Του Μιχάλη Πιτένη
Δεν έχει σημασία τι λέει κάποιος, αλλά ποιος είναι αυτός που το λέει.
Την αλήθεια και τη σημασία της παραπάνω φράσης σπανίως τις ασπαζόμαστε. Γι΄ αυτό είμαστε ικανοί να ξεκινήσουμε ακόμα και τον… τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, εξ αιτίας μιας μπούρδας που θα πει κάποιος. Αρκεί να ανήκει στους σύγχρονους celebrities, τους προβεβλημένους του εγχώριου life style, τους εκπροσώπους του εγχώριου θεάματος και τα τηλεοπτικά πρόσωπα.
Κάπως έτσι συνέβη με αυτό που είπε ο κ. Νότης Σφακιανάκης περί Χρυσής Αυγής, δήλωση η οποία σε οποιαδήποτε σοβαρή χώρα θα είχε καταλήξει στο καλάθι των αχρήστων, ή θα είχε απασχολήσει από λίγους έως ελάχιστους.
Το ότι απασχόλησε πολλούς και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, είναι λογικό και επόμενο καθώς ο Σφακιανάκης και τόσοι άλλοι όμοιοι του είναι οι ψηφίδες με τις οποίες συνθέσαμε την εικόνα του πολιτισμού των τελευταίων χρόνων.
Φυσικά είμαστε πάντοτε περήφανοι για την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά που μας άφησαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, αλλά είναι ζήτημα αν οι περισσότεροι γνωρίζουμε επακριβώς ποια είναι τα βασικά της χαρακτηριστικά, γι΄ αυτό και με μεγάλη ευκολία όταν θέλουμε να πικάρουμε τους ξένους ή να αναχαιτίσουμε την κριτική τους, πετάμε τη φράση «όταν εμείς φτιάχναμε Παρθενώνες εσείς τρώγατε βελανίδια». Το ότι στην ιστορική διαδρομή του έθνους μας είναι καταγεγραμμένη η κατασκευή μόνον ενός Παρθενώνα, οπότε προς τι ο πληθυντικός;- είναι κάτι που δεν έχει σημασία, όπως επίσης δεν έχει σημασία και το γεγονός ότι αυτοί που έτρωγαν τα βελανίδια τα συσκευάζουν πλέον και εμείς τα αγοράζουμε και τα εισάγουμε, αν δεν εργαζόμαστε κιόλας ως εργάτες στα δικά τους εργοστάσια τυποποίησης και συσκευασίας.
Το τραγικό βέβαια είναι πως από εμπνευστές και κατασκευαστές Παρθενώνων καταλήξαμε σε καταναλωτές πολιτιστικών βελανιδιών, εξυψώνοντας και αποθεώνοντας ό,τι πραγματικά προσβάλει τη νοημοσύνη και την αισθητική κάθε ανθρώπου που σέβεται, στοιχειωδώς, τον εαυτό του. Όταν έχει γίνει τόσες φορές θέμα το εσώρουχο της κ. Ελένης, της κάθε κ. Ελένης που ζει και βασιλεύει στο τηλεοπτικό στερέωμα ή εμφανίζεται ως διάττων αστέρας και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και σχολιασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την ώρα που σοβαρά και καθοριστικά για τη ζωή μας θέματα περνούν απαρατήρητα, πώς να μην γίνει το πρόσωπο των ημερών και ο κάθε κ. Νότης;
Είχαμε τις ευκαιρίες, τις δυνατότητες και τα μέσα να διαμορφώσουμε μια καλύτερη εικόνα του πολιτισμού μας. Είχαμε και την πρόσφατη κληρονομιά που μας άφησαν πραγματικοί και μεγάλοι δημιουργοί που πολλοί απ΄ αυτούς έζησαν τον 20ο αιώνα. Δεν είχαμε όμως πραγματική θέληση. Δεν μπήκαμε καν στον κόπο.
Το 1962, σε δύο θέατρα της Αθήνας επί της οδού Πατησίων, ανέβηκαν σχεδόν ταυτόχρονα δύο μεγάλες και κλασικές πλέον παραστάσεις. Η «Οδός ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι και η «Όμορφη πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη. Μ΄ αυτό τον τρόπο οι δύο μέγιστοι της μουσικής ανταγωνίστηκαν εαυτούς και αλλήλους, προκαλώντας συζητήσεις, γόνιμες αντιπαραθέσεις και το ενδιαφέρον χιλιάδων θεατών. Ήταν μια μεγάλη μάχη δύο αληθινών δημιουργών.
Το 2013, ασχολούμαστε με το τι είπε ο κ. Νότης και το εσώρουχο της κ. Ελένης. Δίνουμε σημασία και αξία σε απλά κύμβαλα αλαλάζοντα. Λογικό και επόμενο. Μετά από τόσα πολιτιστικά βελανίδια που φάγαμε τα τελευταία χρόνια, πώς να μην μπερδεύουμε τους μεταπράτες με τους πραγματικούς δημιουργούς;