Οι Έλληνες του Κόλντερε λόγω της γεωμορφίας του εδάφους, των άφθονων νερών και των καλών κλιματολογικών συνθηκών ( το κλίμα της περιοχής ήταν γλυκό , θαλασσινό με άριστη ηλιοφάνεια, πράγμα που ευνοούσε την πολυποικιλότητα των καλλιεργειών, εξελίχθηκαν σε άριστους καλλιεργητές της γης.
Ακόμη το καλοκαίρι ήταν δροσερό, γιατί φύσαγε το θαλασσινό αεράκι από την οροσειρά του Σίπυλου( Μανίσα –Ντάγ) .
Οι αγρότες συνήθως έσπερναν δύο φορές. Μόλις μάζευαν τα σιτηρά ή τα κουκιά έσπερναν καλαμπόκι, σουσάμι, βρώμη . Ένα στοιχείο, που δυνάμωνε τα χωράφια, ήταν οι πλημμύρες των ποταμών, που, όταν τα νερά αποσύρονταν, άφηναν μια λιπασματούχα λάσπη (το τσάϊ ).
Τους αγρότες τους έλεγαν και λεσπέρηδες προφανώς από τη λέξη λάσπη.
Στα λασπώδη και υγρά χωράφια, που βρίσκονταν δίπλα στον Ντερέ, καλλιεργούσαν το βαμβάκι, που το μάζευαν σε ( καψίκια ) και το καθάριζαν, μετά το τέλειωμα των εργασιών τους κατά την διάρκεια του χειμώνα.
Στα πεδινά μέρη καλλιεργούσαν τα δημητριακά και στα λοφώδη τα καπνά και τα αμπέλια τους.
Ο τρύγος ήταν η μεγάλη γιορτή και η χαρά για μικρούς και μεγάλους . Άρχιζε μετά τη γιορτή της Παναγίας, όπου όλη η οικογένεια πήγαινε στον τρύγο. Γέμιζαν τα πλεκτά κοφίνια ( κελετέρια) και τα άδειαζαν στα αλώνια ( σεργιά) πάνω σε μεγάλες ψάθες για να αερίζονται για να σταφιδιάζουν. Τελευταία τρυγούσαν τα όψιμα σταφύλια που τα έλεγαν νεφεργέδες, με τα οποία κατασκεύαζαν οι γυναίκες το γλυκό πετιμέζι( γκιούμ –μπαμλί) και τη φημισμένη μουσταλευριά ( μπουλαμά) καθώς και το εξαίρετο σμυρναίικο ρακί, που ήταν το απαραίτητο ποτό σε κάθε κολτεριώτικο σπίτι.
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Δεληδήμου Φώτη, που λέει: Όταν στις 24 Αυγούστου πήραμε το δρόμο της προσφυγιάς, τα ζωντανά έφαγαν τη σταφίδα, που την είχαμε απλωμένη στ’ αλώνια και μούγκριζαν παράξενα.
Η καπνοκαλλιέργεια γινόταν από λιγότερες οικογένειες, που κατείχαν τη γνώση του καπνού με όλα τα μυστικά της, από το φύτεμα μέχρι το στέγνωμα και το κόψιμο στο μαχαίρι (μαχάνι) αλλά και το χτίσιμο του χαρμανιού.
Ο Δεληγιωργάκος Γιάννης, από τους καλύτερους χαβανετσήδες ψιλόκοβε τον καπνό σαν τσιγαρόχαρτο και ο Μιμικάρας Αποστόλης, από τους καλύτερους χαρμανιάρηδες, έφτιαχνε με μαεστρία ό,τι χαρμάνι ήθελε ο καπνιστής: μαλακό, σκληρό, μυρωδάτο.
Τέλος οι μπαχτσέδες ήταν περιτριγυρισμένοι από συκιές, που με τα σύκα τους έφτιαχναν τα περίφημα ρετσέλια. Ιδιαίτερη αγάπη είχαν στα μποστάνια με τα καρπούζια και τα πεπόνια (γαβούνια), που τα πούλαγαν πάνω στους αραμπάδες στην λαχαναγορά της Μαγνησίας.
