Γράφει ο Σίσκος Παναγιώτης
Δικηγόρος Πτολεμαΐδας
Kατά το παρελθόν, σε υποθέσεις κατά τις οποίες κατηγορούνταν υπουργοί για νομιμοποίηση παράνομων εσόδων τα οποία απέκτησαν με παράνομο τρόπο, είχε ανακύψει ένα ζήτημα το οποίο απασχόλησε το νομικό κόσμο, ενώ ακούστηκε ευρέως και στα ΜΜΕ. Επ’ αυτού και θέλουμε να τοποθετηθούμε ως νομικοί, διότι το ζήτημα φαίνεται γενικό και διαχρονικό, ξεπερνά τα όρια μιας συγκεκριμένης υπόθεσης και καταλαμβάνει όλες εκείνες τις υποθέσεις στις οποίες τυχόν εμπλέκονται υπουργοί ως κατηγορούμενοι.
Καταρχήν όταν κάποιος, είτε είναι υπουργός είτε απλός πολίτης, κατηγορείται για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, κατηγορείται ταυτοχρόνως ότι τα χρήματα αυτά που νομιμοποίησε – «ξέπλυνε», τα απέκτησε τελώντας κάποιο άλλο αδίκημα, π.χ. απάτη ή απιστία ή παράνομη δωροληψία κλπ. Το ένα το αδίκημα, π.χ. η απάτη ή απιστία ή παράνομη δωροληψία είναι το βασικό αδίκημα, ενώ η νομιμοποίηση των εσόδων από τη δωροληψία, τελείται προς απόκρυψη και συγκάλυψη του βασικού
Ορίζει λοιπόν ο νόμος 3691/2008 για το «ξέπλυμα», ότι όταν για κάποιους λόγους δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή για το βασικό αδίκημα, τότε δεν τιμωρείται ο κατηγορούμενος ούτε και για την νομιμοποίηση παράνομων εσόδων εκ του βασικού αδικήματος. Ως λόγοι ας αναφερθούν ενδεικτικά η αμνηστία που χορηγήθηκε με ειδικό νόμο ή η έμπρακτη μετάνοια, όπου προβλέπεται ως λόγος μη επιβολής ποινής, ή το γεγονός ότι η δίωξη της πράξης απαιτούσε έγκληση του θύματος και αυτή δεν υπεβλήθη. Ως τέτοιος λόγος όμως μη επιβολής ποινής για το «ξέπλυμα», ρητά εξαιρείται μόνον η παραγραφή.
Εάν δηλαδή το βασικό έγκλημα (π.χ. η απάτη ή η δωροληψία) υποπέσει σε παραγραφή, τότε δεν υποπίπτει σε παραγραφή και το παρακολουθηματικό αδίκημα της νομιμοποίησης και αυτό εκδικάζεται και τιμωρείται κανονικά.
Σε υποθέσεις όμως στις οποίες εμπλέκονται και υπουργοί, ως προς τους υπουργούς υφίσταται ειδική διάταξη του Συντάγματος, το άρθρο 86 παρ. 3, το οποίο ορίζει ότι για όσα αδικήματα τελούν οι υπουργοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, η ποινική δίωξη δεν κινείται από τον Εισαγγελέα, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά από την ίδια τη Βουλή. Μάλιστα, η Βουλή έχει συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο να ασκήσει την αρμοδιότητά της, δηλαδή μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Αν λοιπόν η Βουλή ως προς τη δωροληψία ή ως προς την απιστία ή την απάτη δεν ασκήσει εγκαίρως την αρμοδιότητά της, το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί να τιμωρηθεί ο κατηγορούμενος για τα παραπάνω αδικήματα.
Και το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το εξής: Η μη τιμώρηση της παθητικής δωροδοκίας οφείλεται σε παραγραφή ή οφείλεται σε πάροδο απλώς της αποσβεστικής προθεσμίας εντός της οποίας η Βουλή όφειλε να κινήσει την ποινική δίωξη και δεν το έπραξε; Διότι εάν θεωρήσουμε ότι η μη τιμώρηση του βασικού αδικήματος οφείλεται σε παραγραφή, τότε είναι δυνατόν, κατά τα προαναφερθέντα, να τιμωρηθεί ο εκάστοτε υπουργός για το επακολουθήσαν τυχόν «ξέπλυμα» των χρημάτων που προήλθαν από τυχόν δωροδοκία. Εάν όμως θεωρήσουμε ότι η πάροδος της προθεσμίας συνιστά λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου οφειλόμενο σε πάροδο της αποσβεστικής προθεσμίας, τότε δεν είναι δυνατόν, να τιμωρηθεί ούτε και για το «ξέπλυμα».
