ΤΟΥ ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΥ
ΤΑΝΙΔΗ
«Η μεγάλη αλλαγή που χρειάζεται ο τόπος, είναι η αλλαγή του πολιτικού κλίματος και της πολιτικής νοοτροπίας…… Οι κίνδυνοι που μας απειλούν είναι τόσο σοβαροί, ώστε να μη συγχωρούν ούτε διχασμούς εσωτερικούς, ούτε πειραματισμούς στις εξωτερικές μας σχέσεις, που μπορεί να εξασθενίσουν την αμυντική ικανότητα της χώρας….». Είναι τα λόγια και η αυστηρή προειδοποίηση του αείμνηστου εθνάρχη Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1955, στην λέσχη αξιωματικών της φρουράς Θεσσαλονίκης, κατά την επέτειο του «Όχι» προς στον φασισμό. Λόγια, με αξία διαχρονικότητας και ιδιαίτερης αξίας και σημασίας για την συνοχή των Ελλήνων και την ασφάλεια του κράτους.
Ο καλός Θεός της Ελλάδος, ευδόκησε στα δύσκολα εκείνα χρόνια, να στείλει κυβερνήτη της, έναν άνθρωπο διορατικό και μετριόφρονα, που είχε αποκλειστικό και άδολο στόχο την ανάπτυξη της χώρας και την ευημερία του λαού. Έτσι λοιπόν, βρέθηκε η χώρα μας, με τρόπο σχεδόν παραμυθένιο, χάρη στην διορατικότητα του μεγάλου εκείνου πολιτικού ανδρός, στην προοπτική να μεταβληθεί σε μία κρίσιμη καμπή της ιστορίας της, από φτωχή βαλκανική «ψωροκώσταινα», σε κράτος σύγχρονο, οικονομικά εύρωστο και πολιτικά σωστά οργανωμένο. Αλλά φευ! Έτυχε την εποχή εκείνη να βρίσκεται στην εξουσία της χώρας η παρακμιακή ελληνική κοινωνία. Να διαχειρίζονται την εξουσία την κρίσιμη εκείνη φάση της πορείας της, άνθρωποι αγκυλωμένοι στις τριτοκοσμικές αντιλήψεις, ανίκανοι να συλλάβουν, ή έστω να υποψιασθούν το μέγεθος του εγχειρήματος και το καταπληκτικό ιστορικό προνόμιο που η μοίρα τους επεφύλαξε. Αλλά ούτε και οι Έλληνες πολίτες συνειδητοποίησαν, πόσο σπουδαίες και ιστορικά αποφασιστικές, ήταν οι επιλογές του μεγάλου εκείνου ανδρός και πόσο χαρακτηριστικές για την προκοπή και την μελλοντική του πορεία.
Έτσι λοιπόν, τον υψηλό αυτό στόχο, υποβάθμισε σταδιακά ο καιροσκοπισμός και οι αφηρημένοι πολιτικοί όροι που εισήχθησαν στην ελληνική κοινωνία (κοινωνικός μετασχηματισμός, δημοκρατικές κατακτήσεις, μαζί θα κυβερνήσουμε κ.λ.π. κ.λ.π.). Ο παπανδρεϊσμός πλάνεψε τις λαϊκές μάζες με το «Τσοβόλα δώστα όλα», γεγονός που ανέπτυξε ταχύτατα τις δυνάμεις της ισοπέδωσης και της παρακμής. Η δημιουργηθείσα νέα πολιτική νομενκλατούρα, ξαπλώθηκε ταχύτατα σ` όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής του τόπου. Εκμεταλλεύτηκε την αμηχανία και την πολιτική ανωριμότητα του λαού, ενδύθηκε την λεοντή του σοσιαλιστή ή του φιλελεύθερου, έστησε ένα καινούργιο κομματικό κράτος, βόλεψε τα στελέχη του και τους ημετέρους και επιδόθηκε σ` ένα όργιο παροχών, διορισμών, «τιμητικών» συντάξεων, ανεξέλεγκτων δανεισμών και προνομιακών εργολαβιών. Και όλοι αυτοί οι λυμεώνες του κοινωνικού προϊόντος οι κομματικοί «στρατοί» (στελέχη, συνδικαλιστές και άλλοι), που παρεισέφρησαν στην δημόσια λειτουργία, διαιώνισαν επί δεκαετίες την κυριαρχία τους, πισωδρόμησαν την ελληνική κοινωνία, στα πάθη και στις περιπέτειες του «εμφυλίου» διχασμού, ανήγειραν τείχη στις προσωπικές σχέσεις του λαού με τα αντίπαλα καφενεία και δρουν ανενόχλητοι και χωρίς τον κίνδυνο της αφυπνίσεως
Τριάντα ολόκληρα χρόνια κράτησε η τυχοδιωκτική αυτή πολιτική των κομμάτων εξουσίας, η τακτική της ανευθυνότητας και της παρακμής, ο φενακισμός των διπλών βιβλίων και η απόκρυψη της απύθμενης σπατάλης και απίστευτης μιζαδωρίας, η μέθη με τους πακτωλούς των δανεικών που διαχειρίστηκαν. Τριάντα χρόνια τροχοπέδησαν τις ευκαιρίες της χώρας, για εκμετάλλευση των πλούσιων και μοναδικών ελληνικών φυσικών και άλλων πόρων, για αξιοποίηση της υψηλής μας ανταγωνιστικότητας, για επωφελή χρήση των πακέτων στήριξης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Έτσι η χώρα μας, δεν απόκτησε ούτε τα σχολεία που θα έπρεπε, ούτε τα κατάλληλα λιμάνια που μπορούσε, ούτε τρένα, ούτε επαρκές και κατάλληλο οδικό δίκτυο, ούτε άλλες αναγκαίες υποδομές, ούτε και την απαιτούμενη οργάνωση και διοίκηση. Όμως, απόκτησε κάτι άλλο! Γέμισαν τα αριστοκρατικά προάστια της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας, με μυθώδεις βίλες των νεόπλουτων και μαρίνες με αναρίθμητα κότερα.
