κουτί και άνοιξε το καπάκι μπροστά στα μάτια μου. Μέσα είχε ακρωτηριασμένα μέλη, χέρια, πόδια ανθρώπων που τραυματίστηκαν στο σχολείο των Ηνωμένων Εθνών Al Fakhura στην Τζαμπάλια.
Προσποιήθηκα ότι είχα ένα επείγον τηλεφώνημα και είπα στο γιατρό ότι έπρεπε να φύγω αλλά στην πραγματικότητα έτρεξα στην τουαλέτα. Έσκυψα και έκανα εμετό.»
Αυτός ήταν ο Βικ. Ο δημοσιογράφος, ο συγγραφέας, ο ακτιβιστής που επέμενε σε πείσμα των πάντων να παραμένει άνθρωπος.
Ο Ιάκωβος όμως δεν ήταν ο Βικ. Ο Ιάκωβος είχε παιδιά. Ο Ιάκωβος δε θα πήγαινε ποτέ του στην Παλαιστίνη. Δεν θα εξέθετε τον εαυτό του σε κινδύνους. Δε θα εξέθετε τις φρίκες που άνθρωποι προκαλούσαν σε αθώους.
Στη θέση του Βιτόριο θα έπαιρνα τα παιδιά μου και θα έφευγα, σκέφτηκε ο Ιάκωβος
Αλλά ο Βιτόριο δεν είχε παιδιά. Παιδιά του και αδερφούς του ένοιωθε όλους τους Παλαιστίνιους. Όλους τους κατατρεγμένους και αδικημένους από τους ισχυρούς αυτού του κόσμου.
Δεν μπορούσε να πάρει όλη την Παλαιστίνη στην Ιταλία. Οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να ζήσουν και να πεθάνουν στη χώρα που γεννήθηκαν. Τη χώρα για την οποία που ο Βικ πέθανε.
Από όλους τους εχθρούς που έκανε, λένε πως ήταν ισλαμιστές φανατικοί που τον πιάσαν. Το βάλαν σε αμάξι και τον μεταφέραν σε ένα δωμάτιο.
Τον έδειραν. Αυτόν τον άπιστο που δεν πίστευε στο θεό αλλά στους ανθρώπους. Τυλίξαν τα μάτια του με μια κολλητική ταινία και τον βιντεοσκοπήσαν τραβώντας τα μαλλιά του πρησμένου πλέον προσώπου του. Αντί για δάκρυα, αίμα έτρεχε από τα μάτια του επίγειου αγγέλου.
Τον στραγγαλίσαν. Σαν να τανε γατάκι. Ο Βικ πέθανε στα 36 του χρόνια.
Ο Ιάκωβος στεναχωρήθηκε πολύ για το θάνατο κάποιου που πέθανε επειδή πάλευε για να σώσει άλλους, κάποιου που δολοφονήθηκε για να μην μπορεί να άλλο σώζει άλλους.
Στεναχωρήθηκε, θύμωσε, έβρισε, αλλά δεν έκλαψε.
Εγώ στη θέση του θα τα μάζευα και θα έφευγα ξανασκέφτηκε ο Ιάκωβος.
Σε λίγη ώρα τον είχε ξεχάσει τον Βικ βλέποντας ποδόσφαιρο με φίλους και πίνοντας μπύρες. Η ζωή συνεχίστηκε.
Μήνες μετά ο Ιάκωβος γνώρισε τη Maria Santos Gorrostieta πάλι μέσα από τις εφημερίδες. Η Maria έμοιαζε του Vittorio σε τόσα. Ήταν όμορφη σαν ηθοποιός, όπως ο Vittorio. Ήταν 36 χρονών, όπως ο Vittorio. Υπήρξε δήμαρχος, όπως η μητέρα του Vittorio. Δέχτηκε απειλές κατά της ζωής της, όπως και ο Vittorio.
Είχε ορκιστεί όπως ο Vittorio να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Τόσο ως γιατρός που ήτανε όσο και ως δήμαρχος που υπήρξε.
Και αυτός ο όρκος της θα την έφερνε αντιμέτωπη με τους βαρώνους των ναρκωτικών που κυβερνούν το Μεξικό.
