Θέλω να καλωσορίσω κι εγώ με τη σειρά μου τον Επίτροπο Barnier στην Αθήνα, έναν πραγματικό Ευρωπαίο, έναν φίλο της Ελλάδας και έναν από τους Επιτρόπους με την πιο δύσκολη δουλειά αυτή τη στιγμή.
Κυρίες και κύριοι, πριν από τρία χρόνια, ξεκίνησε από τις ΗΠΑ μια χρηματοπιστωτική κρίση, που άλλαξε πάρα πολλά πράγματα. Μία κρίση που ξεκίνησε από το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, γρήγορα εξαπλώθηκε στην Ευρώπη και, δυστυχώς, πολύ γρήγορα, πέρασε στην πραγματική οικονομία.
Αυτά τα τρία χρόνια, ζήσαμε μία πολύ μεγάλη ύφεση σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Μεγάλη αύξηση των ποσοστών ανεργίας, καταστροφή οικονομικής δραστηριότητας, μία ύφεση που ήρθε σε διαφορετικούς χρόνους και με διαφορετικό βάθος σε όλες τις χώρες και στη δική μας με μια καθυστέρηση και με αρκετά πιο διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Είναι μία κρίση, η οποία οδήγησε, κατά έναν παράδοξο τρόπο, ταυτόχρονα, και στην πυροδότηση μίας κρίσης δημοσιονομικής και, τελικά, κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, με την ανάφλεξη να προέρχεται από την Ελλάδα. Με τα δικά της προβλήματα, με την δική της ιστορία, με το δικό της ιδιότυπο μείγμα. Μίας κρίσης με χαρακτηριστικά δημοσιονομικά. Μιας κρίσης με χαρακτηριστικά κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας. Και κυρίως, μίας κρίσης αξιοπιστίας σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου κοινό νόμισμα δεν είναι το Ευρώ, είναι η αξιοπιστία και η εμπιστοσύνη. Αξιοπιστία και εμπιστοσύνη που η Ελλάδα έχασε πολύ γρήγορα και, σήμερα, προσπαθεί να ανακτήσει.
Σε αυτή την κρίση, αναδείχθηκαν ανάγλυφα μια σειρά από προβλήματα, τα οποία, για πολύ καιρό, θέλαμε συνολικά στην Ευρώπη, αλλά και ευρύτερα, να κάνουμε πως δεν βλέπουμε: έναν χρηματοπιστωτικό τομέα εκτός ελέγχου, όπου κυριαρχεί απόλυτα η λογική της αγοράς, η λογική των μετόχων, η λογική των συντελεστών της αγοράς με όλο και πιο ευέλικτα και πολύπλοκα εργαλεία, τα οποία η κοινή γνώμη, αλλά και οι πολιτικές ηγεσίες, δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν και, δυστυχώς, φάνηκε εκ των υστέρων, δεν μπορούσαν και να ρυθμίσουν.
Η κρίση, ταυτόχρονα, έδειξε και στην Ευρώπη την θεσμική της δυσλειτουργικότητα. Το γεγονός ότι είχαμε φτιάξει ένα αρχιτεκτονικό οικονομικό και συστημικό οικοδόμημα, που φάνηκε στην πρώτη σημαντική κρίση, ήταν απολύτως ανεπαρκές, για να μπορέσει να την αντιμετωπίσει. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η κρίση ανέδειξε και τις κρυφές δυνάμεις της Ευρώπης. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι παρότι έχουμε κράτη με πολύ διαφορετικές κυβερνήσεις, πολύ διαφορετικών ιδεολογικών πεποιθήσεων, με πολύ διαφορετικές ημερομηνίες εκλογικού κύκλου, με καθυστέρηση πολλές φορές στην αντίδραση, παρ’ όλα αυτά, είμαστε μια ευρωπαϊκή ζώνη που είναι διατεθειμένη να προστατεύσει τον εαυτό της.
