Δεν είναι μόνο οι bloggers που γράφουν παρά και οι μη bloggers. Αυτοί που εισέρχονται, άλλοτε εισχωρούν και κάποτε εισβάλλουν σε ένα ξένο σύμπαν. Άλλοι νιώθουν άνετα ως φιλοξενούμενοι σε έναν οικείο τόπο. Αγαπητικά ως αναγνώστες όπου παραμυθούνται είτε με σκέψεις είτε με μουσικές είτε με εικόνες. Ανοίγουν -ανοίγουμε- όλοι το δικό μας σύμπαν. Επιλεκτικά πάντα. Εισερχόμαστε εκεί όπου θέλουμε, εκεί όπου έχουμε ανάγκη, εκεί όπου νιώθουμε ότι θα πάρουμε κάτι και δε θα καταστρέψουμε το χρόνο μας, τη διάθεσή μας, τη μέρα ή τη στιγμή. Διαλέγουμε και μπαίνουμε.
Άλλοτε τυχαία και συμπτωματικά, ψάχνοντας συνήθως κάτι άλλο, περιηγούμαστε σε έναν ανοίκειο κόσμο, που είτε μας ενθουσιάζει και το προσθέτουμε στους αγαπημένους προορισμούς είτε μας δυσανασχετεί, μας θυμώνει, και κοιτάμε γρήγορα-γρήγορα να απομακρυνθούμε. Κάποτε, με το πέρασμα του καιρού, blogs/ιστολόγια που τα είχαμε περί πολλού, τα απορρίπτουμε, όταν συνειδητοποιήσουμε το κούφιο του πράγματος, το επίπλαστο πολιτιστικό πρόσωπο, τον «φωταδισμό» που προβάλλει. Όταν με λίγα λόγια δε μας αναπαύει.
Ως blogger γράφεις, δηλ. ξεφορτώνεις ό,τι ανάγκη έχεις να αποβάλλεις, ό,τι σε προβληματίζει, ό,τι αγάπησες και θέλεις και άλλοι να το κοινωνήσουν, ό,τι με λίγα λόγια κρατήθηκε στη σκέψη σου τη μέρα ή τη νύχτα. Η γραφή έχει πολλές όψεις. Και προσωπεία οπωσδήποτε. Γράφεις και εξομολογείσαι, εξομολογείσαι και γράφεις, εθελουσίως εκτίθεσαι και αναποδράστως. Δεν είσαι υποχρεωμένος, εννοείται. Έχει να κάνει κάποτε με το χρέος που σε πνίγει και τη διαφορετική μορφή που κάθε φορά παίρνει. Άλλοτε ενδύεται την οργή και άλλοτε την ελπίδα. Έχει να κάνει με τη συμμετοχή σε ό,τι συμβαίνει μέσα σου και γύρω σου, με την ανάγκη να το εκτινάξεις, δηλ. να το μοιραστείς.
Γράφεις κυριολεκτικά μονολογώντας. Ο καθένας, όπως επιλέγει βιβλίο για να διαβάσει, έτσι επιλέγει και blog και πατάει enter. Και εισέρχεται. Όμως, αυτός που γράφει, αγνοεί την είσοδο των επισκεπτών του. Και την έξοδο αγνοεί. Όπως αγνοεί και τους όποιους έντυπους αναγνώστες. Η ανάγνωση, είτε ηλεκτρονική είτε μονήρης και παραδοσιακή, έχει να κάνει με την άγνοια του αποδέκτη. Την ελπίζει, όμως κατ’ ουσίαν την αγνοεί. Και από την άλλη, δεν ξέρει σε τι μάτια εκτίθεται, φιλικά ή εχθρικά. Προχωρά, όμως, εντός τούτου του ναρκοθετημένου πεδίου συνειδητά. Ίσως, όμως, και να ίπταται εντός τούτου του χαρακώματος και έτσι, δεν έχει να κάνει, προχωρά αλώβητος. Ο Θεός των blogs ή της γραφής τον προστατεύει. Έχεις την αφέλεια να το πιστεύεις, την αφέλεια της Ψυχής του Απουλήιου, που δυστυχώς δεν έμαθε να φυλά τον εαυτό της, παρά οι θεοί τη λυπούνται πάλιν και πολλάκις και τη σκέπουν, γιατί άλλο δρόμο από τη σταλαγματιά του καλού δε γνώρισε και αυτόν ακολουθεί και αυτόν μέσα στους άλλους αναζητά. Γιατί η ανεύρεση του σπηλαίου, όπου απεκρύβη ο σταλακτίτης της ψυχής του Άλλου είναι η μόνη μας ελπίδα. Και με αυτή την ελπίδα ζει