Σε πρώτης τάξεως επενδυτική ευκαιρία στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με υψηλά περιθώρια κέρδους εξελίσσονται οι μικρές ανεμογεννήτριες για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, που τυγχάνουν χρηματοδότησης μέσα από τον νέο αναπτυξιακό νόμο.
Πρόκειται για μια χαμηλού κόστους επένδυση (δεν απαιτεί σημαντικά ίδια κεφάλαια) που πέραν του γεγονότος ότι εξαιρείται από την απαίτηση για λήψη άδειας παραγωγής λειτουργίας και εγκατάστασης -μια διαδικασία χρονοβόρα και σύνθετη που είναι υποχρεωτική για μεγάλες εγκαταστάσεις ΑΠΕ- προβλέπονται ενισχύσεις που ανάλογα με το μέγεθος της εγκατάστασης, φθάνουν μέχρι και το 50% της επιλέξιμης δαπάνης.
Οι μικρές ανεμογεννήτριες είναι μια κατηγορία ΑΠΕ που εκμεταλλεύεται την ενέργεια του ανέμου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Τα μεγέθη τους ποικίλλουν, ξεκινώντας από οικιακής εγκατάστασης ανεμογεννήτριες με διάμετρο μικρότερη του ενός μέτρου και ισχύ μικρότερη του ενός kW, μέχρι ανεμογεννήτριες διαμέτρου 20 μέτρων και ισχύος 50 kW.
Σε αντίθεση με τις μεγάλες ανεμογεννήτριες, που κατά κανόνα συναντώνται σε αιολικά πάρκα, οι μικρές ανεμογεννήτριες είναι απλουστευμένα συστήματα μικρού μεγέθους. Πέρα από τις οικίες βρίσκουν εφαρμογή σε σχολεία και πανεπιστήμια, αντλιοστάσια, απομακρυσμένους σταθμούς και σε αγροτικές/ βιομηχανικές περιοχές.
Στην Ελλάδα ο ρόλος τους είναι η χρησιμοποίησή τους ως διασυνδεδεμένα συστήματα για παραγωγή και πώληση ηλεκτρικής ενέργειας.
Μια ανεμογεννήτρια των 50kW μπορεί να παράγει έως 250 MWh ετησίως, ποσό ενέργειας ικανό να καλύψει την ενέργεια που καταναλώνουν περισσότερα από 60 νοικοκυριά. Παράλληλα, βοηθά στην εξοικονόμηση 275 τόνων CO2 που θα εκπέμπονταν από συμβατικές μορφές παραγωγής ενέργειας.
Στον νέο νόμο για τις ΑΠΕ που βρίσκεται σε ισχύ από τον Ιούνιο του 2010, γίνεται για πρώτη φορά ειδική μνεία για την κατηγορία των μικρών ανεμογεννητριών.
Σύμφωνα με τον νόμο 3851/2010 για τις ανεμογεννήτριες ισχύος μέχρι 50kW προβλέπεται ειδική επιδοτούμενη τιμή πώλησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας και μια απλουστευμένη και εξορθολογισμένη αδειοδοτική διαδικασία.
Οι μικρές ανεμογεννήτριες εξαιρούνται από την απαίτηση για λήψη άδειας παραγωγής, λειτουργίας και εγκατάστασης, μια διαδικασία χρονοβόρα και σύνθετη που είναι υποχρεωτική για μεγάλες εγκαταστάσεις ΑΠΕ.
Σύγκριση με τα φωτοβολταϊκά
Η σύγκριση με τα φωτοβολταϊκά δεν είναι τυχαία. Αν και οι διατάξεις του νέου νόμου είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές, ο τομέας των μικρών Α/Γ βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, γεγονός που υποδεικνύει φυσικά χώρο για σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες.
Η αγορά των μικρών παραγωγών ενέργειας τα τελευταία χρόνια οδηγείται σχεδόν αποκλειστικά από τα φωτοβολταϊκά συστήματα, μια τάση που έχει ήδη οδηγήσει στον κορεσμό του συγκεκριμένου κλάδου έως έναν σημαντικό βαθμό και στην αλλαγή αντιμετώπισής τους φορολογικά από πλευράς του κράτους.