Η Ευρωζώνη είναι διατεθειμένη να προστατεύσει το οικοδόμημα που έστησε όλον αυτό τον καιρό και να σκεφτεί πώς να το ανανεώσει αρκετά εν τέλει καινοτόμα μέσα στην κρίση και παίρνοντας αφορμή από την κρίση.
Όμως, αν θέλει κάποιος να απαντήσει με ειλικρίνεια στο ερώτημα που τίθεται στην εκδήλωση αυτή, αν δηλαδή έχουμε πράγματι αντλήσει όλα τα διδάγματα από την κρίση, η απάντηση θα είναι μεικτή. Δεν θα ήταν ένα σίγουρο «ναι», δεν θα ήταν ένα «όχι». Θα ήταν ότι έχουμε αρχίσει να ανακαλύπτουμε και να συζητάμε, τα ζητήματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Έχουμε κάνει σημαντικά βήματα, αλλά έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας.
Προτού αναφερθώ στην ευρωπαϊκή απάντηση, θέλω να ξεκινήσω από τη δική μας χώρα και τη δική μας περίπτωση. Βρεθήκαμε στο μάτι του κυκλώνα. Μια χώρα απολύτως απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει βίαιες αλλαγές, μια χώρα που είχε συνηθίσει σ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, οικονομίας, συμπεριφοράς, και η οποία νόμιζε ότι, αν δεν έκανε απολύτως τίποτα και τα πράγματα τα άφηνε στον αυτόματο πιλότο, θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί μέσα σε μια Ευρώπη, που ήταν φανερό ότι γινόταν όλο και πιο ανταγωνιστική και όλο και πιο απαιτητική από τα κράτη μέλη.
Έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε με μια νέα κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 2009, η οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει, ίσως, το πιο πολύπλοκο και αντίξοο σύστημα δυσμενών συνθηκών, που έχει ποτέ αντιμετωπίσει κυβέρνηση σε αυτή τη χώρα: την δημοσιονομική κρίση, αλλά και μια κρίση ελλείμματος και χρέους, η οποία γινόταν κάθε μέρα όλο και πιο αισθητή, με ένα παράθυρο ελάχιστου χρόνου, το οποίο έκλεινε όσο γρήγορα έτρεχε η κυβέρνηση, για να προλάβει τις εξελίξεις. Είχε ακόμα να αντιμετωπίσει μια πρωτοφανή κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας –ακόμα και αν δεν θέλει κάποιος να εξισώσει – και δεν πρέπει να εξισώσει – την ανταγωνιστικότητα με το κόστος. Αν κάποιος δει τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε το κόστος παραγωγής στη χώρα μας, σε σχέση με αυτό των βασικών μας ανταγωνιστών στην ευρωπαϊκή αγορά, είναι πραγματικά σοκαριστικό. Και όπως είπα και πριν, είχε να αντιμετωπίσει την απόλυτη απαξία από τους εταίρους μας, οι οποίοι, κάποια στιγμή, αποφάσισαν πως η υπογραφή της Ελληνικής Δημοκρατίας, το χαρτί πάνω στο οποίο είναι τυπωμένη, οι δεσμεύσεις των Ελλήνων πολιτικών ηγετών, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, είναι όλα απολύτως άκυρα και ότι ο Ελληνικός λαός δεν θέλει να δει την πραγματικότητα μπροστά του.
