Επιβεβαιώνει η ΔΕΗ, απαντώντας σε σχετική ερώτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, την απόφαση που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με το μονοπώλιο στο λιγνίτη, γνωστοποιώντας παράλληλα την πρόθεσή της να προσφύγει κατά της απόφασης ώστε να εξεταστούν και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της.
Συγκεκριμένα το Ευρωδικαστήριο αποδέχτηκε την αίτηση αναίρεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την οποία ζητούσε την ακύρωση απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου από τις 20 Σεπτεμβρίου 2012, που είχε δικαιώσει τη ΔΕΗ στο θέμα του μονοπωλίου των κοιτασμάτων λιγνίτη.
Όπως σημειώνει στην ανακοίνωσή του, με την απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Συνθήκη επιβάλλει στα κράτη-μέλη να μην θεσπίζουν και να μη διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της Συνθήκης ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα.
Επίσης, η Συνθήκη απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, εφόσον η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών.
Η σχετική επιστολή της ΔΕΗ:
“Σε συνέχεια ερωτήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η ΔΕΗ επιβεβαιώνει ότι στις 17 Ιουλίου του 2014 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“ΔΕΕ”) εξέδωσε απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“ΓΔΕΕ”), η οποία είχε κάνει δεκτή την προσφυγή της ΔΕΗ κατά της Απόφασης της Επιτροπής της 5ης Μαρτίου 2008 (C(2008) 824). Η απόφαση αυτή της Επιτροπής αφορούσε τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της ΔΕΗ.
Συγκεκριμένα, η ακυρωθείσα απόφαση του ΓΔΕΕ είχε κάνει δεκτά δύο επιμέρους επιχειρήματα συμπεριλαμβανόμενα μεταξύ άλλων σε ένα εκ των τεσσάρων λόγων της από 3 Μαΐου 2008 Προσφυγής της ΔΕΗ.
Η εν λόγω απόφαση δεν είχε προχωρήσει περαιτέρω στην εξέταση των υπολοίπων ισχυρισμών της ΔΕΗ καθώς έκρινε ότι αυτό δεν ήταν απαραίτητο, εφόσον η αποδοχή δύο εκ των επιχειρημάτων της ΔΕΗ (από τα πέντε του πρώτου ακυρωτικού λόγου) αρκούσε για την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής.
Το ΔΕΕ με την απόφαση του της 17ης Ιουλίου δέχεται την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής κατά της ανωτέρω απόφασης του ΓΔΕΕ, εξαφανίζοντας αυτήν ως προς τα δύο εξετασθέντα επιμέρους επιχειρήματα και παραπέμπει την υπόθεση και πάλι στο Γενικό Δικαστήριο για εξέταση των υπολοίπων λόγων που επικαλέστηκε η ΔΕΗ.
Η ΔΕΗ θα υποστηρίξει την προσφυγή της ενώπιον του ΓΔΕΕ ως προς τους υπόλοιπους αυτούς λόγους”.
Το χρονικό της υπόθεσης
Η υπόθεση άνοιξε όταν, το 2003, η Επιτροπή μετά από καταγγελία ιδιώτη διαπίστωσε ότι τα δικαιώματα της ΔΕΗ δημιουργούσαν ανισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων στην πρόσβαση σε πρωτογενή καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και παρείχαν στην εταιρεία τη δυνατότητα να διατηρήσει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
Κατά την Επιτροπή, η ΔΕΗ κατείχε δεσπόζουσα θέση στις αγορές προμήθειας λιγνίτη και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με μερίδιο που υπερέβαινε το 97% και 85%, αντιστοίχως.
Ωστόσο, η Επιχείρηση προσέφυγε στο Γενικό Δικαστήριο στις 13 Μαΐου 2008 ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της Κομισιόν.
Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε τον Σεπτέμβριο του 2012 ότι για την αδυναμία των λοιπών επιχειρήσεων να αποκτήσουν πρόσβαση στα διαθέσιμα κοιτάσματα λιγνίτη δεν ευθύνεται η ΔΕΗ, εφόσον η παραχώρηση αδειών εκμεταλλεύσεως λιγνίτη εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση της.
Ο ρόλος της ΔΕΗ στην εν λόγω αγορά περιοριζόταν στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων εκείνων των οποίων κατείχε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης.
Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση της Επιτροπής διότι δεν είχε αποδείξει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.
Στις 30 Νοεμβρίου 2012 η Επιτροπή ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.
Πηγή: energypress.gr