Μπροστά σε μια τόσο μεγάλη απειλή η Μαρία, δεν δείλιασε, παρότι είχε τρία παιδιά.
Δε δείλιασε παρότι το 2008 οι εχθροί της είχαν ανοίξει προειδοποιητικά πυρά εναντίον της.
Δε δείλιασε παρότι έναν χρόνο μετά στήσαν ενέδρα σε αυτήν και τον άντρα της.
Δε δείλιασε όταν σε δεύτερη ενέδρα δολοφονήσαν τον άντρα της παρότι αυτή βούτηξε για να τον προστατεύσει με το σώμα της. Μια ακόμη ανθρώπινη ασπίδα.
Δε δείλιασε ούτε όταν της ξαναστήσαν ενέδρα όπου τραυμάτισαν μαζί με αυτή και τον αδερφό της.
Αν ο Vittorio είχε ένα τατουάζ που έγραφε αντίσταση στο μπράτσο του, το όμορφο σώμα της Μαρίας ήταν γεμάτο παράσημα αντίστασης: τρύπες και ουλές τις οποίες και δεν έκρυβε από τον κόσμο.
Ο Ιάκωβος δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο αυτή η όμορφη γυναίκα, αυτός ο άγγελος συνέχιζε: Στη θέση της θα τα μάζευα, θα έπαιρνα τα παιδιά μου και θα έφευγα, σκέφτηκε ο Ιάκωβος. Αλλά η Μαρία ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που είχαν βαθειά την αίσθηση της ευθύνης για τα ανθρώπινα. Το βαθύ είναι της δεν της επέτρεπε να κλείσει τα μάτια στον πόνο των άλλων.
«Δεν είναι δυνατόν να υποκύψω, όταν μεγαλώνω τρία παιδιά στα οποία πρέπει να δώσω το σωστό παράδειγμα και έχω την μνήμη του αδικοχαμένου συζύγου μου και πατέρα των παιδιών μου, εκείνου που με δίδαξε τη αξία των ιδανικών και το πόσο σημαντικό είναι να μάχεσαι για αυτά».
Αυτή ήταν η απάντηση σε όσους παραξενεύονταν με τον ηρωισμό της.
Στις 12 Νοεμβρίου του 2012, εχθροί του ανθρώπου σταμάτησαν το αμάξι τους μπροστά στη Μαρία και την κόρη της. Δύο ένοπλοι βγήκαν από μέσα. Η Μαρία θερμοπαρακαλούσε να μην πάρουν το παιδί της. Συμφώνησε να μπει στο αμάξι τους για να μην πειραχτεί η κόρη της.
Στο περιστατικό υπήρχαν μάρτυρες. Ο μοναδικός ήρωας όμως ανάμεσα τους ήταν η Μαρία. Κανένας δε βρέθηκε να διακινδυνεύσει τη ζωή του για αυτήν που είχε δώσει τα πάντα για να σώσει τους άλλους.
Όπως και ο Vittorio, βασανίστηκε- χειρότερα από το Vittorio. Το σώμα της βρέθηκε πεταμένο μέρες αργότερα, γεμάτο εγκαύματα και χτυπήματα. Το κεφάλι της σπασμένο.
Ο Ιάκωβος, θύμωσε, στεναχωρήθηκε. Ξέχασε όμως να κλάψει. Όπως και με τον Vittorio.
Στη θέση της θα έπαιρνα τα παιδιά μου και θα έφευγα, σκέφτηκε.
Ο Ιάκωβος έβαλε να δει μια ταινία να φύγει η ξινίλα από την ψυχή του. Σύντομα θα ξεχνούσε τη Μαρία. Ο θάνατος της δεν του υπενθύμισε καν το Vittorio παρότι είχαν τόσα κοινά. Η ζωή συνεχίστηκε.
Ούτε για τη Μαρία ούτε για τον Βικ στέφτηκε τη λέξη ήρωας ο Ιάκωβος. Στη θέση τους θα έφευγε. Θα έπαιρνε τα παιδιά του και θα έφευγε για κάπου καλύτερα.