Από εκείνη την στιγμή μέχρι σήμερα, έχει περάσει λίγος χρόνος, αλλά τόσο πυκνός που νομίζω πολλοί από μας, όταν κοιτάμε πίσω μας, δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι βρισκόμαστε εδώ που είμαστε σήμερα και ότι έχουν γίνει όλα αυτά που έχουν γίνει. Έχουμε περάσει και συνεχίζουμε να περνάμε δια πυρός και σιδήρου, εφαρμόζοντας – προσπαθούμε με συνέπεια – ένα εξαιρετικά δύσκολο οικονομικό πρόγραμμα, με το οποίο έχουν ζητηθεί και συνεχίζουν να ζητούνται πρωτοφανείς θυσίες από τους Έλληνες πολίτες. Ένα πρόγραμμα που έχουμε πει επανειλημμένα ότι δεν εξαντλείται στην ανάγκη ταχύτατης, συχνά βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής. Αλλά το πρόγραμμα στο επίκεντρό του έχει κυρίως το είδος των διαρθρωτικών αλλαγών, για τις οποίες εμείς μιλάμε χρόνια τώρα, τις πολεμάμε χρόνια τώρα. Είναι πράγματι ένα πρόγραμμα που έχει περάσει μέσα από περικοπές μισθών, περικοπές συντάξεων, αυξήσεις φόρων, αυξήσεις Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και άρα, μείωση της αγοραστικής δύναμης, πολύ δύσκολη κατάσταση για την ελληνική οικογένεια και την ελληνική επιχείρηση.
Αλλά, τώρα, ήρθε η στιγμή να αποδείξουμε, αν είμαστε πράγματι συνεπείς σε αυτά που πιστεύαμε, που λέγαμε και λέμε. Μέσα από αυτή τη δυσκολία φάνηκε ότι υπάρχει η δυνατότητα να αλλάξουμε μια κατάσταση και έναν ρου δημοσιονομικό, στον οποίο η χώρα είχε μπει για πάρα πολύ καιρό. Καταφέραμε αυτό που πολλοί θεωρούσαν απολύτως ακατόρθωτο. Μέσα σε ένα χρόνο, έγινε η μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί όχι μόνο στη χώρα μας, όχι μόνο το 2010 σε όλη την Ευρώπη, αλλά ποτέ στην Ευρώπη, από μια χώρα που επιθυμεί μια παρόμοια δημοσιονομική προσαρμογή. Μια προσαρμογή της τάξης των έξι ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ μείωσης του ελλείμματος. Δεν έχει ξαναγίνει ποτέ.
Όμως, αυτό είναι μόνο το πρώτο βήμα. Και, δυστυχώς, όσο επίπονο και αν ήταν, δεν είναι το τέλος του δρόμου. Παραλάβαμε ένα έλλειμμα 36 δισ. ευρώ, το κατεβάσαμε στα 22 δισ., όμως, δυστυχώς, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η χώρα μας, σήμερα, παράγει, αν δεν κάνουμε τίποτα, κάθε χρόνο, 22 δισ. ευρώ περισσότερα από τα έσοδα από τη φορολογία.
Αυτό, λοιπόν, το έλλειμμα έχουμε να αντιμετωπίσουμε και να μειώσουμε σταδιακά, όχι απλώς για να ικανοποιήσουμε το κριτήριο του 3% που άφησε, αλλά πολύ περισσότερο, για να ελέγξουμε το μεγαλύτερο πρόβλημά μας, που είναι το πρωτοφανές δημόσιο χρέος, το οποίο θα ξεπεράσει το 150% του ΑΕΠ, προτού αρχίσει να αποκλιμακώνεται. Για τη μείωση αυτού του χρέους, δεν υπάρχουν ούτε μαγικές συνταγές, ούτε άσοι στο μανίκι. Εξαρτάται από το αν, χρόνο με το χρόνο, έχουμε καταφέρει να περιορίσουμε τις δαπάνες, να αυξήσουμε τα έσοδά μας και κυρίως να πυροδοτήσουμε ένα αναπτυξιακό κύκλο, που να δημιουργήσει τις προοπτικές νέων θέσεων εργασίας, επενδύσεων και, άρα, βιώσιμης ανάπτυξης στα επόμενα χρόνια.
