Την εβδομάδα αυτή θα γνωρίσουμε τον Ρώσο συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς με αφορμή την επέτειο γεννήσεώς του στις 25 Σεπτεμβρίου του 1906. Ο Σοστακόβιτς είναι γνωστός ως ο σημαντικότερος συμφωνιστής των μέσων του εικοστού αιώνα. Πολλές από τις συνθέσεις του όπως κουαρτέτα εγχόρδων, κοντσέρτα, οργανικά και φωνητικά έργα έχουν εδραιωθεί στο ρεπερτόριο της μουσικής διεθνώς. Η μουσική που έγραψε για τον κινηματογράφο, επίσης η σκηνική μουσική αλλά και τα τρία μπαλέτα του είναι συνθέσεις υψηλής ποιότητας.
Ο Σοστακόβιτς υπήρξε παιδί θαύμα, αποφοίτησε νωρίς από τις τάξεις πιάνου, θεωρίας και σύνθεσης του Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης. Οι γονείς του αλλά και η μεγαλύτερη αδερφή του ασχολούνταν με την μουσική στο σπίτι. Από μικρός απολάμβανε να ακούει τον πατέρα του να τραγουδάει λαϊκά τραγούδια. Το 1915 βλέπει την πρώτη του όπερα, ήταν του Rimsky – Korsakov «Η ιστορία του Τσάρου Σουλτάνου».
Το 1925 ολοκληρώνει την Πρώτη Συμφωνία του, η οποία είναι αυτή που του χάρισε την διεθνή αναγνώριση. Το έργο αυτό έγινε ταχύτατα γνωστό στην Δύση χάρη στις ερμηνείες των μαέστρων Walter, Toscanini, Klemperer, Stokowski κ.α. Ήταν η πρώτη φορά που ένα έργο δημιουργείται στην Σοβιετική Ένωση, από έναν έφηβο συνθέτη και κερδίζει μια θέση στο διεθνές μουσικό ρεπερτόριο.
Το 1936, το σταλινικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης, στο πλαίσιο της εκστρατείας του κατά του φορμαλισμού, στοχοποιεί τον συνθέτη ο οποίος δέχεται δριμύτατη κριτική από τους ιδεολόγους του κόμματος. Ωστόσο οι πρεμιέρες των 15 συμφωνιών του αποτέλεσαν σπουδαία μουσικά γεγονότα στην χώρα του. Με την συμφωνία του «Λένινγκραντ» (αρ. 7) του 1942, ο Σοστακόβιτς επιβεβαίωσε τη φήμη του ως κορυφαίου συνθέτη.
Η Τέταρτη Συμφωνία του συνθέτη χαρακτηρίζεται από τον καθηγητή αισθητικής Μάρκο Τσέτσο ως «σκοτεινή». Αναφέρει πως είναι ένα έργο κομβικής σημασίας για σύγχρονες προεκτάσεις της αισθητικής και συνδέεται με τα ζητήματα μιας «εφαρμοσμένης» Αισθητικής Θεωρίας, ως προβληματισμός για την σχέση φιλοσοφικό – αισθητικών εννοιών προς μια σύγχρονη αντίληψη από την πλευρά μιας μη «μη – συστημικής» λογικής.
Τέλος, η όπερα του «Η Λαίδη Μάκβεθ της επαρχίας Μτσενσκ» ολοκληρώθηκε το 1932 όταν ο Σοστακόβιτς ήταν ακόμα γύρω στα 25. Την περίοδο εκείνη το Σοβιετικό κράτος έκανε ότι μπορούσε ώστε να διαδώσει στη νεολαία την πεποίθηση ότι οι σεξουαλικές ορμές θα πρέπει να δαμάζονται και να τίθενται στην υπηρεσία της Σοβιετικής κοινωνίας, έτσι τέθηκε το ζήτημα κατά πόσο ένα έργο όπως η συγκεκριμένη όπερα, που πραγματεύεται την αδάμαστη φύση της σεξουαλικότητας και τις πράξεις της σεξουαλικής βίας και χειραφέτησης θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από το καθεστώς. Πράγματι το έργο δέχτηκε σκληρή κριτική από τον Τύπο με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί από τα προγράμματα των συναυλιακών χώρων της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Σοστακόβιτς αναγκάστηκε να επιφέρει αλλαγές στο έργο και να το επανεκδώσει το 1963 με τον τίτλο «Κατερίνα Ιζμαΰλοβα». Ωστόσο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως γενικώς ο συνθέτης ήταν αποδεκτός από το καθεστώς και ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και αγαπητός στην χώρα του η οποία πολλές φορές τον βράβευσε για τον έργο του.
Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς πέθανε στη Μόσχα στις 9 Αυγούστου του 1975. Μέσα από το έργο του αναδεικνύεται η στενή σχέση τέχνης και πολιτικής και κατά πόσο αλληλοεξαρτώμενες μπορεί να είναι μεταξύ τους. Αν και η πολιτική επηρέασε το έργο του το ίδιο το έργο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί στρατευμένο.