Οι τεράστιες χορτολιβαδικές εκτάσεις, τα χέρσα λιβάδια δηλαδή, που υπήρχαν γύρω από το χωριό , τους έδιναν τη δυνατότητα να οργώνουν και να σπέρνουν, όσες εκτάσεις ήθελαν .
Ο Μιμικάκος Σωτήρης λέει για τον κάμπο : ( κάμπος ..κάμπος..τι κάμπος ! όσο βλέπ’ το μάτι σου κάμπος, από το Κόλντερε μέχρι τη Συρία! πάρε και σπείρε, όσα θέλεις…)
Η μόνη υποχρέωση απέναντι στο οθωμανικό κράτος ήταν η απόδοση της φορολογίας εισοδήματος με την απόδοση της δεκάτης ( ιντζάρ)
Με το πέρασμα των χρόνων οι Κολτεριώτες αγόραζαν τα χωράφια από τους μπέηδες με συμβόλαια ( κιτάπια), που τους καθιστούσαν ιδιοκτήτες πολλές φορές με το δικό τους μικρό τσιφλίκι.
Μόνο το τσιφλίκι του Τσαούση του Γιώργου ήταν 800 στρέμματα στα σύνορα του Κόλντερε με το Παπασλί, που είχε στη δούλεψή του πάνω από 15 τούρκους εργάτες ( χουσμεκιάρηδες).
Ακριβώς δίπλα ήταν και το μεγάλο τσιφλίκι του τούρκου Χαλίτ πασά ,μακρινού απόγονου του μπέη Καραοσμάνογλου.
Ο εύπορος ρωμιός κτηματίας του Κόλδερε Τσαούσης Γιώργος όταν ήρθε η μέρα του ξεριζωμού , δεν μπόρεσε να αφήσει το βιός, που απέκτησε με κόπια και θυσίες.. έμεινε πίσω να το φυλάει, Σπίτια με τις μάνδρες και τις αχυρώνες τις αποθήκες, το μισό βιός πρόλαβε να το μαζέψει το άλο μισό έμεινε αμάζευτο στ’ αλώνια .
Ο μπαρμπα Γιώργης δεν κατανόησε πώς μπορεί έναν νοικοκύρη να τον αποδιώξουν από το σπίτι και την πατρίδα του ! δεν μπορεί, θα σκέφθηκε, είναι ψέμα ..θα πάνε κανά δέκα είκοσι ημέρες και θα ξαναγυρίσουν, όπως παλιά … έτσι δεν άκουσε κανέναν ούτε τα παιδιά του, που τον χιλιοπαρακαλούσαν να φύγει ! Παρέμεινε ανένδοτος στην απόφασή του να μείνει στην αιώνια πατρίδα, το Κόλντερε! Την άλλη μέρα του ξεριζωμού οι Τούρκοι τον κρέμασαν στο πλατάνι της πλατείας!! Ο Κεμάλ, λένε, έδωσε μυστική εντολή να κρεμάσουν όλους τους ρωμιούς, που τόλμησαν να μην φύγουν σαν λαγοί από τα κονάκια τους…!
Πολλά κτήματα είχαν ακόμα και ο Κιούρτης Αναστάσης ( Μηνάκος), που τα τελευταία χρόνια είχε μάλιστα στην κατοχή του την πρώτη θεριστική μηχανή ρωσικής κατασκευής, που την έσερναν δύο άλογα . Η αρχοντιά του μπάρμπα -Αναστάση ήταν τόσο μεγάλη, που έκανε δωρεά στην εκκλησία της Παναγιάς ολόκληρο το τέμπλο της. Από τότε ο παπάς δεν έλεγε ποτέ το ευαγγέλιο, αν δεν ερχόταν ο προύχοντας του χωριού καβάλα στο άλογο με την τσερκέζικη σέλα του, που, αφού το έδενε στο προαύλιο της εκκλησιάς έπαιρνε τη θέση του στο πρώτο στασίδι, που τον περίμενε αδειανό. Ο καημένος ο μπάρμπα – Τάσος έθαψε ένα κιούπι λίρες στον ξεριζωμό, πίστεύοντας ότι πολύ γρήγορα θα γυρίσει για να τις ξεθάψει. Πέθανε σε βαθιά γεράματα στο Ανατολικό και το όνειρό του δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Κι ο Τσακίρογλου ο Αποστόλης άρχοντας κι αυτός με τα όλα του, χωράφια, ζωντανά , και το κονάκι του παλάτι με τους οντάδες και τα κελάρια πάντα γεμάτα. Είχε αποκτήσει κι αυτός πρόσφατα την ιππήλατη ρωσική θεριστική μηχανή. Οι άποροι και φτωχοί πήγαιναν στον Αποστόλη, που οι πόρτες του ήταν πάντα ανοιχτές. Είχε τόσες λίρες που γέμιζε τα κιούπια σαν να ‘τανε τουρσιά.