Και, εδώ, έρχονται όλες οι αλλαγές, που είναι ο κορμός του προγράμματος και τις οποίες εφαρμόζουμε. Όχι μόνο οι δημοσιονομικές αλλαγές, οι αλλαγές στον τρόπο κατάρτισης και εκτέλεσης προϋπολογισμού, οι αλλαγές στο φορολογικό σύστημα αλλά κι οι βαθύτατες τομές που ξεκινήσαμε και συνεχίζουμε. Το γεγονός ότι καταφέραμε, σε ελάχιστους μήνες, να αλλάξουμε και να δημιουργήσουμε ένα ασφαλιστικό σύστημα, στο οποίο δώσαμε δεκαετίες πνοής. Ότι μέσα από δυσκολίες, καταφέραμε αλλαγές στο εργασιακό πλαίσιο, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα να ανακτηθεί ένα μέρος της χαμένης ανταγωνιστικότητας.
Και την επόμενη εβδομάδα, μια πολύ μεγάλη παρέμβαση θα έρθει και στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Είναι στην καρδιά της ατζέντας της εσωτερικής αγοράς και είναι μια πραγματική επανάσταση, η οποία θα ξαναφέρει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα επαγγέλματα στη χώρα μας πιο κοντά στη συνταγματική επιταγή της ελευθερίας στην επαγγελματική δραστηριότητα, από την οποία φύγαμε με τη συσσώρευση μίας σειράς ρυθμίσεων που λίγο έχουν να κάνουν με το δημόσιο συμφέρον και πολύ περισσότερο με την προστασία ιδιοτελών ή άλλων συντεχνιακών συμφερόντων. Ο νόμος τον οποίο θα φέρουμε στη Βουλή έχει μια οριζόντια ρύθμιση, με την οποία αίρονται όλες οι σημερινές στρεβλώσεις και ρυθμίσεις σε όλα τα επαγγέλματα. Επαναφέρουμε ως βασική αρχή την ελευθερία της επαγγελματικής δραστηριότητα και τις νέες ρυθμίσεις, που αφορούν σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, τα οποία αναφέρονται και στο Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής.
Παρόμοιου είδους παρεμβάσεις δημιουργούν συγκρούσεις. Παρόμοιου είδους παρεμβάσεις βάζουν πολλές φορές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες τη μία απέναντι στην άλλη. Μια από τις δυσκολίες – πληροφορώ και τον Επίτροπο – που είχε πολύς κόσμος για να έρθει εδώ σήμερα, έχει να κάνει ακριβώς με κάποιες από αυτές τις συγκρούσεις, τις οποίες είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε, αν θέλουμε να μειώσουμε τα ελλείμματα των δημοσίων επιχειρήσεων, είναι οι δημόσιες συγκοινωνίες, που θέλουμε να προσφέρουν υπηρεσίες στους πολίτες και να μην παράγουν πρωτοφανή και δυσβάσταχτα ελλείμματα για τον Έλληνα φορολογούμενο.
Παρόμοιες παρεμβάσεις χτίσουν μια διαφορετική οικονομία. Χτίζουν ένα διαφορετικό κράτος που είναι πιο κοντά στον πολίτη και χτίζουν μια άλλη νοοτροπία δημοσίου συμφέροντος. Πιστεύω ότι η κυβέρνηση έχει αποδείξει, τους τελευταίους μήνες, ότι κινείται με αυτό το μοναδικό γνώμονα, χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος. Χωρίς να υπολογίζει με ποιον θα συγκρουστεί, αλλά έχοντας ως μοναδικό γνώμονα το γεγονός ότι – όπως είχε πριν από μερικούς μήνες – δεν είναι καθόλου προοδευτικό ν’ αφήσεις τη χώρα σου να χρεοκοπήσει. Αντίθετα είναι προοδευτικό, σήμερα, να αίρεις στρεβλώσεις, έτσι ώστε να μπορούν νέοι επαγγελματίες να μπουν στην αγορά, έτσι ώστε να μπορούν Έλληνες πολίτες να εξυπηρετούνται καλύτερα, έτσι ώστε να μπορούν οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν τις δημιουργικές τους τάσεις σε μια ελεύθερη οικονομία, η οποία προστατεύει τα δημόσια αγαθά και προστατεύει την κοινωνική συνοχή.
