Ο κάθε θάνατος έχει τη δική του τραγικότητα και τη δική του μοναδικότητα. Σε όποιο σύνολο και αν ανήκε ο άτυχος Παύλος Φύσσας εν ζωή, το μαχαίρι που του την αφαίρεσε τον κατέταξε στη μακριά λίστα των ανθρώπων που έφυγαν άδικα, άδοξα, αναίτια… Και εκεί βρίσκονται άνθρωποι που δεν έχει σημασία τι πίστευαν, τι ήθελαν και τι έκαναν όσο ζούσαν. Σημασία έχει πως ήταν άνθρωποι που ΄χαν τη δική τους μοναδικότητα και δεν αντικαταστάθηκαν, ούτε θα αντικατασταθούν ποτέ.
Φυσικά, αυτή τη μοναδικότητα την αισθάνονται και την κατανοούν περισσότερο οι κοντινοί του ανθρώπου που φεύγει, με τους γονείς να είναι οι πλέον τραγικές φιγούρες. Θα ξεχάσουν άραγε ποτέ το κουδούνισμα του τηλεφώνου που τους γνωστοποίησε το χειρότερο νέο; Ή αυτό το κουδούνισμα θα στοιχειώνει πλέον τα μερόνυχτα τους, μαζί με τα άλλα φαντάσματα που θα φέρουν στη ζωή τους τα αναπάντητα ερωτήματα;
Ερωτήματα που δεν απαντώνται βέβαια ούτε απ΄ τις βαρύγδουπες και πομπώδεις ανακοινώσεις καταδίκης του συμβάντος απ΄ το σύνολο του πολιτικού κόσμου, ούτε απ΄ τις εκδηλώσεις συμπαράστασης των ομοίων τους. Αυτών, των απλών ανθρώπων, γνωστών από παλιά ή γνωριμίες των τελευταίων ωρών που τις προκάλεσε το τραγικό και αναπάντεχο, το αδιανόητο και ανεπανόρθωτο.
Πολλά τα επίθετα που ταιριάζουν στην περίπτωση μα μόνο ένα είναι εκείνο που πονάει, που σφάζει σαν το μαχαίρι του δολοφόνου. «Ανεπανόρθωτο». Κοφτερή λάμα, καυτή, θα στριφογυρίζει στα σωθικά αυτών των άτυχων γονιών, όπως η εικόνα του δικού τους σπλάχνου να κείτεται στη σκληρή άσφαλτο παρακολουθώντας ανήμπορο το αίμα να φεύγει από μέσα του μαζί με τη ζωή του και να μην μπορεί να ψελλίσει καλά, καλά ένα γιατί.
Γιατί; Το ψελλίζουμε εμείς τώρα, συγκλονισμένοι, συντετριμμένοι, αηδιασμένοι αλλά και έτοιμοι να περάσουμε στην επόμενη φάση της γνωστής ρήσης «η ζωή συνεχίζεται». Μια ρήση που δεν ισχύει πλέον για τον 34χρονο Παύλο και κατά μια έννοια ούτε για τους γονείς του.
Θα απαντήσουμε όμως ποτέ σ΄ αυτό το γιατί; Όχι με ανακοινώσεις, πομπώδεις δηλώσεις, με το δάχτυλο προτεταμένο που θα δείχνει και θα ρίχνει τις ευθύνες στον άλλο. Το να μην αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας είναι και αυτό μια μορφή φασισμού, γιατί η δημοκρατία θέλει και παλληκαριά, θέλει και θάρρος να πεις «ναι, τα σκατώσαμε. Δεν κάναμε αυτό που έπρεπε, όταν μπορούσαμε».
Ο δολοφόνος ήταν της Χρυσής Αυγής, σύμφωνα με την ομολογία του και τα στοιχεία που προέκυψαν ήδη. Άλλοι, προηγούμενοι δολοφόνοι σαν αυτόν σκότωσαν (με πέτρα, με μαχαίρι, με λοστό, με οτιδήποτε) επειδή ο «εχθρός» ανήκε στη μισητή αντίπαλη ομάδα. Κοινός τόπος για όλους αυτούς πως ανήκαν τελικά στην ίδια ομάδα. Στη μαύρη ομάδα του μίσους.
Φταίνε, λένε, τα μνημόνια, η λιτότητα, η ανέχεια, η ανεργία. Η εύκολη εξήγηση και η δικαιολογία που αναζητούμε όλοι αυτές τις ώρες για να αποσείσουμε από πάνω μας τις όποιες τύψεις; Για ποιο λόγο; Μήπως επειδή κατά βάθος αισθανόμαστε και λίγο ως… ηθικοί αυτουργοί τέτοιων ενεργειών;
Ο φασισμός, που αποδεδειγμένα εμπεριέχει πάρα πολλά κακά και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε δεινά, ανθίζει και καρποφορεί ανάμεσα στα αγκάθια της πρωτόγνωρης και οδυνηρής οικονομικής κρίσης που ζούμε, αλλά μήπως ο σπόρος του ήταν εδώ από πριν; Αν ήταν, μπορεί να μην τον ποτίσαμε, ούτε να του ρίξαμε λίπασμα, όσο κάποιοι άλλοι. Όλοι μας όμως βάλαμε το χεράκι όταν διαβάσαμε, ακούσαμε και είδαμε τις πρώτες εκδηλώσεις μίσους και εμείς απλώς προσπεράσαμε. Άλλοι σκεπτόμενοι πως δεν μας αφορούν και άλλοι ψιθυρίζοντας μες απ΄ τα δόντια «βρε, καλά τους κάνουν… Αμάν πια!».