Του Μιχάλη Πιτένη
Οι πολιτικοί όταν θέλουν να ξεφύγουν σε μια συζήτηση χρησιμοποιούν φράσεις- κλισέ, τις οποίες διαμορφώνει η εκάστοτε επικαιρότητα. Στις μέρες που ζούμε μια απ΄ τις φράσεις αυτές που… φοριούνται πολύ είναι η «δεν θα ψηφίσω κανένα νέο μέτρο στο οποίο να μην μπορεί να ανταποκριθεί η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών»!
Πώς ορίζεται όμως αυτή η φοροδοτική ικανότητα; Υπάρχει κάποιος ασφαλής και απόλυτα δίκαιος μαθηματικός τύπος που την προσδιορίζει και την καθορίζει;
Μαθηματικός σίγουρα όχι. Χημικός ναι. Ή μάλλον αλχημικός καθώς ο τρόπος με τον οποίο φορολογούμαστε περισσότερο αλχημεία θυμίζει. Μόνο που πετυχαίνουμε τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα απ΄ αυτά που επεδίωκαν οι αλχημιστές. Το χρυσάφι μετατρέπεται σε άνθρακα. Όχι πως είχαμε βέβαια ποτέ χρυσάφι στα χέρια μας, αλλά αυτό που είχαμε τέλος πάντων μας επέτρεπε να απολαμβάνουμε έστω και μια ελάχιστη πολυτέλεια, τόση όση αναμφίβολα δικαιούται ο κάθε άνθρωπος να γευτεί στη ζωή του.
Σήμερα όμως; Αυτή η ελάχιστη πολυτέλεια, μοιάζει να έχει μετατραπεί σε κατάρα. Για όσα ζήσαμε και για τα περισσότερα που δεν προλάβαμε καν να τα ονειρευτούμε, μπήκαμε στη δίνη ενός ατέλειωτου εφιάλτη.
Πού θα πάει όμως αυτό και για πόσο ακόμα; Όσο βαστάει η φοροδοτική μας ικανότητα, είναι η απάντηση. Από ποιους; Από κάποιους σαν εμάς που αν έρθει ο λογαριασμός 100 ευρώ ιδρώνουμε και ξεϊδρώνουμε καθώς ισοδυναμεί με τα προσωπικά μας έξοδα 15 ημερών, ή από εκείνους που το θεωρούν ως λογικό έξοδο μιας βραδιάς;
Δεν έχουμε πλέον όχι για το σήμερα, αλλά ούτε για να καλύψουμε τα χρέη που μας δημιούργησαν χθες και προχθές. Πώς θα ανταποκριθούμε σ΄ αυτά που θα ΄ρθουν αύριο; Γιατί θα έρθουν…
Γαμώ τη μιζέρια μας. Ό,τι σιχαίνομαι, ό,τι μου γυρνάει τα συκώτια είναι αυτό. Να μιζεριάζω, να μεμψιμοιρώ, να πέφτω στα πατώματα. Δεν το κάνω ποτέ και ας λένε οι δικοί μου πως χρειάζονται κάπου, κάπου ασπιρίνη. Αν σιωπήσω, έστω και για δέκα λεπτά, αν μελαγχολήσω για λίγο, πέφτουν δίπλα μου. «Τι έχεις;», «μην πέσεις και πέσουμε και εμείς».
Δεν πέφτω, μα οργίζομαι. Όρισαν τη ζωή μας ως φοροδοτική ικανότητα, για να ανταποκριθούμε σε όσα μας χρέωσαν και ας μην κάναμε εμείς τη ζημιά. Τουλάχιστον όχι όλη τη ζημιά. Γιατί σ΄ εμάς ολόκληρος ο λογαριασμός;
Δεν πέφτω, αλλά αναρωτιέμαι. Ναι, δεν θα καθορίσουν τη ζωή μου υλικά και αναλώσιμα, αλλά μέχρι πότε θα την κρατούν εγκλωβισμένη σ΄ αυτό που μοιάζει με μια ιδιόμορφη κλίνη του Προκρούστη; Κόβουν όχι απ΄ τα υλικά που μας περισσεύουν αλλά απ΄ τις μέρες που χρωστάμε στον εαυτό μας.
Σ΄ αυτόν πότε θα ξεπληρώσουμε; Δεν είναι φιλοσοφικό μα ούτε και μεταφυσικό το ερώτημα. Είναι τελικά το ερώτημα της ζωής μας. Φοροδοτική ικανότητα μπορεί να έχουμε ακόμα, ικανότητα, όμως, να ζήσουμε μήπως τη χάσαμε ήδη;