Η Ελλάδα λοιπόν, έχει, αναλάβει τις υποχρεώσεις της. Και λέω η Ελλάδα, γιατί αυτό το οποίο επιχειρείται σήμερα δεν έχει να κάνει με την κυβέρνηση, η οποία έχει την εντολή να προχωρήσει. Έχει, πάνω απ’ όλα, να κάνει με έναν λαό, ο οποίος αντιλαμβάνεται πάρα πολύ καλά πού βρίσκεται η χώρα. Και γι’ αυτό δείχνει την ανοχή του σήμερα, παρά τις δυσκολίες τις οποίες περνάει. Γι’ αυτό ακολουθεί μια κυβέρνηση, η οποία κλήθηκε να κάνει πράγματα, τα οποία δεν φανταζόταν ούτε στα χειρότερα όνειρά της, στους χειρότερους εφιάλτες της, ότι θα έπρεπε να κάνει.
Όμως, η προσπάθεια η οποία γίνεται, για να πετύχει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, εξαρτάται από δυνάμεις που είναι και πέρα από εμάς. Εμείς θα κάνουμε αυτό που πρέπει. Αλλά για να πετύχει η ελληνική προσπάθεια, θα πρέπει να λυθούν μια σειρά από ευρύτερα ζητήματα, μια σειρά από ζητήματα που αφορούν στην αρχιτεκτονική της Ευρώπης, ζητήματα που βρέθηκαν ξαφνικά στην επιφάνεια με αφορμή το ελληνικό πρόβλημα. Αυτές τις μέρες, ξέρετε, υπάρχει μια εξαιρετικά έντονη, δημιουργική, θέλω να πιστεύω, συζήτηση, που γίνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στα Συμβούλια Υπουργών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για να δούμε πώς θα μπορέσουμε να περάσουμε από μια πυροσβεστική προσέγγιση των πραγμάτων, σε νέους κανόνες, για μια Ευρώπη που θα είναι πιο ενωμένη, που θα πιστεύει περισσότερο σε μια κοινή οικονομική πολιτική, αντιλαμβανόμενη βεβαίως ότι η αφετηρία και τα όρια διαφόρων κυβερνήσεων και χωρών είναι διαφορετικά.
Μπορεί κάποιος να δει την εξέλιξη των τελευταίων εβδομάδων, όπως την βλέπουν όλοι οι πολίτες, που είναι μια μεγάλη ανησυχία και να αναρωτηθεί, αν πράγματι, θα παρθούν αυτές οι αποφάσεις. Αν δει κάποιος το πρόσφατο παρελθόν, θα έχει μια, επαναλαμβάνω όπως είπα και στην αρχή, πολύ ανάμεικτη εικόνα. Γιατί οι αποφάσεις πάρθηκαν. Πάρθηκαν, όμως, με καθυστέρηση και δεν κάναμε τα αναγκαία βήματα γρήγορα. Αν μου επιτρέπετε την έκφραση, θα έλεγα ότι οι μέρες αυτές είναι «γκαστρωμένες». Αλλά από αυτή τη διαδικασία, πιστεύω ότι η Ευρώπη θα βγει πιο δυνατή, γιατί η συζήτηση η οποία γίνεται τώρα εδράζεται σε τρεις συζητήσεις. Είναι μία συζήτηση για το δημοσιονομικό πλαίσιο, για το πώς κάποιος βάζει κανόνες, οι οποίοι εμποδίζουν να δημιουργηθούν το είδος των ελλειμμάτων και η συσσώρευση του χρέους που είδαμε σε πολλές χώρες, ταυτόχρονα, βάζοντας κανόνες που βοηθηθούν χώρες, όταν βρεθούν σε δυσκολία.
Η ισορροπία αυτή είναι δύσκολη. Στην ισορροπία αυτή, πολλές φορές, ο δημόσιος διάλογος ξεπερνάει τα όρια. Δυστυχώς, σε πολλές χώρες ο διάλογος που γίνεται μεταξύ της κοινής γνώμης, των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των κυβερνήσεων, ξεπερνάει αυτό που θα θέλαμε σε μια Ευρώπη, που, πιστεύει στη συνοχή και στην κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων. Όμως βήμα-βήμα, καταλήγουμε κάπου. Καταλήγουμε – και πιστεύω ότι θα καταλήξουμε τις επόμενες εβδομάδες – σε μείζονες αποφάσεις που θα αλλάξουν μια για πάντα αυτό τον τρόπο οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρώπης.