Μεταφράζοντας τις δύο τεχνολογίες, μικρές Α/Γ και ΦΒ, σε όρους επένδυσης γίνεται αντιληπτό ότι αναμένεται μια στροφή των επενδυτών προς τις μικρές Α/Γ ως μια νέα εναλλακτική επενδυτική οδό που θα επικρατήσει μελλοντικά.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι μια μικρή Α/Γ της τάξης των 50kW με έναν μέσο άνεμο είναι ικανή να παράγει ενέργεια που αντιστοιχεί σε ΦΒ σύστημα της τάξης των 100-120kW με μέση αντίστοιχα ηλιακή ακτινοβολία.
Τις 55.000 ευρώ αγγίζουν τα έσοδα ετησίως
Καθαρό ετήσιο έσοδο της τάξης των 55.000 ευρώ με απόσβεση εντός μιας πενταετίας μπορεί να αποφέρει μια εγκατάσταση μικρών ανεμογεννητριών μέσου κόστους, με υψηλό αιολικό δυναμικό. Σύμφωνα με το γενικό διευθυντή της PK Consulting Group Κώστα Παπαδόπουλο, για τοποθεσίες όπου υπάρχει μικρότερο αλλά ανεκτό αιολικό δυναμικό η απόσβεση παρατείνεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διατηρώντας ωστόσο ελκυστική την επένδυση.
Ο επενδυτής, έχοντας εξασφαλίσει την κυριότητα του χώρου ή του δικαιώματος χρήσης αυτού στον οποίο θα γίνει η εγκατάσταση, καλείται να προβεί σε δυο μόλις κινήσεις:
- Στην κατάθεση αιτήματος σύνδεσης της ανεμογεννήτριας στη ΔΕΗ και
- Την κατάθεση μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για την έγκριση περιβαλλοντικών όρων από τις τοπικές υπηρεσίες.
Εχοντας ολοκληρώσει τις παραπάνω διαδικασίες, ο επενδυτής μπορεί να αιτηθεί των απαραίτητων αδειών οικοδομής από την αρμόδια πολεοδομική αρχή.
Οταν ολοκληρωθεί η αδειοδοτική διαδικασία και η κατασκευή του έργου, τότε ο επενδυτής καλείται να συνάψει σύμβαση πώλησης ρεύματος με τον διαχειριστή του δικτύου (ΔΕΣΜΗΕ). Μάλιστα, με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται μελλοντικά η επένδυση. Η σύμβαση πώλησης ρεύματος στο δίκτυο που υπογράφεται μεταξύ επενδυτή και ΔΕΣΜΗΕ και σε συμφωνία με τους όρους σύνδεσης είναι διάρκειας 20 ετών και προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο ΔΕΣΜΗΕ είναι υποχρεωμένος να αγοράζει το παραγόμενο ρεύμα στην προβλεπόμενη τιμή (σύμβαση παραγωγού με ΔΕΣΜΗΕ).
Σχετικά με την τοποθεσία εγκατάστασης μιας μικρής ανεμογεννήτριας απαραίτητη προϋπόθεση είναι φυσικά η ύπαρξη ανεκτού αιολικού δυναμικού. Αλλες εξίσου σημαντικές προϋποθέσεις είναι η ύπαρξη δικτύου σε κοντινή απόσταση και η δυνατότητα πρόσβασης ενώ συνιστάται η αποφυγή μεγάλων εμποδίων στον χώρο εγκατάστασης, όπως ψηλά κτίρια ή δέντρα.
Εγκατάσταση
Ακόμα και για τις μικρές ανεμογεννήτριες με τις μεγαλύτερες διαστάσεις οι απαιτήσεις για δέσμευση χώρου είναι ελάχιστες. Μια μικρή ανεμογεννήτρια 50 kW μπορεί να εγκατασταθεί σε έναν χώρο (χωράφι, οικόπεδο, βουνοκορφή κ.τ.λ.) που έχει τουλάχιστον 15 μέτρα διαθέσιμα για την ανέγερσή της. Είναι προτεινόμενο η εγκατάσταση να μη γίνεται σε απόσταση μικρότερη των 35 μέτρων από πολυσύχναστους δρόμους (κυρίως για λόγους ασφαλείας), όπως και σε απόσταση μικρότερη των 150 μέτρων από την κοντινότερη κατοικημένη οικία. Η οικονομική βιωσιμότητα των επενδύσεων σε μικρές Α/Γ στηρίζεται σε δυο πόλους:
- Την καταλληλότητα της θέσης εγκατάστασης, την οποία καθορίζει το αιολικό δυναμικό.