Φυσικά, δεν έχει νόημα, ν` αποδίδουμε εκ των υστέρων ευθύνες σε ακοινώνητους, όταν οι ρόλοι καθορίζονται από την κοινωνική παρακμή. Όταν γνωρίζουμε ότι ηγέτες με διορατικότητα και αποφασιστικότητα, με αυταπάρνηση και ικανότητα ν` αναστήσουν λαούς, αποτελούν κατά κανόνα έκπληξη. Αλλά έχει νόημα, τώρα που η καταστροφή μας είναι πλέον ψηλαφητή και η απελπισία μας ανυπόφορη, τώρα που θα πληρώσουμε την ασυδοσία των λοιμικών εξουσιαστών μας, την νοητική μας υπανάπτυξη και την μικρόνοια που δημιουργεί την σύγχυση και γεννάει την πολιτική παρωπίδων, να γνωρίζουμε το πέρασμα τους, το έργο τους και να το αξιοποιούμε ως παράδειγμα αποφυγής.
Βασικά, δύο είναι τα κυρίαρχα προβλήματα που αντιμετωπίζει εδώ και δεκαετίες η χώρα μας. Το ένα είναι οικονομικό και το άλλο εθνικό.
Ασφαλώς ή οικονομική κρίση, δεν είναι μόνον ελληνικό φαινόμενο. Ανήκει στην διεθνή σφαίρα, όπου η πλειονότητα των κρατών ξοδεύει περισσότερα απ` όσα παράγει, αυτό που συμβαίνει και στην χώρα μας. Αλλά τα πράγματα για μας έφτασαν στο απροχώρητο. Δεν μπορεί το κράτος μας να σταθεί όρθιο, με εξωτερικό δημόσιο χρέος πάνω από το 150% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, ή αλλιώς με 500 δισεκατομμύρια χρέος, υπέρογκα ετήσια τοκοχρεολύσια και ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Και εδώ βρίσκονται οι ενστάσεις και ο σκεπτικισμός που εκδηλώνεται από τους διεθνούς φήμης οικονομολόγους. Θεωρούν την δέσμη μέτρων της κυβερνήσεως, ότι δεν αντιμετωπίζει την σπατάλη αλλά πλήττει τις αναγκαίες παραγωγικές δημόσιες δαπάνες. Δεν αυξάνει τα δημόσια έσοδα, αλλά κτυπάει τον μικρομεσαίο οικονομικό χώρο και προκαλεί σημαντική ύφεση, μείωση της καταναλώσεως, δυσπραγία στην λειτουργία της αγοράς, αύξηση της ανεργίας και όλες τις παρεπόμενες προς την πτώχευση συνέπειες.
Η σημερινή φοβική κυβέρνηση, -η οποία σημειωτέον- αποτελεί μέρους του προβλήματος (η ίδια και το κόμμα που την στηρίζει), δεν μπορεί να οδηγήσει την χώρα στην έξοδο από την οικονομική και όχι μόνο κρίση. Κι` αυτό το έδειξε από τα πρώτα ανάλγητα οικονομικά μέτρα που πήρε εναντίον των αδύναμων μικρομεσαίων τάξεων, του καταναλωτή, του εργάτη, του απλού υπάλλήλου. Θα μπορούσε να έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, αν ξεκινούσε τα περιοριστικά οικονομικά μέτρα από την μείωση του αριθμού των βουλευτών, όπως προβλέπει ο νόμος, από την απομάκρυνση της καμαρίλας των πάσης φύσεως παρατρεχάμενων στους υπουργούς, βουλευτές και τους άλλους καρεκλοκένταυρους, που πληρώνονται από το δημόσιο (μόνο οι αστυνομικοί ανέρχονται σε 6.000, χώρια οι υπάλληλοι των διαφόρων υπουργείων και της τοπικής αυτοδιοικήσεως). Από το να πληρώνει το δημόσιο, το τσουχτερό ενοίκιο των γραφείων των βουλευτών, που μάλιστα βρίσκονται και σε πολυτελή ξενοδοχεία του κέντρου των Αθηνών. Από το να πληρώνει την συμμετοχή των βουλευτών σε επιτροπές, με έξτρα έξοδα παραστάσεως, πέραν του παχυλού μισθού τους. Από την οικονομική ασυδοσία που επικρατεί στον θεσμό της Βουλής, στην λειτουργία της δημοκρατίας, στα πολιτικά γραφεία των υπουργών και πάει λέγοντας. Αν θέλουν οι εξουσιαστές μας και όλοι οι λυμεώνες του κρατικού κορβανά νεροκουβαλητές, γραφεία στην Αθήνα για τις πελατειακές τους σχέσεις και πολυτελή ζωή, ας τα πληρώσουν από την τσέπη τους και αν δεν μπορούν να φύγουν. Στα χρόνια του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή ο βουλευτής είχε μόνο την βουλευτική του αποζημίωση και ένα τηλέφωνο δωρεά, πέραν τούτων τίποτε άλλο.
