Η εισβολή της τηλεόρασης στη ζωή του ανθρώπου, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, σηματοδότησε όχι μόνο την τεχνολογική εξέλιξη, αλλά και την αλλαγή του τρόπου ζωής του ίδιου του ανθρώπου. Αυτή η τεχνολογική ανακάλυψη οδήγησε κατά συνέπεια στη μετάβαση, από έναν απλό και λιτό τρόπο ζωής, σε μια ζωή σύγχρονη, με γρήγορους ρυθμούς, περίπλοκη, με υπερβολικές απαιτήσεις και προσδοκίες, για το σύνολο των ανθρώπων. Οι δε άνθρωποι, δίχως κανέναν ενδοιασμό, «αγκάλιασαν» τη χρήση της τηλεόρασης και την «υποδέχθηκαν» μετά χαράς μέσα στα σπίτια τους. Η τηλεόραση είχε γίνει πλέον νόρμα και ήταν απαραίτητη σε όλους τους ανθρώπους τόσο για την πληροφόρηση και την ψυχαγωγία τους, όσο και για την επίδειξη κοινωνικής υπεροχής, αφού θεωρούνταν ότι μόνο άτομα από υψηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα μπορούσαν να αποκτήσουν μια τηλεόραση.
Σταδιακά και με τα χρόνια, η τηλεόραση απέκτησε τεράστια ισχύ, αφού πλέον έχει τη δυνατότητα της διαμόρφωσης στάσεων και της κατεύθυνσης της κοινής γνώμης, που οδηγεί εντέλει στον έλεγχο των μαζών και τη χειραγώγησή τους. Πέρα όμως από τα παραπάνω αρνητικά στοιχεία, κάτι άλλο που δημιουργεί ανησυχίες και εγείρει προβληματισμούς είναι η υπέρμετρη και ανεξέλεγκτη χρήση της τηλεόρασης, κυρίως από μικρά παιδιά. Σύμφωνα με στοιχεία που δίνονται από την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής ένα άτομο που θα έχει φτάσει τα 70 χρόνια θα έχει ξοδέψει κατά μέσο από 7 ως 10 χρόνια παρακολουθώντας τηλεόραση. Επίσης, τα τηλεοπτικά προγράμματα, που τα παιδιά παρακολουθούν, όχι μόνο δεν είναι κατάλληλα για την ηλικία τους και το αναπτυξιακό τους πλαίσιο, αλλά πολλές φορές διαθέτουν σκηνές απερίφραστης, ωμής βίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τα αμερικανόπουλα μέχρι να φτάσουν στο 18ο έτος της ηλικίας τους, θα έχουν παρακολουθήσει κατά μέσο όρο 16.000 τηλεοπτικούς φόνους και 200.000 βίαιες πράξεις, ενώ έρευνα είκοσι ετών κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι αν δεν είχε ανακαλυφθεί η τηλεόραση θα υπήρχαν 10.000 λιγότερες εγκληματικές ενέργειες στις ΗΠΑ κάθε χρόνο, 70.000 λιγότεροι βιασμοί και 700.000 λιγότερες επιθέσεις με τραυματισμό. Καθίσταται εμφανές από τα παραπάνω ότι τα παιδιά, εξαιτίας της ποιότητας και της ποσότητας της τηλεοπτικής βίας στην οποία εκτίθενται, είναι δυνατόν να εμφανίσουν παραβατική συμπεριφορά και να οδηγηθούν σε πράξεις βίαιου περιεχομένου.
Οι δυσμενείς επιδράσεις της τηλεόρασης στο παιδί ποικίλλουν. Αρχικά, Η μίμηση προτύπων αποτελεί τον βασικότερο τρόπο επίδρασης των βίαιων σκηνών πάνω στο παιδί. Κατά τον Bandura (1983) η τηλεόραση μπορεί να μας <<εκπαιδεύσει>> στο πως θα πράξουμε βίαια, καθώς μας παρουσιάζει αναλυτικά σκηνές βίας και τους διάφορους τρόπους με τους οποίους αυτή πραγματώνεται. Πιο συγκεκριμένα, τεχνικές βίας και ακριβείς αναπαραστάσεις εγκλήματος διδάσκουν στα παιδιά ποιους τρόπους και ποιες μεθόδους μπορεί κάποιος να ακολουθήσει έτσι ώστε να διαπράξει μια άνομη πράξη ή ένα έγκλημα. Τα παιδιά, όντας πολύ καλοί παρατηρητές, μιμούμενα τις σκηνές που έχουν δει, μεταφέρουν στην κοινωνία, το σχολικό, αλλά και το οικογενειακό περιβάλλον επιθετικές συμπεριφορές, διαπράττοντας κάποιες φορές παρόμοιες πράξεις. Μάλιστα, όταν η βία που προβάλλεται, εκλαμβάνεται από τον τηλεθεατή ως δικαιολογημένη, τότε εκείνος θεωρώντας ότι η συγκεκριμένη πράξη είναι σωστή, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να την υιοθετήσει. Έπειτα, από την στιγμή που ο τηλεθεατής εκθέτει τακτικά τον εαυτό του σε σκηνές ωμής βίας, υπάρχει ο κίνδυνος να αρχίσει να χάνει σιγά-σιγά την αίσθηση της ανησυχίας και του προβληματισμού που θα είχε κάποιος παρακολουθώντας τέτοιου είδους σκληρές σκηνές (απευαισθητοποίηση της βίας). Επρόκειτο για ένα είδος σταδιακού εθισμού, όπου ο τηλεθεατής γίνεται συναισθηματικά κενός μετά από αρκετή έκθεση σε σκηνές με βίαιο περιεχόμενο. Επιπροσθέτως, η τηλεόραση συχνά δημιουργεί έναν μη πραγματικό φόβο, ο οποίος σχετίζεται με τη λαθεμένη εκτίμηση καταστάσεων. Ο φόβος αυτός μας κάνει να συμπεριφερόμαστε με υπερβολή σε κάποιες καταστάσεις στην «πραγματική» ζωή (διαστρέβλωση πραγματικότητας), εκτιμώντας αυτές τις ίδιες ως επικίνδυνες, ενώ δεν είναι.