Όντως. Σύντομα ο Ιάκωβος πήρε τα παιδιά του και έφυγε για κάπου καλύτερα. Όχι ότι αντιμετώπιζε καταστάσεις παρόμοιες με τον Βικ ή τη Μαρία. Όχι. Απλά η κρίση τον ζόριζε. Ήθελε κάτι καλύτερο για αυτόν και την οικογένεια του.
Τα πράγματα δεν του ρθαν όπως τα περίμενε. Η δουλειά που βρήκε ήταν κατώτερη των προσδοκιών του. Τα παιδιά αντιμετώπιζαν προβλήματα αποδοχής και ενσωμάτωσης στο σχολείο.
Σύντομα θα ανακάλυπτε ότι ο μεγάλος του γιος, ο Νίκος, είχε μπλέξει με ναρκωτικά. Είχε ερωτευτεί μουσουλμάνα και δεν άντεχε ούτε την απόρριψη την προσωπική, ούτε την απόρριψη των συμμαθητών του προς την αγαπημένη του.
Δε βρέθηκε κανείς να βοηθήσει τον Ιάκωβο που έχανε ένα γιο.
Σύντομα θα ανακάλυπτε ότι μπορεί ο κόσμος να είχε θάψει τον ηρωισμό, χρειαζόταν όμως πάντα τους ήρωες.
Θα καταλάβαινε πως μπορεί τα προβλήματα να κρύβονται και να ξεχνιούνται, δεν μπορείς όμως πάντα να κρύβεσαι από αυτά. Αυτά δε σε ξεχνούν.
Σύντομα θα προσευχόταν και ο ίδιος για έναν ήρωα. Πάντα γεννιούνται ήρωες. Και πάντα αυτοί θα πολεμούν και θα πεθαίνουν για τους άλλους. Δεν ήταν αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα ήταν ότι ο κόσμος είχε συνηθίσει να τιμά και να σέβεται τους δυνάστες του και να ξεχνάει τους ήρωες του.
Για πρώτη φορά ο Ιάκωβος μέσα στην απόγνωσή του έκλαψε. Θυμήθηκε και τον Vik και την Μαρία. Έκλαψε και για αυτούς σίγουρος όπως ήταν πως και αυτοί θα κλέγαν, παρά τα όσα είχαν πέρασει, θα βρίσκαν δάκρυα για αυτόν και το παιδί του.
Μπήκε στο Ίντερνετ και κατέβασε ένα κείμενο του Vittorio.
To παιδί αργούσε ως συνήθως. Όταν γύρισε και βρισκόμενο ακόμη σε έξαψη ο Ιάκωβος δεν το ρώτησε τίποτε. Το αγκάλιασε με ολόκληρο το βλέμμα του. Χωρίς ντροπές. Χωρίς μομφές.
Περίμενε το παιδί να ξαπλώσει. Όταν τελικά ο μικρός κοιμήθηκε είχε πια ξημερώσει.
Ο Ιάκωβος άρχισε να του διαβάζει ένα κείμενο του Vittorio. Να μένουμε πάντα άνθρωποι κατέληξε δακρύζοντας.
Αύριο θα του διάβαζε για τη Μαρία. Ακόμη καλύτερα. Θα έγραφε πρώτα μια ευχαριστήρια επιστολή στην όμορφη νεκρή Μαρία να την ευχαριστήσει για τα όσα είχε ήδη κάνει για το γιό του και για όλα τα παιδιά του κόσμου.
Σηκώθηκε νιώθοντας μια πρωτόγνωρη εσωτερική ενέργεια και θέρμη, σαν να είχε ξαναγίνει έφηβος. Τη βαθειά δύναμη που δίνουν τα παραδείγματα των ηρώων στους απλούς ανθρώπους. Ακόμη και όταν ο θάνατος ενός ήρωα είναι εξευτελιστικός, ο ήρωας δεν πεθαίνει ποτέ παρά μόνο όταν κάποιος τον έχει θάψει βαθειά μέσα του.
Και για τον Ιάκωβο, αυτοί οι άνθρωποι, η Μαρία και ο Βικ και τόσοι άλλοι, ήταν πλέον μέσα του ολοζώντανοι και πανέμορφοι σαν να μην τους είχε βλάψει ποτέ ανθρώπινο χέρι”
Πέτρος Αργυρίου