Όταν πήγαινε στην αγορά( λονζά) της Μαγνησίας για να πουλήσει τα βαμβάκια και τα δημητριακά, του οι χαμάληδες έτρεχαν πρώτοι να τα κατεβάσουν, γιατί τους μπαχτσίσωνε καλά. Ακόμα και στον καφενέ τα γκαρσόνια συναγωνίζονταν ποιος θα του σερβίρει τον καφέ του, γιατί το φιλοδώρημα ήταν πάντα μια χρυσή λίρα.
Το ίδιο γενναιόδωρος ήταν ο Αποστόλης και στο Ανατολικό. Στα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς αγόραζε μισή οκά κασέρι παράγγελνε και το τσίπουρο και κερνούσε τους πατριώτες του στα καφενεία του χωριού.
Ακόμα και ο Κατσάκος Νικόλας, γόνος και αυτός από την οικογένεια του οπλαρχηγού της ελληνικής επανάστασης Ηλία Κατσάκου, διαφέντευε πολλά χωράφια και ζωντανά.
Ένα άλλο προϊόν, που είχε μεγάλη παραγωγή και εξάγονταν στις ευρωπαϊκές χώρες ήταν τα κουκιά. Δεν υπήρχε κολντεριώτικο σπίτι, που να μην έχει στον κήπο του κουκιά . Πολύ παραστατική η περιγραφή του παππού Σακκάκου Νίκου ΄΄ θυμάμαι τα κουκιά στην πατρίδα γίνονταν μικρά δέντρα ίσαμε το μπόι, κάθε ρίζα έδινε από δύο οκάδες. Ο ίδιος μέχρι τα βαθειά του γεράματα έσπερνε ανελλιπώς στον κήπο του δέκα αυλάκια κουκιά .
Τα κουκιά ήχαν εξέχουσα θέση στο καθημερινό μενού . Η παραγωγή τους ήτανε τόσο μεγάλη, που, αφού τα έκαναν γιαρμά, τα έριχναν ως τροφή στα ζώα και στις καμήλες. Τα μετέφεραν αγωγιάτες και τα φόρτωναν στα καράβια Εγγλέζων εμπόρων .
Το προϊόν όμως, που έδινε το καθημερινό μεροκάματο, ήταν η γλυκόριζα, ένα αυτοφυές φυτό, που δεν απαιτούσε έξοδα καλλιέργειας, γιατί έβγαινε στις όχθες του Έρμου ποταμού. Η κοιλάδα του Έρμου ήταν το ιδανικό μέρος για τη γλυκόριζα.
Στην περιοχή αυτή η γλυκόριζα συναντιόνταν σε όλες της ποικιλίες: κίτρινη, κόκκινη . Ένα θαυματουργό πολυετές φυτό, που ευδοκιμούσε ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία και οι ρίζες του αποτελούσαν τη βάση για τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα της εποχής.
Οι Κολντεριώτες, μόλις τελείωναν το θέρος και τα καπνά, έβγαιναν ομαδικά για τη συλλογή της γλυκόριζας. Κάθε φορτίο παραδίδονταν στις αποθήκες (πουτσάϊ), που βρίσκονταν έξω από το χωριό. Εκεί ερχόταν οι έμποροι και ,αφού πλήρωναν με λίρες, τις φόρτωναν για το λιμάνι της Σμύρνης, Οι Γερμανοί την εποχή αυτή απορροφούσαν τη μεγαλύτερη ποσότητα γλυκόριζας.