Ο εσωτερικός κόσμος των παιδιών, από τη στιγμή της γέννησης τους, είναι γεμάτος συγκρούσεις. Πολλές φορές, τα παιδιά διακατέχονται από αρνητικά συναισθήματα και ενοχές, άλλοτε γνωρίζοντας το γιατί, ενώ άλλοτε όχι. Θέλοντας να απαλλαγούν από τα συναισθήματά τους αυτά, τα παιδιά χρησιμοποιούν την τηλεόραση ως μέσο κάθαρσης. Έρευνες στην Βρετανία έχουν δείξει, ότι τα παιδιά επιθυμούν περισσότερο να δουν τηλεόραση, έπειτα από συγκρούσεις που είχαν με τους γονείς τους.
Γίνεται αντιληπτό ότι η τηλεόραση και οι μορφές βίας που προβάλλονται θα επιδράσουν, άμεσα ή έμμεσα, αρνητικά στην ανάπτυξη αλλά και την ψυχοσύνθεση ενός παιδιού. Επίσης, παρατηρείται ότι οι βίαιες συμπεριφορές εξαπλώνονται πολύ γρήγορα ανάμεσα στους ανηλίκους και ότι υπάρχει η τάση για ανακύκλωση της βίας μέσα στα σχολεία (bullying) , τις παρέες, αλλά και τον κοινωνικό χώρο ευρύτερα. H βία, μέσα από συνειδητές και ασυνείδητες διεργασίες θα βρει τον τρόπο να επιβληθεί στο παιδί, το οποίο με τη σειρά του θα τη μεταφέρει στον πραγματικό κόσμο. Κατά τον Freud, ο άνθρωπος είναι ένα όν με πρωτόγονα ένστικτα και παρορμήσεις, ενώ το στοιχείο της επιθετικότητας είναι βαθιά ριζωμένο μέσα του. Η διαρκής έκθεση ενός παιδιού σε σκηνές βίας, θα καταστρέψει ή θα αλλοιώσει οποιαδήποτε άμυνα που διαθέτει, βοηθώντας το στοιχείο αυτό να αναρριχηθεί μέσα του και να γίνει κυρίαρχο της συμπεριφοράς του.
Είναι δυνατόν να ανατραπεί κάτι τέτοιο; Δηλαδή, μπορούμε να προστατέψουμε τα παιδιά και να αποτρέψουμε την παραγωγή επιθετικών ατόμων με παραβατική συμπεριφορά; Η γονε’ι’κή εποπτεία είναι απαραίτητη για να πετύχει ο στόχος αυτός. Παρατηρείται ότι οι γονείς, επειδή εργάζονται υπερβολικά πολλές ώρες ή λόγω του χαμηλού μορφωτικού τους επιπέδου, χρησιμοποιούν την τηλεόραση ως «νταντά» ή αδιαφορούν για τα τηλεοπτικά προγράμματα που τα παιδιά τους παρακολουθούν. Εν αντιθέσει με τις κινήσεις αυτές, οι γονείς πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην επιλογή των κατάλληλων τηλεοπτικών προγραμμάτων για το παιδί τους, τα οποία σαφέστατα και θα συμβαδίζουν με το ηλικιακό του πλαίσιο και την προσωπικότητά του. Πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση του παιδιού σε ταινίες με βίαιο, ρατσιστικό ή υβριστικό περιεχόμενο, αλλά ακόμη και αν επιτρέψουν στα παιδιά τους να δουν μια τέτοια ταινία, θα πρέπει να την παρακολουθήσουν μαζί τους, σχολιάζοντας και παρεμβαίνοντας όπου πρέπει για το τι είναι καλό και τι όχι, επικίνδυνο, βλαβερό για κάποιον κ.τ.λ. Πάντοτε, με διακριτικότητα και όχι με αυταρχισμό, ο γονέας θα πρέπει να ασκεί αγωγή και έλεγχο, να καλλιεργεί την κριτική σκέψη του παιδιού του, να προάγει την υπευθυνότητα και το σεβασμό στους άλλους και να το συμβουλεύει. Στις ενέργειες αυτές μπορεί να βοηθήσει και το σχολείο, σε συνεργασία με τους γονείς, μέσα από την εισαγωγή μαθημάτων και τη δημιουργία σεμιναρίων και ημερίδων, παρουσιάζοντας στα παιδιά τι ακριβώς είναι η τηλεόραση και πως πρέπει να χρησιμοποιείται. Τέλος, τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρει σε γενικές γραμμές το κράτος, κυρίως με τη νομοθεσία που θεσπίζει για την τηλεόραση και την προβολή βίαιων τηλεοπτικών προγραμμάτων.
* Ο Ευστράτιος Σαρρής είναι τεταρτοετής φοιτητής του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων