Ο Άγιος Γεώργιος είναι αδιαμφισβήτητα ο άγιος των Ποντίων.
Οι Πόντιοι, ένας φιλόθρησκος και θεοσεβούμενος λαός, λάτρεψε τόσο πολύ τον Άγιο Γεώργιο, ώστε δεν υπήρχε πόλη και χωριό στον Πόντο, που να μην έχει μία εκκλησία ή ένα παρεκκλήσι του Αγίου.
Έξ’ άλλου πώς θα γινόταν αλλιώς, αφού αυτός γεννήθηκε στον Καππαδοκικό Πόντο το 275 μ.Χ. ‘’ήταν δηλαδή Πόντιος.’’
Ένας από τους λόγους, για τους οποίους ο Άγιος αναδείχθηκε φίλος και προστάτης των Ποντίων, είναι ότι υπήρξε καβαλάρης εμπόλεμος και θα έφθανε αμέσως να τους βοηθήσει σε κάθε τους ανάγκη.
Για τον ίδιο λόγο έγινε ο διαχρονικός φόβος και τρόμος των Τούρκων, που τον πίστεψαν και τον φοβήθηκαν ως τιμωρό για τις πράξεις τους.
Οι Πόντιοι τίμησαν τη μνήμη του και έδωσαν το όνομά του σε χωριά, οικισμούς, βρύσες, βουνά, ποτάμια, μοναστήρια ακόμα και στο μήνα Νοέμβριο ( Αεργίτες ) μήνα κατά τον οποίο έγινε η αποκομιδή των λειψάνων του.
Ιδιαίτερες αναφορές για τον Άγιο γίνονται στη λαογραφία ,ιστορία, ανέκδοτα, παραμύθια, παροιμίες, γνωμικά, αναφορές που θα μπορούσαν να γεμίσουν τις σελίδες ενός βιβλίου.
Το πιο σημαντικό όμως κεφάλαιο για τον Άγιο Γεώργιο( Αέρτς στα ποντιακά)
είναι αυτό του λαϊκού μας τραγουδιού, που εμπεριέχει διάφορες επικλήσεις και αναφορές στο όνομά του.
Για το νανούρισμα:
Η Σωτήρα παίρ’ την Πόλ’, τ’ Αεργή το χαλινάρ.
Έρθεν άγγελος Κυρίου, κ’ εκούξεν ΄΄κυρά Μαρία’’,
Για τον έρωτα:
Αέρ’ ιμ’, ποδεδίζω ‘σε με τ’ άσπρον τ’ αλογόπον,
έπαρ’ και δέβα κρέμ’σω ‘με ‘ς σ’ εγάπς ιμ’ τ’ εγκαλόπον.
Αέρ ιμ’, σύρον το σπαθί σ’ και ποίσο ‘με γιαρτίμ ι,
εσάρεψανε μ’ οι τουσμάν’ θα παίρ’νε το γιαβρίμ ι.
Για τη λεχώνα:
Νύφε, κι αντραδέλφισα, δύος κοιλοπονούνε,
την αντραδέλφισαν κρατούν χίλοι μύροι μαμήδες.
Την νύφεν, την ξενίτσικον, Αέρτς κ’ η Παναϊα.
Για τις ασθένιες:
Τάζ’νε λαμπάδας ‘ς σον Αέρ’ , ελάδ’ ‘ς σην Παναϊαν,
όσον φοούνταν τον Αέρ’ ,τιμούν την Παναϊαν.
Για τον θάνατο:
Από Θεού λαλιάν έρθεν ΄΄ο Γιάννες θ’ αποθάνει’’
-Αγιώρ’ ,Αγιώρ’, εγλήγορε μ’, Αγιώρ’, ανδρειωμένε μ’,
‘ς σον ουρανόν θενα προφτάντς, τον Γιάννεν κι άλλα χρόνια.
Για τον καιρό:
Εξέβεν ο Τρυγομηνάς κ’ εσέβεν Αεργίτες,
τα χιόνια έγκεν κ’ έστρωσεν άμον καλός τεχνίτες.
Για τους Ναυτικούς:
‘Σ σο πρώτον και το λάλεμαν καράβ’ επατουρεύκουτον
κι Αέρτς εκεί επρόφτασεν, Αέρτς εκεί επήεν.
Για την ξενιτιά:
Ο Άγιος – Γεώργιος ατλής και καβαλάρης,
‘ς ση ξενιτίας την πόρταν να έτονε πορτάρης.
Φτερά εδώκε μ’ ο Θεόν κ’ επέταξα και έρθα,
με τ’ αλογόπον τ’ Αεργί και ξάι πα ‘κ’ εφοέθα.
Για τους Τούρκους:
Αέρ’ ιμ’, ζαντ’ Αέρ’ ι μου, όλ’ εσέναν θαμάζ’νε,
εφτάς μεγάλα θάματα κ’ οι Τούρκ’ πα ‘σεν τρομάζ’νε.
Αέρτς πολλά εθύμωσεν και ν ας σοι Τσιτσογλάντας
και έγκεν ‘ς σα κιφάλια τουν ,όλια τα καμονάντας.
Το πιο συγκλονιστικό όμως κείμενο για τον Άγιο Γεώργιο είναι αυτό, που παραδίνει την χριστιανή κόρη στον Τούρκο γαμπρό .
Ένα στοιχείο, που τιμά το λαϊκό τραγούδι και την θεολογία γενικότερα. Χτυπάει τον θρησκευτικό φανατισμό και τον ρατσισμό και δοξάζει τη δύναμη της αγάπης.
Έναν κοράσιον Ρουδιανόν ‘ς σον Άην – Γιώργην πάει.
Μεγάλ’, Αη-Γιώργη μ’, κρύψον ‘με ‘ς σα μάρμαρά σου μέσα.
Κ’ ένας Τούρκος αλλόπιστος ‘ς σον Άη Γιώργην πάει.
Μεγάλ’, Άη Γιώργη δείξον ‘με π’ εκρύφτεν το κοράσιον.
Τότ’ έσκισεν το μάρμαρον κ’ εφάνθεν το κοράσιον.
Τέλος ήταν τόσο μεγάλος ο θαυμασμός, που ένοιωθαν για τον Άγιο Γεώργιο που πίστευαν ότι μαζί με την συνεργία του Αε- Θόδωρου θα μπορούσε να υπερβεί ακόμα και το πανηγύρι της Σουμελά.
Αέρτς και Αε Θόδωρον εποίκαν συντροφίαν
κ’ επάτεσαν τη Σουμελάν, τ’ άνθεν, την Παναϊαν.