ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΕΙ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Ι. ΒΕΡΓΑΔΟΥ ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Ανοιχτή επιστολή προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Καθηγητή κ. Αρβανιτόπουλο, για τις δυσλειτουργίες στα συμβούλια των ΑΕΙ απέστειλε Πρόεδρος του Συμβουλίου του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας Ιωάννης Βέργαδος, στην οποία μάλιστα τονίζει ότι εάν κρίνει ότι οι συνθήκες δεν επιτρέπουν να λειτουργεί το Συμβούλιο όπως απαιτούν ο Νόμος και η Ακαδημαϊκή Δεοντολογία, «θα αποχωρήσω με την συνείδησή μου ήσυχη. «
«Προ έξι περίπου μηνών σας είχα αποστείλει εμπιστευτική επιστολή, με την οποία ζητούσα να επιληφθείτε ορισμένων θεμάτων της αρμοδιότητάς σας που άπτονται της λειτουργίας των Συμβουλίων των ΑΕΙ γενικά. Επίσης σας παρακαλούσα να μεριμνήσετε ώστε να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένα προβλήματα του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας, του οποίου τυγχάνει να είμαι Πρόεδρος του Συμβουλίου. Σημείωνα τότε ότι ανέμενα σύντομα απάντηση εφόσον τα καθήκοντά σας δεν είχαν αλλάξει με τον τελευταίο ανασχηματισμό και τα θέματα που θίγονταν χρόνιζαν στα συρτάρια σας περισσότερο από ένα χρόνο. Επειδή δεν έχω εισέτι λάβει απάντηση, για να είμαι βέβαιος ότι το κείμενό μου θα περάσει από το τείχος των συμβούλων σας, απευθύνω την παρούσα ανοιχτή επιστολή, πρόθεση που άλλωστε είχε καταστεί γνωστή με την προηγούμενη εμπιστευτική.
Είναι σε μένα προφανές ότι τα Συμβούλια δεν είναι αρεστά σε όσους επιθυμούν να μην αλλάξει τίποτε στην δομή και λειτουργία των ΑΕΙ. Σπεύδω να δηλώσω από την αρχή ότι μεταξύ αυτών δεν θεωρώ ότι είναι μόνο οι συνήθεις ύποπτοι για το κατεστημένο, δηλαδή «οι υπέρμαχοι του ασύλου αριστεριστές φοιτητές και μέλη ΔΕΠ», τουλάχιστον όσον αφορά το ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας. Εδώ οι εκλογές των εσωτερικών μελών του Συμβουλίου έγιναν χωρίς να χρειαστεί η επινόηση της ηλεκτρονικής ψήφου. Οι φοιτητές όρισαν εκπρόσωπό τους στο Συμβούλιο, που συμμετείχε ανελλιπώς στις συνεδριάσεις από την αρχή της διαδικασίας και συνέβαλε θετικά στη λειτουργία του. Η εκλογή των εξωτερικών μελών από τα εσωτερικά προχώρησε χωρίς εμπόδια.
Υπάρχουν, ασφαλώς, ασάφειες στο πλαίσιο λειτουργίας των δύο κορυφαίων οργάνων των Ιδρυμάτων που μπορούν να εκληφθούν ως «γκρίζες ζώνες». Καταβάλαμε, ωστόσο, κάθε προσπάθεια να ανταποκριθούμε στο πνεύμα του νόμου, ελαχιστοποιώντας τα όποια προβλήματα. Δώσαμε και εξακολουθούμε να δίνουμε την ευκαιρία στη Διοίκηση του Ιδρύματος να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, που απαιτούν διαφάνεια, έλεγχο και δημόσιο απολογισμό, πράγματα, που μετά λύπης διαπιστώνω, ήσαν άγνωστα στο παρελθόν.
Αναμένω ότι η Διοίκηση θα κατανοήσει και θα ανταποκριθεί θετικά στην υπόδειξή μου για επαρκή ενημέρωση του Συμβουλίου για τα δρώμενα στο Ίδρυμα, ιδιαίτερα πάνω σε θέματα που έχουν οικονομικές συνέπειες, ώστε να δυνηθεί αυτό να λειτουργήσει σωστά για το συμφέρον του Ιδρύματος, σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου. Γενικά ελπίζω ότι η Διοίκηση θα εκτιμήσει τις καλές προθέσεις του Συμβουλίου και θα ανταποκριθεί θετικά στο να ολοκληρώσει γρήγορα την διαδικασία των δύο βασικών της υποχρεώσεων, δηλαδή της υποβολής προς έγκριση στο Συμβούλιο, του Οργανισμού του Ιδρύματος και του Εσωτερικού Κανονισμού λειτουργίας αυτού.