κανείς σήμερα. Την ελπίδα των ανθρώπων και την ελπίδα του Θεού. Ωστόσο, η πρώτη σκοντάφτει συχνά, οι άνθρωποι σκληραίνουν, πορεύονται με δύσκαμπτες παρωπίδες και προσωπεία, οι άνθρωποι αρνούνται να αφεθούν στη θεϊκή ουσία τους. Έτσι, ο σταλακτίτης της ψυχής τους θάβεται και κρύβεται για πάντα και απομένεις δίχως την ελπίδα της προσμονής του, της απλής “καλημέρας” που θα σε σταματήσει στο δρόμο μ’ ένα χαμόγελο, αυτό το ανθρώπινο “λύσιμο” ψυχών και σωμάτων, που θα λιώσει τα άλιωτα χιόνια της ψυχής των ανθρώπων και θα κάνει την καθημερινή τους ζωή όχι μόνο βιώσιμη, παρά να’ χει χαρά. Διατηρείς την αφέλεια της Ψυχής του Απουλήιου, που πέφτει, με δυσκολία σηκώνεται, μα και έπειτα, ανεπίδεκτη μαθήσεως ή αδύνατον να σκληρύνει κατά πώς πρέπει, ματωμένη τον ίδιο δρόμο πάλι παίρνει. Διατηρείς την Αγάπη της Απόκρεω, έτσι όπως καιρό πολύ πριν τη διάβασες σε ένα άλλο ιστολόγιο και τη μνήμη της διαφυλάσσεις και σ’ αυτήν προστρέχεις, όποτε αναδύεται ανάγκη:
«Aν o Θεός αγαπάει κάθε άνθρωπο είναι ακριβώς γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα μοναδικό θησαυρό, την «ψυχή» ή το «πρόσωπο», πού έδωσε στον κάθε άνθρωπο.
H χριστιανική αγάπη λοιπόν είναι η συμμετοχή σ’ αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης. Δεν υπάρχει «απρόσωπη» αγάπη γιατί αγάπη είναι η υπέροχη ανακάλυψη του «προσώπου» στον «άνθρωπο», η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μέσα στο σύνολο γενικά. Είναι η ανακάλυψη σε κάθε άνθρωπο αυτού που τον κάνει «αξιαγάπητο» και που είναι δοσμένο από το Θεό.
Είναι η «δυνατή αδυνατότητα» να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν «είναι αυτός, και τον οποίο ό Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιο Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές• να τον φέρει κοντά μου όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» ή για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό».
http://xoirovoskos.blogspot.com/
Λόγια που σταλάζουν την ειλικρίνεια της γραφής και της ψυχής αυτού που γράφει. Τον αγνοώ, όμως ίσως δεν μπορεί παρά να είναι έτσι. Θυμάμαι την αφιερωματική προμετωπίδα στον “Ερωτευμένο Πολωνό” της Μάρως Βαμβουνάκη, ένα βιβλίο που φυγάδευσα από την προθήκη του οικείου μου βιβλιοπωλείου, έτσι για μια στάση απέναντι σε όλα τα άλλα και που με αποζημίωσε κατά πολύ περισσότερο, καθώς ανασταίνει συνειδητά την ελπίδα και τελειώνει μ’ αυτήν:
«Σ’ εκείνον που λέει: “Όταν πεθάνω όμως εγώ, εσύ, στον κόσμο μόνο εσύ, θα ξέρεις ποιος ήμουν»
Κάποτε, λοιπόν, διαπιστώνεις ότι έχεις αναγνώστες. Με την «προσθήκη σχολίου». Αιφνίδια εισβάλλουν και σε σταματούν προσώρας από το μονόλογο. Παρεμβάσεις ανθρώπων αγνώστων, που με κάποιους εν τέλει γνωρίζεσαι, έστω και διαδικτυακά. Όλες οι παρεμβάσεις καλοδεχούμενες, λες. Και οι επικριτικές και οι άλλες. Έτοιμοι για όλα, λες. Και έτσι, σιγά-σιγά, δεν έχει να κάνει με το αν αντέχεις -συνηθίζεις.
