Του
Δημήτρης Χρ. Βλαχοπάνος
Πάνε τώρα κάπου 2.500 τόσα χρόνια. Ο άρχοντας των Αθηνών Μεγακλής δεν ένιωθε καλά. Οι διαμάχες έδιναν κι έπαιρναν. Ο θρόνος του έτριζε. Στέλνει κι αυτός μήνυμα στον Πεισίστρατο, που πριν λίγα χρόνια τον είχαν απομακρύνει απ’ την τυραννία οι Αθηναίοι, και του υπόσχεται πως θα τον βοηθήσει να καταλάβει την εξουσία και να γίνει ξανά τύραννος, εφόσον βέβαια δεχόταν να παντρευτεί την κόρη του.
«Ο Πεισίστρατος δέχτηκε κι έγινε μεταξύ τους η εξής συμφωνία: για να γυρίσει από την εξορία μεταχειρίστηκαν ένα πολύ χοντρό τέχνασμα – αφού μάλιστα από αρκετό καιρό ο ελληνικός λαός διακρινόταν από τους βάρβαρους τόσο επειδή ήταν πιο έξυπνος όσο κι επειδή ήταν λιγότερο άπειρος και αφελής. Και μάλιστα το μεταχειρίστηκαν εναντίον των Αθηναίων, οι οποίοι θεωρούνταν οι πιο έξυπνοι από όλους τους άλλους Έλληνες. Στο δήμο Παιανίας ζούσε μια γυναίκα που την έλεγαν Φύα. Ήταν ψηλή 1.80 περίπου και πολύ ωραία. Τη γυναίκα αυτή, αφού της φόρεσαν πανοπλία, την έβαλαν να καθίσει πάνω σ’ ένα άρμα και αφού της έδειξαν πώς πρέπει να στέκεται για να φαίνεται μεγαλοπρεπής, την οδήγησαν με το άρμα στην πόλη όπου είχαν στείλει από πριν διαλαλητές, οι οποίοι σύμφωνα με τις εντολές που είχαν λάβει, φώναζαν: “Αθηναίοι, ελάτε να υποδεχτείτε τον Πεισίστρατο, που η ίδια η Αθηνά τον εκτιμάει περισσότερο απ’ όλους τους ανθρώπους και τον οδηγεί στην ακρόπολή της”. Αυτά φώναζαν οι κήρυκες και αμέσως διαδόθηκε η φήμη στους δήμους της υπαίθρου ότι η Αθηνά η ίδια οδηγούσε τον Πεισίστρατο στην ακρόπολη και οι κάτοικοι της πολιτείας πείστηκαν ότι η γυναίκα εκείνη ήταν πραγματικά η θεά. Την προσκύνησαν και υποδέχτηκαν τον Πεισίστρατο».
Αυτά γράφει ο Αθηναίος ιστοριογράφος Ηρόδοτος. Κι εγώ σκέφτομαι πως πριν εφτά χρόνια μαζεύτηκε κάπου 1.000.000 κόσμος και στριμώχτηκε πάνω από τρεις χιλιάδες περίπου κάλπες για να εκλέξει τον έναν και μοναδικό υποψήφιο αρχηγό του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Παπανδρέου, φορώντας του, προφανώς, το φωτοστέφανο του λαοπρόβλητου ηγέτη, που ήρθε ως παράκλητος και μεσσίας για να σώσει το κόμμα του και τη χώρα απ’ τον κατήφορο και το χαμό. Και πανηγύρισαν υπερήφανοι το βράδυ εκείνης της Κυριακής οι Έλληνες, γιατί έφεραν ένα νέο ήθος στην πολιτική σκηνή και επιβεβαίωσαν δια βοής και χαρμόσυνα για άλλη μια φορά τη χρυσή ρήση: «ο λαός στην εξουσία, το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση».
Δεν έφτασε αυτό. Πέντε χρόνια μετά, 800.000 Έλληνες έκαναν, απ’ την άλλη παράταξη τώρα, τη ίδια δουλειά. Μόνο που εδώ υπήρχαν αντίπαλοι. Και μάλιστα με ιστορία: Σαμαράς, Ντόρα και Ψωμιάδης. Νίκησε ο Σαμαράς με τη βοήθεια του φίλου του και συνεργάτη του Δημήτρη Αβραμόπουλου και ανέλαβε τα ηνία της παράταξης, υποχρεώνοντας τη Ντόρα ή να σκύψει το κεφάλι και να δώσει στη νέα ηγεσία γη και ύδωρ ή να μαζέψει τα μπουγαλάκια της και να μετακομίσει σε άλλο διαμέρισμα. Όπερ και εγένετο. Και πανηγύρισαν κι εδώ φίλοι και οπαδοί κι αισθάνθηκαν περήφανοι και δικαιωμένοι που έβαλαν κι αυτοί το χέρι τους για να βγάλουν νέο αρχηγό.