Αυτή είναι μόνο μία από τις συζητήσεις που πρέπει να γίνουν. Η δεύτερη συζήτηση, που γίνεται παράλληλα, είναι αυτή της ανάπτυξης, των αναπτυξιακών εργαλείων, που λέει ότι μια Ευρώπη η οποία απλώς αυτοπεριορίζεται και φροντίζει, ώστε να μην έχει μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη, δεν απαντά στο μείζον πρόβλημα. Και το μείζον πρόβλημα σήμερα είναι η ανάπτυξη. Είναι η βιώσιμη ανάπτυξη, η ανάπτυξη σε σωστές βάσεις, αλλά είναι τα σωστά αναπτυξιακά εργαλεία. Και αυτή θα είναι η συζήτηση, όπως εκφράζεται μέσα από διάφορες πρωτοβουλίες, όπως το «20-20», η συζήτηση για το ρόλο των ευρωομολόγων, που δεν μπορεί να αποκοπεί από την πρώτη.
Και σίγουρα, αυτές οι δυο συζητήσεις δε μπορούν ν’ αποκοπούν από την Τρίτη, στην οποία αναφέρθηκε και ο Επίτροπος. Τη συζήτηση γύρω από το τί είδους χρηματοπιστωτικό σύστημα θέλουμε πώς θα το ρυθμίσουμε τα επόμενα χρόνια. Γιατί, τελικά, η αρχή του κακού ήταν ακριβώς το γεγονός ότι αφήσαμε ένα σύστημα χωρίς καμία ρύθμιση ή νομίζαμε ότι, εν πάση περιπτώσει, έχουμε αρκετούς κανόνες, για να μπορέσει από μόνο του να ισορροπήσει και να παράξει επενδύσεις για την πραγματική οικονομία.
Στην τρίτη αυτή συζήτηση, θα ήθελα ν’ αναφερθώ εντελώς επιγραμματικά σε δυο ζητήματα. Το πρώτο έχει να κάνει με όλα αυτά τα περίφημα εργαλεία, όπως τα ασφάλιστρα κινδύνου, τα credit default swaps κ.λπ.. Δεν θα ισχυριστώ ότι αυτά δημιούργησαν την κρίση. Όμως νομίζω πως όποιος δεν βλέπει ότι αυτά έκαναν την κρίση χειρότερη και σήμερα είναι εμπόδιο στο να την ξεπεράσουμε σ’ ένα μεγάλο βαθμό, φοβούμαι ότι δεν αντιμετωπίζει την πραγματικότητα.
Χαίρομαι ιδιαίτερα που ο Επίτροπος και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν κάνει θαρραλέα βήματα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Εγώ θα ήθελα να τους ενθαρρύνω να κάνουν ακόμη περισσότερα. Γιατί η λογική, να αγοράσεις ασφάλεια στο σπίτι του γείτονα και στη συνέχεια να του βάλεις φωτιά, είναι αντίστοιχη με τη λογική, να έχεις ταυτόχρονα κι ένα πυροσβεστικό από δίπλα. Δεν λύνεται κανένα απολύτως πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι να περιορίσουμε την χρήση παρόμοιων εργαλείων, γιατί δεν δημιουργούν πραγματική ρευστότητα στην οικονομία, αλλά δημιουργούν απλώς ρευστότητα και κέρδη γι’ αυτούς που τα χρησιμοποιούν.