Ωστόσο, αφορμή για τούτο το κείμενο, που εδώ και καιρό με κοιτά και το κοιτώ, στάθηκε η εισβολή τυχάρπαστων περιπατητών, που διατήρησαν την ατολμία της ανωνυμίας, εισβάλλοντας σε ένα άξενο γι’ αυτούς σύμπαν, λοιδορώντας τον κατά κάποιο τρόπο νοικοκύρη, παίζοντας το συνηθισμένο κρυφτούλι των φελλών, αυτών που αναζητούν ύπαρξη -έστω και ανώνυμη-, αρκεί να αναρτηθεί κάπου ο λόγος τους, αρκεί να εκτοξεύσουν και να αναρτήσουν το ξερολίστικο κενό τους, αρκεί να προσβάλουν, σαφώς δίχως να φανερωθούν, παρά να στέκουν και να χασκογελούν ως χανούμισσες που νάζια κάνουν πίσω απ’ το φερετζέ τους (για να εξηγούμαι, δεν έχω τίποτα με τις χανούμισσες, με το φερετζέ έχω).
Λειτουργούν όπως οι ένοπλοι απέναντι σε άοπλους, λειτουργούν όπως οι θρασύδειλες συμμορίες ανά την υφήλιο, ψευτοπαλικαράδες ή παλικάρια της φακής. Αφήνουν, λοιπόν, το στίγμα τους, αφήνουν το λεκέ τους και την κάνουν, κομπάζοντας ότι κάτι πέτυχαν. Όμως η θρασυδειλία, όπως και η ανωνυμία, συνιστά μαλακία. Κανονικά και δίχως περιστροφές λόγου.
Γράφεις, λοιπόν, και κρίνεσαι. Καλώς. Λόγια αναρτάς στο διαδίκτυο, όπως και πολλοί άλλοι. Σκέψεις και συναισθήματα. Βιώματα και βιώματα αναγνώσεων. Κυρίως τα δεύτερα. Έρχεται η ώρα να κριθείς. Και δεν κρίνεσαι για το δάσος που ανήρτησες, παρά για ένα μονάχα δέντρο. Για την ακρίβεια, για ένα κλαρί. Για μια ακόμα φορά αναδεικνύεται περίτρανα πως ο καθείς πνίγεται μες σε μια κουταλιά νερό. Για την ακρίβεια, μες στη δική του κουταλιά νερό. Αδυνατώντας να δει παραπέρα. Μιλάς για τη ζωή κι αυτοί κοιτάζουν τα χαλίκια. Έστω. Ο καθένας ό,τι μπορεί κοιτά ή κάνει. Είναι όμως το παράπονό μου.
Επανέρχομαι στα blogs και στους ανώνυμες καταχραστές των σχολίων. Η είσοδος είναι ελεύθερη, όπως ελεύθερη είναι και η αγορά μιας εφημερίδας που διαβάζεις. Την επιλέγεις και την αγοράζεις. Αν δε σου κάνει, αγοράζεις άλλη ή καμία. Έτσι έχουν τα πράματα. Έτσι και στα blogs. Ανοίγεις ένα blog και διαβάζεις. Αν δε σου αρέσει, πας παρακάτω. Όμως, εδώ, υπάρχει ένα πλεονέκτημα. Μπορείς να αφήσεις σχόλιο ελεύθερα ή κάποτε υπό όρους. Μέγα δημοκρατικό πλεονέκτημα. Πλην των καταχρήσεών του. Γιατί, όπως και σε όλες τις δημοκρατίες, υπάρχουν οι καταχρήσεις. Έτσι και στα σχόλια. Καταχραστές, λοιπόν, της δημοκρατίας και ελευθερίας των blogs είναι η ανωνυμία, δηλ. το ανώνυμο προφίλ που επιλέγει κανείς, προκειμένου να λειτουργήσει κακοπροαίρετα. Να εκτοξεύσει τον οχετό του ή την όποια κρίση του με το καλά μασκαρεμένο προφίλ του. Έτσι, ως μασκαράς, μπορείς να πεις τα πάντα, χωρίς φόβο και χωρίς συνέπειες. Επιλέγεις το μασκαραλίκι και κρύβεσαι, όχι ως φοβισμένος, αλλά ξεκάθαρα ως φοβιτσιάρης και προχωράς, δήθεν τολμηρός, μα δε βγάζεις το προσωπείο, παρά το κρατάς ως το τέλος. Γιατί κατά βάθος είσαι όχι δειλός, αλλά, το’ παμε θρασύδειλος. Δειλός σημαίνει να αποδέχεται κανείς την αδυναμία του και κάποτε αυτοσαρκαζόμενος να το ομολογεί κιόλας. Θρασύδειλος όμως είναι από τους ποταπότερους τύπους των ανθρώπων, απ’ αυτούς που κάνουν τον καμπόσο και σα δουν τα δύσκολα κρύβονται ή τρέχουν με την ουρά στα σκέλια.
