Οι μέλισσες στις Ηνωμένες Πολιτείες πεθαίνουν με ρυθμούς μη βιώσιμους για τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή τους, προειδοποίησε σε νέα έκθεσή του το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα – οπότε και οι κυψέλες τους είναι πιο ευάλωτες – αναφέρθηκαν απώλειες που φθάνουν σχεδόν το ένα τέταρτο των αποικιών.
Συγκεκριμένα, οι αμερικανοί μελισσοκόμοι κατέγραψαν κατάρρευση του 23,2% των κυψελών που διαχειρίζονται, μεταξύ του Οκτωβρίου 2013 και του περασμένου Απριλίου.
Παρότι το ποσοστό είναι σαφώς χαμηλότερο από τη μέση ετήσια απώλεια του 29,6% που καταγράφεται από το 2007, είναι πολύ υψηλότερο από το όριο του 18,9% που οι ίδιοι οι μελισσοκόμοι θεωρούν οικονομικά βιώσιμο.
Τον περασμένο χειμώνα μάλιστα, οι απώλειες είχαν φθάσει το 30,5%.
«Τα αποτελέσματα της φετεινής έρευνας, αν και ενθαρρυντικά, δεν προσφέρουν μεγάλη ανακούφιση, γιατί δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο οι μέλισσες τα κατάφεραν καλύτερα τον περασμένο χειμώνα σε σχέση με τους προηγούμενους», είπε στο National Geographic ο Τζιν Ρόμπινσον, διευθυντής του αμερικανικού Ινστιτούτου Γονιδιωματικής Βιολογίας.
«Δεν μπορούμε να εφησυχάσουμε έως ότου κατανοήσουμε πραγματικά τους παράγοντες που ευθύνονται για τις διαφορές στις απώλειες».
Το υπουργείο προειδοποίησε ότι οι συσσωρευμένες επιπτώσεις στους πληθυσμούς, τα τελευταία 8 χρόνια, συνιστούν μεγάλη απειλή για την επιβίωσή τους, αλλά και τη γεωργική παραγωγή των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς περίπου το εν τέταρτο των καλλιεργειών στη χώρα – από τα βερίκοκα μέχρι τα κολοκύθια – εξαρτώνται από τις μέλισσες για την επικονίασή τους.
«Οι ετήσιες αυξομειώσεις του ρυθμού απωλειών απλώς καταδεικνύουν πόσο περίπλοκο είναι το όλο ζήτημα της υγείας των μελισσών», δήλωσε ερευνητής του υπουργείου Γεωργίας εξηγώντας ότι οι ιοί ή τα παρασιτοκτόνα είναι μόνο δύο από τους παράγοντες που παίζουν ρόλο.
Υπενθυμίζεται ότι ιδιαίτερα ένας τύπος παρασιτοκτόνων, τα νεονικοτινοειδή, έχουν συνδεθεί με τη μαζική κατάρρευση αποικιών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση απαγόρευσε πέρυσι τρία από αυτά, τα οποία όμως εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΠΗΓΗ: naftemporiki.gr