- Το μοντέλο της ανεμογεννήτριας και συγκεκριμένα η σχέση τιμής/ απόδοσης και η αξιοπιστία της.
Για τη μελέτη της οικονομικής βιωσιμότητας πρέπει να ληφθούν υπόψη: Τα κόστη της σύστασης εταιρείας, αδειοδότησης, προμήθειας/ εγκατάστασης, και διασύνδεσης, καθώς και τα κόστη που αφορούν τη συντήρηση, ασφάλιση και τα λογιστικά κόστη.
Οσον αφορά την εγγυημένη από το κράτος τιμή, αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τον νόμο 3851/2010 για τις ανεμογεννήτριες ισχύος μέχρι 50kW, όπου προβλέπεται ειδική επιδοτούμενη τιμή πώλησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας που αγγίζει σχεδόν την τριπλάσια τιμή σε σχέση με τα μεγάλα αιολικά και πιο συγκεκριμένα τα 250 ευρώ/MWh.
Μέχρι και το 50% φτάνει το ποσοστό της ενίσχυσης
Οι επενδυτές που σχεδιάζουν μία επένδυση μικρών ανεμογεννητριών της τάξης των 20-50 kw -τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος- μπορούν να ενταχθούν στον νέο Αναπτυξιακό Νόμο 4146/2013, ενώ αντίθετα δεν συμβαίνει το ίδιο με αυτούς που τώρα θέλουν να επενδύσουν στην τεχνολογία των φωτοβολταϊκών συστημάτων. Προβλέπεται η παροχή επιχορήγησης για επένδυση ελάχιστου προϋπολογισμού ύψους 100.000 ευρώ με ποσοστά επιχορήγησης που μπορούν να φτάσουν μέχρι το 50% και εξαρτάται από τη γεωγραφική περιοχή στην οποία γίνεται η επένδυση.
Πολύ σημαντική διαφορά του νέου επενδυτικού νόμου σε σχέση με τον προηγούμενο είναι ότι επιχορηγεί τη συγκεκριμένη δραστηριότητα με μορφή επιχορήγησης τη δωρεά παροχής χρημάτων, ενώ πριν από την αλλαγή του νόμου έδινε επιχορήγηση μόνο με τη μορφή των φοροαπαλλαγών. Τα ίδια κεφάλαια που απαιτούνται για την επένδυση είναι minimum της τάξης του 25%, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό του χρηματοδοτικού σχήματος μπορεί να καλυφθεί και μέσω τραπεζικού δανεισμού μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας 5-15 ετών.
Υποβολή μελέτης
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την υποβολή της οικονομοτεχνικής μελέτης δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη όλων των προαπαιτούμενων αδειοδοτήσεων της επένδυσης, αλλά μπορούν να προσκομίζονται στην πορεία της επένδυσης και σίγουρα στην ολοκλήρωσή της. Το ίδιο ισχύει και με την έγκριση του δανείου που μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά στην επένδυση. Δηλαδή δεν απαιτείται να έχουμε την έγκριση του δανείου από πλευράς τράπεζας για να υποβληθεί η μελέτη.
Η περίοδος υλοποίησης των επενδύσεων είναι 2 χρόνια, με δικαίωμα παράτασης υπό προϋποθέσεις. Υπάρχει δυνατότητα προκαταβολής, το ποσοστό της οποίας θα ρυθμιστεί με σχετική υπουργική απόφαση.
Τέλος, επιχορηγούνται και από άλλα προγράμματα του ΕΣΠΑ, εφόσον τοποθετούνται για την εξασφάλιση ενεργειακής αυτονομίας μίας μονάδας και αυτό είναι ένα άμεσο πλεονέκτημα που έχουν σε σχέση με τα υπόλοιπα συστήματα εξοικονόμησης ενέργειας.