Παρά τις δυσκολίες αυτές, ως πρόχειρο απολογισμό στο τέλος του πρώτου έτους από την εγκατάστασή του, μπορώ να πω ότι, κάτω από τις αντίξοες προϋποθέσεις που υποχρεώθηκε να λειτουργήσει, το Συμβούλιο δεν τα πήγε άσχημα. Καταφέραμε να διενεργήσουμε, κατά κοινή ομολογία άψογα, ύστερα από δημόσια παρουσία όλων των υποψηφίων, τις Πρυτανικές εκλογές στο Ίδρυμα (η θητεία της προηγούμενης Διοίκησης είχε λήξει τον Σεπτέμβριο του 2012). Στην επιλογή των Κοσμητόρων ακολουθήσαμε την ίδια διαδικασία, δηλαδή την δημόσια παρουσία ενώπιον του Συμβουλίου όλων των υποψηφίων. Για λόγους, ωστόσο, που θα αναλυθούν πιο κάτω, η τελική προσπάθειά μας δεν ήταν όσο θα θέλαμε επιτυχής. Απαντήσαμε, τέλος, με τον πλέον ορθολογιστικό και ακαδημαϊκά επιβαλλόμενο τρόπο στα ερωτήματα του Υπουργείου σχετικά με το σχέδιο «ΑΘΗΝΑ», παρόλο που θεωρούμε ότι τα θέματα αυτά δεν έπρεπε να είχαν αντιμετωπιστεί τελεσιγραφικά εκ των άνω, αλλά θεσμικά, δηλαδή στα πλαίσια του Οργανισμού, που θα μπορούσε, αν μας είχε δοθεί λίγη πίστωση χρόνου, να είχε γίνει σύντομα.
Ελπίζαμε, λοιπόν, ότι με την νέα Διοίκηση θα ξεκίναγε πλήρως η ομαλή λειτουργία του Συμβουλίου. Όμως ανέκυψαν προβλήματα που είναι ευθύνη της Κεντρικής Διοίκησης. Συγκεκριμένα πρέπει να δοθεί κάποια εξήγηση για το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη ενεργοποιηθεί το άρθρο 8, παρ. 12, του Ν 4009/11που ορίζει ότι «Τα μέλη του Συμβουλίου και ο Πρόεδρος λαμβάνουν κατ’ αποκοπή αποζημίωση, για τη συμμετοχή τους σε αυτό, η οποία καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Θα πρέπει, επίσης, να εξηγήσει η Πολιτική Ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας γιατί δεν έχει ακόμη γίνει ειδική πρόβλεψη σχετικά με τα έξοδα μετακίνησης του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου. Το Ίδρυμα καταβάλλει προσπάθειες να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, όντας υποχρεωμένο, ωστόσο, ύστερα από υπόδειξη των υπηρεσιών του Υπουργείου σας, ακόμη και για τον Πρόεδρο του Συμβουλίου να ακολουθήσει τα ισχύοντα για τις υπηρεσιακές μετακινήσεις των απλών υπαλλήλων. Ίσως έτσι καταβληθούν σύντομα κάποια ποσά για υπηρεσιακού χαρακτήρα μετακινήσεις που έχουν γίνει από τον περασμένο Νοέμβριο. Σε κάθε περίπτωση τα καταβαλλόμενα ποσά είναι τόσο ισχνά που δεν καλύπτουν καν τα στοιχειώδη έξοδα μετακίνησης. Πέραν αυτού, παρόλο που η Οικονομική Υπηρεσία δεν θέτει θέμα, πως μπορεί να θεωρηθεί η μετακίνηση του Προέδρου του Συμβουλίου ως εκτός έδρας όταν η μετακίνηση γίνεται στην Έδρα του Ιδρύματος; Εξυπακούεται ότι οι μετακινήσεις έχουν περιοριστεί αποκλειστικά για τις συνεδριάσεις του οργάνου και, δυστυχώς, δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές προσκλήσεις για συμμετοχή σε εκδηλώσεις φορέων της περιοχής και άλλων ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων.
Δεν υπάρχει, προφανώς, για τον Πρόεδρο του Συμβουλίου η απαίτηση να διαμένει στην Έδρα του Ιδρύματος. Θα μπορούσε, ωστόσο, ακόμη και αυτό να γίνει χάριν της καλής λειτουργίας του Ιδρύματος, αν είχε λυθεί ικανοποιητικά το θέμα της αποζημίωσης. Πρέπει επίσης, να γίνει κατανοητό πως η πρόσφατη μείωση των συντάξεων που ακολούθησε το νέο μισθολόγιο των Πανεπιστημιακών δεν μας επιτρέπει να εξακολουθήσουμε να χρηματοδοτούμε εξ ιδίων πόρων, όπως κάναμε μέχρι τώρα, δραστηριότητες που σχετίζονται με τα νέα καθήκοντά μας. Αν ο Υπουργός θεωρεί ότι έτσι πρέπει να γίνει, ας μας το πει ευθαρσώς.