Ιδιαίτερα τα παιδιά, μόλις τελείωναν το αρεναγωγείο, έβγαζαν ένα γρήγορο χαρτζιλίκι μαζεύοντας γλυκόριζες
Αυτή η απασχόληση είχε δημιουργήσει στους νέους ένα αίσθημα ανεξαρτησίας και αυτοπεποίθησης. Γι αυτό στο Κόλντερε υπήρχαν καφενεία για όλες τις ηλικίες για τους νεαρούς, τους άνδρες και τους ηλικιωμένους.
Γενικότερα η αγροτική παραγωγή μεταφέρονταν είτε στις τοπικές αγορές Μαγνησία, είτε στους εμπόρους, που είχαν τις εμπορικές τους αντιπροσωπείες κοντά στο λιμάνι της Σμύρνης.
Λίγες οικογένειες ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Αυτές είχαν από διακόσια έως τριακόσια κεφάλια πρόβατα, που συμπληρώνονταν με βοοειδή γελάδια και βουβάλια , που βοσκούσαν στις αμμούδες, που κατέβαζε το ποτάμι του χωριού. Καλοί κτηνοτρόφοι ήταν οι Δεληδημαίοι. Άς αφήσουμε τον Δεληδήμο τον Φώτη να μας εξιστορήσει, τι απόγινε το κοπάδι τους στο Κόλντερε: ΄΄ ο Γιώργος,, ο Βασίλης μαζί είχαμε καμιά 1000 πρόβατα. Όταν ξεριζωθήκαμε, τα πήραμε μαζί μας να τα περάσουμε στην Ελλάδα. Πού να φανταζόμασταν, ότι ούτε τη ζωή μας δεν θα γλυτώναμε… Στην Μαγνησία οι Τούρκοι μας έβλεπαν με τα πρόβατα και γέλαγαν … μόλις φτάσαμε στο Σαπουτσίβερι είδαμε από μακριά τους τσέτες… Ίσα που προλάβαμε και σφάξαμε μια προβατίνα για να ‘χουμε κάτι να φάμε στο δρόμο και κρυφτήκαμε. Άν μας έβλεπαν με τα πρόβατα, θα μας σκότωναν όλους ..!
Η πολύπλευρη γεωργική παραγωγή και ενασχόληση εξασφάλιζε καλή ποιότητα ζωής, που επηρέαζε θετικά την ψυχοσύνθεση και την κοινωνική συμπεριφορά των Κολντεριωτών.
Η οικονομική επιφάνεια γίνονταν εμφανής από τις πολλές άμαξες( παϊτόνια ), που υπήρχαν στο χωριό και μετέφεραν τους Κολτεριώτες στις αγορές της Μαγνησίας και της Σμύρνης. Στη Μαγνησία, που απείχε 18 χιλιόμετρα , ταξίδευαν με τις σούστες, που ήταν κλειστές με αντίσκηνο, για να μην βρέχονται.
Τέτοιες σούστες είχαν στην κατοχή τους οι: Λιακάκος Δημήτρης, Χ/Πανάγου Γρηγόρης, Δεληγιωργάκος Γιάννης, Καραγιαννάκος Βαγγέλης.
Εκεί, στις αγορές, μετά το ξεπούλημα των προϊόντων έκαναν τα ψώνια της εβδομάδας:
ρούχα ,υφάσματα ,παπούτσια, μπότες ( τσιμέδια) ,βελόνες και κλωστές για να κεντήσουν τα μεταξωτά και τα υφαντά τους στρωσίδια. Ψώνιζαν ακόμα και τα φαγώσιμά τους και επέστρεφαν συνήθως με τον ίδιο αγωγιάτη, που πήγαιναν.
Το μεγάλο ταξίδι των Κολντεριωτών ήταν προς την Σμύρνη όπου συνήθως πήγαιναν οι πιο εύποροι και κοσμοπολίτες. Η επιθυμία κάθε γυναίκας ν’ ανέβει στο τρένο από τον σταθμό Καραγασλί και να ταξιδέψει στη Σμύρνη , να ψωνίσει από την ευρωπαϊκή ( φράγκικη ) αγορά της Σμύρνης και μετά να πιεί έναν καφέ στα όμορφα ζαχαροπλαστεία της, δίπλα στη θάλασσα, ήταν όνειρο ζωής.