Το δεύτερο ζήτημα, είναι ο ρόλος των οίκων αξιολόγησης. Η Ελλάδα βρίσκεται στην εξής παράδοξη θέση. Αξιολογούμαστε κάθε τρεις μήνες από τους τρεις μεγαλύτερους οργανισμούς του κόσμου, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τους τρεις Οργανισμούς με τη μεγαλύτερη δυνατότητα ανάλυσης της προόδου των οικονομιών, δημοσιονομικής η πραγματική διαρθρωτικής προόδου. Αξιολογούμαστε θετικά. Μπορεί να μας λένε «κάντε λίγο πιο γρήγορα εδώ, λίγο διαφορετικά εκεί», όμως η αξιολόγηση κάθε τρίμηνο είναι θετική. Και ως αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης, είναι η εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου των 110 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, αξιολογούμαστε από τους οίκους αξιολόγησης. Και ως δια μαγείας, αυτή η αξιολόγηση των οίκων αξιολόγησης, καμιά φορά, έχει μεγαλύτερη δύναμη, μεγαλύτερη ισχύ, μεγαλύτερο βάρος από την αξιολόγηση αυτών των οργανισμών. Αυτό είναι προφανές ότι δεν έχει καμία απολύτως λογική και δεν μπορεί να συνεχιστεί. Και πρέπει να βρούμε τρόπους – και χαίρομαι που έχει ανοίξει αυτή η συζήτηση – για το πώς θα ισορροπήσουν και πάλι τα πράγματα. Χωρίς να ακυρώνουμε το ρόλο των οίκων αξιολόγησης, αλλά βάζοντας τις σωστές ισορροπίες, για να έχει ο καθένας το ρόλο του μέσα σ’ ένα σύστημα, που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο.
Ειδικά δε, όταν παρόμοιοι οίκοι αξιολόγησης, αξιολογούν τη χώρα όχι σε βάση των αποφάσεων και της προόδου που κάνει, αλλά σε βάση δυνητικών προβλημάτων που ευρωπαϊκές αποφάσεις, μετά από κάποια χρόνια, μπορεί να δημιουργήσουν το ρίσκο της επενδύσεως στη χώρα. Είναι προφανές ότι χρειαζόμαστε αυτό το νέο ρυθμιστικό οικοδόμημα και κινούμαστε σ’ αυτή την κατεύθυνση με τις πρωτοβουλίες που παίρνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ελπίζω, με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Κυρίες και κύριοι, ολοκληρώνω λέγοντας το αυτονόητο. Είμαστε σε μια εξαιρετικά κρίσιμη καμπή για τη χώρα, αλλά και ευρύτερα για τη ζώνη στην οποία έχουμε επιλέξει να συμμετέχουμε ως πλήρη μέλη, περήφανα για τη διπλή μας ταυτότητα, ως Έλληνες και ως Ευρωπαίοι.
Περάσαμε μια περίοδο, κατά την οποία χάσαμε ερείσματα, χάσαμε εμπιστοσύνη, χάσαμε αξιοπιστία. Εμείς που ήμαστε από τους πρώτους φανατικούς Ευρωπαίους, που πιστέψαμε βαθύτατα στην ευρωπαϊκή ιδέα, που όλες οι κυβερνήσεις θέλησαν να την προωθήσουνε με προτάσεις, για να μπορέσουμε, αυτή η ευρωπαϊκή ένωση να είναι όλο και πιο στενή, όλο και πιο ουσιαστική. Θέλω να πιστεύω ότι, μέσα από την κρίση των τελευταίων μηνών, φάνηκαν ταυτόχρονα τόσο οι αδυναμίες αλλά και οι δυνατότητες που έχουμε, και στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ότι οι αποφάσεις των επόμενων εβδομάδων και μηνών θα αλλάξουν το πλαίσιο και θα πάμε σε μια ευρωπαϊκή οικονομία πιο ανταγωνιστική, πιο σίγουρη για τον εαυτό της, με μεγαλύτερη συνοχή και μια δυνατή Ελλάδα που δίνει δουλειές, επενδύσεις και πλούτο στους πολίτες της.
Σας ευχαριστώ πολύ.
