Ο τόπος σήμερα χρειάζεται μία άλλη στιβαρή και αποφασιστική κυβέρνηση. Χρειάζεται ανθρώπους που δεν θα έχουν σχέση με τον παλαιοκομματισμό, με τις ίντριγκες και τις μεθοδεύσεις του παρελθόντος, με τις εξαρτήσεις και τους συμβιβασμούς. Μία κυβέρνηση που θα δημιουργήσει συντακτική Βουλή (όχι αναθεωρητική) και την θέσπιση νέων συνταγματικών κανόνων λειτουργίας της ελληνικής κοινωνίας
Όσον αφορά το εθνικό θέμα, είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι από τους αρχαίους ακόμη χρόνους, επικρατεί στην διεθνή κοινωνία το δίκαιο του ισχυροτέρου, το εθνικό συμφέρον. Η διπλωματία και οι διαπραγματεύσεις, έχουν, κατά συνέπεια, σχετική αποτελεσματικότητα. Οι πρόγονοί μας, προκειμένου να διατηρήσουν τις προαιώνιες παρακαταθήκες της φυλής μας, πολλάκις έφτασαν στο σημείο να πολεμήσουν για να υπερασπισθούν αυτά που ήταν δικά τους, λόγω ιστορικής καταγωγής και πολιτισμού, αντλώντας δύναμη και ενότητα από έναν πατριωτισμό, όπως τον γνώρισαν από τους αγώνες του 1821. Το ερώτημα που προκύπτει τον τελευταίο καιρό, ύστερα από τις ξεθωριασμένες αντιλήψεις περί πατριωτισμού της «προοδευτικής» νομενκλατούρας, είναι, αν η αναμφισβήτητη ιστορικότητά μας είναι επαρκής και πιστικός όρος για να στηρίξει των εδαφική μας ακεραιότητα, να κατοχυρώσει την ασφάλεια της πατρίδας μας, να διασφαλίσει την θέση που δικαιούμεθα.
Η διαφαινόμενη εξέλιξη των εθνικών θεμάτων του Αιγαίου και του σκοπιανού, θα είναι ίσως μία οδυνηρή εμπειρία για μας, η οποία θα μας αναγκάσει να ξανασκεφθούμε την ιστορικότητα και τον πατριωτισμό μας, όσο και τις διεθνείς μας σχέσεις. Τα προβλήματα που δημιούργησαν στα Βαλκάνια οι μεγάλες δυνάμεις, η ελαφρότητα και οι σκοπιμότητες που κυριάρχησαν κατά την διανομή της χερσονήσου αυτής, στους λαούς που την κατοικούσαν κατά τους χρόνους της διαλύσεως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με την συμπεριφορά έκτοτε αυτών των γειτόνων, μας υποχρεώνουν να είμαστε πάντοτε υποψιασμένοι και σε εγρήγορση. Βέβαια τα τελευταία χρόνια έγιναν στον χώρο αυτό κοσμογονικές αλλαγές. Επήλθε αναδιάταξη του βορειοδυτικού τμήματος της Βαλκανικής, ύστερα από το τέλος του Β.΄ παγκοσμίου πολέμου και της καταρρεύσεως του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989. Αυτοκαταργήθηκε ο κομμουνισμός, γκρέμισαν τα σιδηρά προπετάσματα και αυτονομήθηκαν οι περιοχές. Ωστόσο οι καιροί για τον ελληνισμό εξακολουθούν να είναι ύπουλοι, γιατί πράγματι η εθνική συνείδηση των ανθρώπων είναι ανεξιχνίαστη και οι προθέσεις των γειτόνων μας άδηλες. Το εθνικό αίσθημα είναι μία πολύ μυστική φωνή, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να την διαγνώσει, ή να προσδιορίσει που φωλιάζει, στην λογική ή στο αίμα που βράζει. Απτό παράδειγμα ο σκοπιανός πρωθυπουργός.