Όπως ήταν αναμενόμενο οι ανωτέρω δυσκολίες αποδείχτηκαν αμείλικτες. Έτσι δύο εσωτερικά μέλη του Συμβουλίου παραιτήθηκαν και αποδέχτηκαν τον ορισμό τους ως αναπληρωτές του Προέδρου-Πρύτανη. Ένα ακόμη εσωτερικό Μέλος, από τα 6 συνολικά, παραιτήθηκε για να διεκδικήσει θέση Υπευθύνου-Προέδρου Τμήματος. Ομολογώ ότι με κανένα τρόπο δεν ανέμενα μία τέτοια εξέλιξη. Ασφαλώς έπαιξε ρόλο το ότι είχαν εκλεγεί πριν οι τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις περιορίσουν τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου. Αναφέρω επίσης, παρόλο που είναι ίσως συμπτωματικό γεγονός, ότι είχαν εγκαταλείψει προηγούμενες θέσεις, που είχαν Επίδομα Θέσης, χάριν του Συμβουλίου. Είναι, προφανώς, κατανοητό ότι δεν μπορούσα να μην κάνω αποδεκτές τις παραιτήσεις εκλεγμένων μελών που, επί πλέον, είχαν κατά νόμο συμμετάσχει στη διαδικασία της επιλογής μου ως Προέδρου του Συμβουλίου.
Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι ότι από τα 11 συνολικά Μέλη του Συμβουλίου έχουν παραμείνει μόνο 8, αριθμός που μόλις και μετά βίας επαρκεί για την λήψη απόφασης επί θεμάτων για τα οποία απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 2/3. Δεν κατανοώ γιατί δεν επιτρέπεται αντικατάσταση των παραιτουμένων. Η κατάληξη ήταν το γεγονός ότι, εφόσον απαιτείτο η θετική ψήφος όλων των μελών του Συμβουλίου, να μην καταστεί δυνατόν, παρά τις επανειλημμένες συνεδριάσεις και ψηφοφορίες, να προχωρήσουμε στον ορισμό του καταλόγου των υποψηφίων Διευθυντών (Κοσμητόρων) της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας, επιλέγοντας 2 από τον κατάλογο των 5 ενδιαφερομένων. Έτσι η διαδικασία κηρύχτηκε άγονη. Ελπίζουμε αυτό να μην έχει δυσάρεστες συνέπειες στις απαραίτητες τροποποιήσεις των προγραμμάτων σπουδών, που αναγκαστικά απορρέουν τόσο από το σχέδιο «ΑΘΗΝΑ» όσο και από τη μείωση κατά 50%, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, της χορηγίας για Έκτακτο Εκπαιδευτικό Προσωπικό.
Τα ανωτέρω προβλήματα δεν μπορούν, λοιπόν, να θεωρηθούν, όπως επώνυμοι αρθογράφου στον τύπο ισχυρίζονται, ως απλή «αψιμαχία μεταξύ των Πρυτάνεων και των Συμβουλίων». Επίσης η «αξιοπρέπεια των Συμβουλίων» δεν μπορεί να προστατευθεί μόνο καλώντας την αστυνομία. Δεν μπορεί να ξεμπερδεύει κανείς εύκολα ισχυριζόμενος πώς έτσι «εκπληρώνουμε το χρέος μας απέναντι στους φοιτητές και τη χώρα». Σε κάθε περίπτωση, στο έτος Καβάφη, ας αναλογιστούν όσοι σκέπτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο «και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους;»
Εν κατακλείδι τα ανωτέρω προβλήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα. Αν δεν δοθεί ικανοποιητική λύση, τουλάχιστον σε όσα αφορούν το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, δεν γνωρίζω κατά πόσον μπορούμε να κάνουμε υπομονή και να παραμείνουμε στις θέσεις μας. Δεν υπήρξα από τους ένθερμους υπερασπιστές των προ διετίας νομοθετικών ρυθμίσεων. Πίστευα ότι και με το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο μπορούσε να είχε εξασφαλιστεί έλεγχος και λογοδοσία στα ΑΕΙ από το αρμόδιο όργανο, που δεν ήτανε άλλο από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Όλοι σχεδόν οι προηγούμενοι Υπουργοί επέλεξαν, ωστόσο, να μην ανταποκριθούν σε αυτόν τον ρόλο και μερικοί έπραξαν το ακριβώς αντίθετο, εξ ού προέκυψε για την Πολιτεία η ανάγκη των Συμβουλίων. Υπό το πρίσμα αυτό, παρά τις όποιες επιφυλάξεις, δέχθηκα να στηρίξω την ορθή λειτουργία ενός νόμου, που πέρασε με ισχυρή πλειοψηφία από τη βουλή, όπως, άλλωστε, είχα κάνει και το 1982 με τον τότε Νόμο Πλαίσιο. Αν, ωστόσο, κρίνω ότι οι συνθήκες δεν επιτρέπουν να λειτουργεί το Συμβούλιο όπως απαιτούν ο Νόμος και η Ακαδημαϊκή Δεοντολογία, θα αποχωρήσω με την συνείδησή μου ήσυχη.»