Δύσκολο φαίνεται το θέμα. Εμείς μάλλον κρίνουμε προς την άποψη ότι πρόκειται περί παραγραφής και όχι περί αποσβεστικής προθεσμίας. Ειδικότερα πρόκειται περί εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης λόγω παραγραφής, έστω ειδικής μορφής (όπως άλλωστε παραγραφή ειδικής μορφής είχε δεχτεί και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και για την περίπτωση των αγροτικών κινητοποιήσεων του Μαρτίου 1997) και όχι λόγω παρόδου της αποσβεστικής προθεσμίας.
Και εξηγούμεθα: Η αποσβεστική προθεσμία αποτελεί θεσμό του συνταγματικού, διοικητικού και αστικού δικαίου, και συνιστά «ξένο σώμα» σε σχέση με το ποινικό δίκαιο. Mία οριστική δικαστική απόφαση είναι δυνατόν κατά το άρθρο 370 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) να τερματίσει την δίκη καταδικάζοντας ή αθωώνοντας τον κατηγορούμενο, κηρύσσοντας την ποινική δίωξη απαράδεκτη ή παύοντας οριστικά την ποινική δίωξη. Από πουθενά δεν προκύπτει σε ποια περίπτωση από αυτές εντάσσεται η παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας του άρ. 86 του Συντάγματος. Επομένως θα πρέπει να ανεύρουμε από μόνοι μας σε ποια από όλες τις περιπτώσεις ταιριάζει περισσότερο η πάροδος της αποσβεστικής προθεσμίας ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου. Στην παραγραφή; Στην αμνηστία; Στην οριστική έλλειψη της έγκλησης; Κάπου πρέπει να ενταχθεί. Ένα είναι το βέβαιο. Ότι δεν μπορεί ως λόγος τερματισμού της ποινικής δίκης να σταθεί από μόνος του, διότι δεν προκύπτει ως αυτοτελής λόγος τερματισμού της δίκης κατ’ άρθρο 370 ΚΠΔ.
Υπέρ της παραγραφής συνηγορεί η άποψη ότι και οι περισσότερες προηγούμενες εισαγγελικές προτάσεις και δικαστικές κρίσεις σε γνωστές υποθέσεις που δέχθηκαν οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω παρέλευσης της προθεσμίας του άρ. 86 Συντάγματος, τα της παραγραφής ανέφεραν και εφήρμοσαν (π.χ. το άρ. 247 ΚΠΔ ως προς την άρνηση του ανακριτή να προβεί σε ανάκριση λόγω παραγραφής), όπερ σημαίνει ότι κατά την κρίση των μέχρι τώρα αποφάσεων, η πάροδος της παραπάνω αποσβεστικής προθεσμίας εντάσσεται αναπόφευκτα στην παραγραφή. Ούτε στην αμνηστία ούτε στην οριστική έλλειψη της έγκλησης.
Εξάλλου, για αμνηστία δεν μπορεί να γίνει λόγος, διότι η αμνηστία προϋποθέτει νόμο που αναφέρεται σε τελεσθείσα πράξη και όχι σε πράξη που τελέστηκε. Αλλά ούτε και η έλλειψη της έγκλησης μπορεί να τύχει εφαρμογής, δεδομένου ότι η Βουλή δεν είναι ούτε παθών ούτε ζημιωθείς που υποβάλει έγκληση. Η Βουλή διαδραματίζει εν προκειμένω ακριβώς τον ρόλο του Εισαγγελέα. Αντί να κινήσει αυτός την Ποινική Δίωξη, την κινεί η Βουλή.
Το θέμα είναι απλό. Τι θα δεχόμασταν αν αύριο το πρωί έβγαινε ένας νόμος που για ορισμένη κατηγορία αδικημάτων προέβλεπε ότι εάν ο Εισαγγελέας δεν κινήσει την ποινική δίωξη εντός π.χ. δύο ετών από την τέλεση της πράξης, εξαλείφεται το αξιόποινο αυτής; Δεν θα επρόκειτο ασφαλώς για παραγραφή του αξιοποίνου (έστω ειδικής μορφής); Πού αλλού θα μπορούσε να ενταχθεί μια τέτοια περίπτωση, δεδομένης της υφιστάμενης απαρίθμησης των λόγων τερματισμού της ποινικής δίκης κατά το άρ. 370 ΚΠΔ;
Εκτός και αν επίσης αύριο το πρωί τροποποιούνταν επίσης και το άρ. 370 ΚΠΔ και προσέθετε στους λόγους οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης και την περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου επειδή το αρμόδιο όργανο (ο Εισαγγελέας ή η Βουλή κατά περίπτωση) δεν κίνησε εγκαίρως την ποινική δίωξη. Όσο όμως η διάταξη μένει ως έχει, μόνο για παραγραφή μπορεί να γίνει λόγος. Αποσβεστική προθεσμία και ποινικό δίκαιο προς το παρόν είναι μεγέθη ασύμβατα.