Κι έτσι τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας ευτύχησαν να έχουν στο τιμόνι τους δύο αρχηγούς που απευθύνθηκαν στο λαό και έλαβαν απευθείας απ’ αυτόν εντολή να εργαστούν τίμια για το καλό του, τηρώντας τις υποσχέσεις τους και οδηγώντας το ταλαιπωρημένο σκάφος στο λιμάνι της ευημερίας και της ευτυχίας.
Τώρα; Τώρα οι δύο αρχηγοί βρήκαν πως ο λαός αρκετά καλά γεύτηκε κι ήρθε ο καιρός να πιει τα φαρμάκια της κρίσης και της επικείμενης χρεοκοπίας. Τώρα οι λαοπρόβλητοι και θεόσταλτοι αρχηγοί δε συζητάνε με το λαό, αλλά μοιάζουν να τον περιφρονούν και να τον μισούν το λαό, δίνοντάς του να καταλάβει πως, αν τα πράγματα πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο, δε φταίει κανείς άλλος παρά μόνον αυτός. Κι όχι γιατί έβαλε το χεράκι του και τους ψήφισε αρχηγούς, αλλά γιατί, λέει, είναι αδιάφορος και τεμπέλης κι έμαθε να τρώει και να πίνει και να μη σκέφτεται την πατρίδα, το έθνος, το μέλλον κι όλα τ’ άλλα ηχηρά παρόμοια. Που τα σκέφτονται αυτοί και τα πονούν και διακηρύσσουν πως θα πρέπει να κάνει θυσίες ο λαός, να βγει στην ανεργία, σήμερα να ’χει ψωμί κι αύριο να μην έχει, να κλειστεί μες στο σπίτι του και να κλαίει με τη μοίρα του και το ριζικό του.
Αλλά το δραματικό σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου είναι πως εκείνοι που εμπνεύστηκαν και δρομολόγησαν αυτά τα σενάρια μπορεί να ήξεραν πού το πήγαιναν και τι έκαναν. Αν είναι να βουλιάξει, σκέφτηκαν, αυτό που λένε πατρίδα Ελλάδα, είναι καλύτερα να βουλιάξει με αρχηγούς που τους εμπιστεύτηκε ο λαός δίχως όρους και τους έβαλε ο ίδιος με χαρά στο τιμόνι, πλημμυρίζοντας τα κέντρα ψηφοφορίας και διατρανώνοντας την πεποίθησή του πως αυτοί είναι οι καλύτεροι απ’ όλους τους άλλους. Καλύτεροι να το πάνε για πούλημα το καράβι και να ξεμπερδεύουν με τον ανυπάκουο τούτο λαό, γεμίζοντας το κεφάλι του ψέματα κι αρπάζοντας απ’ τα χέρια του ό,τι του έχει απομείνει από παρελθόν κι από μέλλον.
Εκείνοι καλά έκαναν. Γιατί έτσι παίζεται το δικό τους παιχνίδι. Μα οι άλλοι τι έκαναν… Αυτοί που προσήλθαν στις κάλπες του κόμματος κι έβαλαν το χεράκι τους για να ’ναι λαοπρόβλητοι οι αρχηγοί τους. Κι αυτοί δεν ήταν τίποτε αγράμματοι και αμόρφωτοι κι όποιοι κι όποιοι! Και μορφωμένοι ήταν και επιστήμονες και καλλιτέχνες και άνθρωποι με πείρα και με πολιτική συνείδηση. Τι έκαναν; Τι σκέφτηκαν τότε και τι έκαναν όλοι εκείνοι οι καθώς πρέπει που συμφωνούσαν και έβγαζαν με την αθρόα προσέλευσή τους και την άμεση δημοκρατία τους τον αρχηγό τους; Και τι σκέφτονται σήμερα; Και τι κάνουν;
Τους έξυπνους τότε Αθηναίους τους εξαπάτησε ο Μεγακλής με τον Πεισίστρατο, κάνοντας τη Φύα Αθηνά. Τους σημερινούς Έλληνες, τους έξυπνους Έλληνες του 2000 μ. Χ., με τι τους εξαπάτησαν οι σύγχρονοι Πεισίστρατοι και Μεγακλήδες και τους έβαλαν να σκάψουν με τα ίδια τα χέρια τους τον ίδιο το λάκκο τους;
