Μαθαίνω τώρα πως συσπειρώνονται γύρω από την άρση της ανωνυμίας των blogs. Και με τη θρασύδειλη μάστιγα των κακοπροαίρετων ανωνύμων τι θα γίνει, ρωτάς, ή μήπως αυτό το σεργιάνι των καμπόσων περνά στο βρόντο; Πόσο θα διαιωνίσει κανείς ακόμη τα φόβητρα στους κόλπους της κοινωνίας;
Γιατί αυτά τα καμπόσικα φόβητρα λειτουργούν ακριβώς όπως η οπισθοφυλακή ενός στρατού, που σα δει τη μάχη να χάνεται, το βάζει στα πόδια, ή σαν κάποιους που πιάνουν τα βουνά ή τα ασφαλή, φοβούμενοι για το σαρκίο τους κι από κει εκφοβίζουν και τρομοκρατούν. Αποτελούν κάτι σα χυλό, ένα εμετικό υγρό, που εκτοξεύεται κι όπου πιάσει.
Αν θες να πεις κάτι, αν θες να το υποστηρίξεις, αν θες να κρίνεις και έπειτα να κριθείς, πιάσε την πένα σου, χτύπα τα πλήκτρα σου και γράψε. Χωρίς να κρυφτείς, παρά ελεύθερος να μιλήσεις και να εκτεθείς. Να δεχτείς τα όποια βέλη. Όλα είναι μες στο πρόγραμμα. Όχι, όμως, και στους θρασύδειλους καταχραστές των σχολίων. Όχι, σ’ αυτούς τους λιπόσαρκους στο μυαλό, που πετάν τον οχετό τους, γιατί ακριβώς δεν έχουν τι άλλο να πουν, γιατί κατακρίνουν εκ του ασφαλούς και εκ του χυδαίου. Όχι, σ’ αυτούς.
Γιατί αυτοί είναι σαν κι εκείνους που κρύβονται στις γωνιές των δρόμων και σκοτώνουν άοπλους πατεράδες που παν τις γυναίκες τους να γεννήσουν. Γιατί αυτοί σκοτώνουν με τα λόγια τους, θέλοντας να φιμώσουν, όποιον έχει αντίθετη γνώμη απ’ αυτούς. Γιατί αυτοί είναι σαν κι εκείνους τους παλικαράδες κουκουλοφόρους, που υπερασπίζονται τα δήθεν δικαιώματα των πολιτών, σκοτώνοντας όσους δε συμφωνούν μαζί τους. Βλ. σκοτώνω τον Γκιόλια, γιατί δεν αντέχω αυτά που λέει, γιατί μου βγάζει τη μάσκα ή την κουκούλα.
Η κουκουλοφορία, όπως και η ανωνυμία, συνιστά μαλακία. Τέλος. Τα πράγματα πρέπει να λέγονται με τ’ όνομά τους και η χυδαιότητα έχει να κάνει μόνο με το είδος δημοκρατίας που βιώνουμε και υφιστάμεθα σήμερα.
Οι ανώνυμοι καταχραστές των blogs ομοιάζουν με τους ανώνυμους καταχραστές του δημοσίου χρήματος. Δεν τους καίγεται καρφί για τους άλλους. Σκοτώνουν με ό,τι βρουν. Κατακρατούν για την πάρτι τους. Ομοιάζουν με όλους αυτούς που έκλεψαν, οδηγώντας όχι τη χώρα σε επικείμενη πτώχευση, αλλά τους απλούς ανθρώπους στην απόγνωση, μια τέτοια απόγνωση που τους οδηγεί στην έσχατη λύση φυγής, που είναι η αυτοκτονία.
Ποιος, λοιπόν, θα λογοδοτήσει; Κανείς απαντάς. Σε αυτή τη χώρα κανείς δε λογοδοτεί και για τίποτα. Όλα εξακτινώνονται στο διηνεκές και στο απυρόβλητο. Όσο όμως το κρυφτούλι τούτο συνεχίζεται, όσο συνεχίζουν κάποιοι να καταχρώνται τις δημοκρατικές ανάσες, όσο συνεχίζουν να βγάζουν απ’ τη μέση όποιον τους ενοχλεί με τα λόγια του, τόσο η χώρα αυτή θα γονατίζει μέρα τη μέρα όλο και περισσότερο. Από την εξαθλίωση και τη βαρβαρότητα που μας πήραν στο φαλάγγι.
