Την στιγμή που ο ΓΑΠ ανακοίνωνε από το Καστελόριζο, χωρίς να μας ρωτήσει, για την ένταξή μας στο Μνημόνιο στήριξης, κανείς μας δεν ήξερε τι θα επακολουθούσε. Πράγματι, μετά τα ψηφισθέντα νομοσχέδια αντιληφθήκαμε περί τίνος πρόκειται, και πόσο μάρμαρο πρέπει να πληρώσουμε για να “σωθεί η χώρα”.
Όσο, όμως, η σθεναρή επιχερηματολογία υπερ του μνημονίου ήταν αρκετά πειστική, άλλο τόσο και οι υπέρμαχοι του αντιμονιακού μπλοκ, προέβαλλαν λογικά επιχειρήματα περί καταστροφής της οικονομίας και της κοινωνίας. Η μεσαία τάξη, υπό την πίεση των μνημονιακών μέσων, αλλά και με την ελπίδα να μην χαθούν καταθέσεις και περιουσίες, δέχθηκαν μείωση σε συντάξεις, μισθούς και προνόμοια, με την ελπίδα, ότι όλα θα είναι παρωδικά. Όλη η κοινωνία, συμφωνούσε ότι έπρεπε να γίνουν μεταρρυθμίσεις, ότι έπρεπε επιτέλους να μπει μια τάξη.
Κάποιοι, υποστήριζαν ότι καλώς ήρθε η Τροικα να μας ελέγχει, αφού η γενική διακυβέρνηση της χώρας, θα ήταν υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ και υπό την εποπτεία της ΕΕ, έτσι ώστε θα περιοριστούν οι σπατάλες του κράτους.
Οι περισσότεροι είμασταν προβληματισμένοι, περιμέναμε να δούμε τι μέλλει γενέσθαι και ελπίζαμε ότι όλο αυτό θα είναι για καλό. Υπήρχαν τομείς, που αναμφισβήτητα όλοι συμφωνούμε ότι έπρεπε να γίνουν αλλαγές. Συμφωνούμε όλοι ότι πρέπει να περικοπούν υπέρογκες συντάξεις που δεν ανταποκρίνονται στις εισφορές που είχαν δώσει οι συνταξιούχοι στο παρελθόν, συμφωνούμε να μπουν φυλακή τα λαμόγια, συμφωνούμε στην οικονομία στις κρατικές δαπάνες, συμφωνούμε στις απολύσεις των άχρηστων από το δημόσιο. Συμφωνούμε σε όλα όσα θα κάναμε και εμείς στην τσέπη μας ή στην επιχείρησή μας, σε μια τέτοια έκτακτη περίσταση.
Πολύ περισσότερο, όμως, αναζητούσαμε διέξοδο σε πραγματικά μεγάλα προβλήματα. Να πληρώσουν όλοι τις εισφορές τους στα ασφαλιστικά ταμεία, να γίνεται σωστή διαχείριση του δημοσίου χρήματος, να φορολογηθούν οι πραγματικοί έχοντες, να μην ξεπουληθεί η δημόσια περιουσία, να σταματήσουν οι διορισμοί από το παράθυρο, να υπάρξει διαφάνεια παντού. Εκεί το μνημόνιο δεν τα κατάφερε. Εκεί ο κόσμος έχασε και την τελευταία του ελπίδα: Ξέρουμε ότι μεγάλα κανάλια χρωστάνε εκατομμύρια στα ασφαλιστικά ταμεία. Ξέρουμε ότι θα συγχωνευτούν εκδοτικοί οργανισμοί, και ότι θα περικοπούν τα δάνεια τους προς τις τράπεζες, κάτι που δεν θα εφαρμοστεί για όλους τους υπόλοιπους. Ξέρουμε ότι δεν θα απολυθούν μόνοι οι άχρηστοι, αλλά και όσοι δήθεν περισσεύουν. Ξέρουμε ότι η απελευθέρωση των αδειών δημόσιας χρήσης φορτηγών δεν έριξε συνακόλουθα τις τιμές στις μεταφορές. Έτσι δεν μας έλεγαν; Ξέρουμε ότι αποθεματικά, χρήμα κανονικό δηλαδή, “επενδύθηκε” σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, ενώ είχε αποφασισθεί το κούρεμα τους. Γιατί; Αυτός που πήρε την απόφαση να ξοδέψει το χρήμα των ασφαλιστικών ταμείων σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, λές και ήταν δικό του, ξόδεψε ή κατά τους κυβερνώντες “επένδυσε” έστω 1 ευρώ σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, τρείς εβδομάδες πριν το κούρεμα; Όχι, βέβαια, δεν είναι κανείς τρελός. Κανείς δεν θέλει να χάσει τα λεφτά του. Πρέπει να καταλάβουμε ότι χάσαμε λεφτά με το PSI. Πρέπει να καταλάβουμε ότι χάσαμε λεφτά με το μνημόνιο. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ένα πρόβλημα των μεγαλόεπιχειρηματιών, ένα πρόβλημα των τραπεζών, το κάναμε δικό μας πρόβλημα.
Όλο και περισσότερο γίνεται σαφές, ότι το μνημόνιο δεν ήταν λύση. Η συμπεριφορά των δήθεν συμμάχων μας, δεν είναι αυτή που αρμόζει ανάμεσα σε συμμάχους. Το μνημόνιο και οι συνακόλουθοι νόμοι για τα προαπαιτούμενα απέτυχαν. Όχι μόνο δεν μας έβγαλαν από την κρίση, όχι μόνο δεν υπέδειξαν λύσεις, αλλά μας στέρησαν δικαιώματα και ατομικά παναθρώπινα συνταγματικώς κατοχυρωμένα αγαθά, για τα οποία οι πρόγονοι μας πολέμησαν και έδωσαν το αίμα τους. Δυστυχώς, αυτός ο πόλεμος χάθηκε. Χάθηκε γιατί δεν δόθηκε πόλεμος, δεν έγινε διαπραγμάτευση και μνημονιακές υποχρεώσεις πήραν σάρκα και οστά, “μόνο εκεί που τους πέρνει”. Τους νταβαντζήδες δεν τους άγγιξε, ακόμη, κανείς.
Ηλίας Γ. Σιδέρης
Δικηγόρος