Και επιπλέον. Αναρωτιέμαι, ειλικρινά αναρωτιέμαι, και την ίδια ώρα λυπάμαι και θλίβομαι, πώς είναι δυνατόν μια χώρα που κινείται και θα κινείται με δανεικά, μια χώρα που βγάζει δε βγάζει την πτώχευση, μια χώρα με τους ανέργους από μέρα σε μέρα να πληθαίνουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και πλημμυρίδα που θα μας πνίξει η αεργία και η απογοήτευση και ο θυμός τούτος, μια χώρα που το επίπεδο της φτώχειας της άλματα κάνει προς θάνατο μεριά, που οι άστεγοι στα μεγάλα ή επαρχιακά κέντρα συνωστίζονται ασκεπείς τη ελπίδα στις γωνιές των δρόμων, στα πάρκα και στις πλατείες, πώς γίνεται να συνεχίζει με ζήλο αμείωτο να διοργανώνει όλα τα λαογραφικά συναπαντήματα, τις πολιτιστικές εκδηλώσεις δήμων, κοινοτήτων, χωριών και κωμοπόλεων. Πώς γίνεται; Πώς γίνεται και με τι χρήμα γίνεται όλο αυτό το αντάμωμα; Όλο αυτό το νυχτερινό λαογραφικό πάλκο που στήνεται στα χωριά του τόπου μα και στα κέντρα, αναρωτιέμαι, με τι αποθέματα διαιωνίζεται και από την άλλη, με τι θράσος προχωρά κανείς, προκειμένου να αλιεύσει έστω και τώρα κάποιους ψηφοφόρους, ή προκειμένου να διασκεδάσει ο κόσμος, πώς γίνεται, τώρα που συμπολίτες αυτοκτονούν -και τούτο είναι μονάχα η αρχή- πώς γίνεται αυτή η ελαφρόμυαλη και επιπόλαιη σπατάλη δημοσίου χρήματος να συνεχίζεται απρόσκοπτα; Γιατί εδώ τίποτα δεν παρακωλύεται, παρά όλα τα χρήματα ανευρίσκονται και δαπανώνται στις νυκτερινές όποιες πίστες;
Με ρώτησαν; Εμένα προσωπικά τον φορολογούμενο; Όχι. Και το μισθό που μου πετσόκοψαν, πάλι δε με ρώτησαν. Και ό,τι επίδομα κατακρεούργησαν, πλην των δικών τους -κρίμα να μην κατοικώ στη βουλή, να υπερασπίζομαι αβρόχοις ποσί τα δικαιώματά μου- πάλι δε με ρώτησαν. Ούτε για τα λαϊκά ξεφαντώματα με ρώτησαν ούτε για τα καρναβάλια με ρώτησαν ούτε για τις ιλαροτραγωδίες του θέρους. Είμαστε αστείοι αλήθεια. Και μας λυπάμαι όλους. Και ντρέπομαι που κατοικώ σ’ αυτή τη χώρα. Ντρέπομαι για την κατάντια όχι της Ελλάδας, μα για την κατάντια των Ελλήνων. Ντρέπομαι. Για τίποτα δε με ρώτησαν. Κλειδοκράτορες του δημοσίου χρήματος και το αφάρπαξαν και το ξόδεψαν κι ούτε που με ρώτησαν, ούτε που σε ρώτησαν.
Ανασύρθηκε τέτοια φραστική και λεκτική ποικιλία προκειμένου να στεγάσει τις καλοκαιρινές φιέστες, που είναι ν’ απορεί κανείς με τη λεξιλογική ευρηματικότητα των Νεοελλήνων. Γιορτές πολιτισμού, ξεφαντώματα, καλοκαιρινοί χοροί, που σου θυμίζουν ελληνική ταινία του ’60, διήμερα εκδηλώσεων πολιτισμού και παράδοσης, “δρώμενα” πολιτιστικά που παραπέμπουν στο αρχαιοελληνικό, το ξενικό “φεστιβάλ”, πολιτιστικά διήμερα και τριήμερα και ειλικρινά θέλησα κάποια στιγμή να καταγράψω την ποικιλία, αλλά κουράστηκα και απογοητεύτηκα. Έλλειψαν τα τόσα πανηγύρια των χωριών και χρειάστηκε η ευρηματικότητα αυτή για να σκεπάσει τις όποιες υστερόβουλες προθέσεις μας;
Όσο ο καιρός περνά, όσο οι πλησίον μας φτωχαίνουν, όσο αυτοκτονούν, όσο καταθλίβονται, αδυνατώ να διασκεδάσω ελαφρά τη καρδία. Και τούτο δεν είναι μιζέρια. Είναι απλώς θλίψη.
Όλγα Ντέλλα