Η τελετουργούσα εκκλησία διερμηνεύει τα αισθήματα την ψυχή και το φρόνημα του ποιμνίου της και δια των θαυμασίων ευχών και προσευχών μέσα στις οποίες έχει αποκρυσταλλωθεί πείρα και σοφία αιώνων. Μια από αυτές που την αναγιγνώσκει ο ιερέας μετα το «εξαιρέτως» όταν τελείται η θεία λειτουργία του Μ. Βασιλείου εγγίζει τη δύναμη τα υπαρξιακά βάθη της ανθρωπίνης ψυχής και η κατάληξή της συγκλονίζει.
«Ρύσαι, Κύριε την πόλιν ταύτην και πάσαν πόλιν και χώρα,
από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός,
μαχαίρας επίδρομης αλλοφύλων και εμφυτίου πολέμου».
Τα αιτήματα αυτά περιλαμβάνονται στις ευχές και τις δεήσεις και άλλων ακολουθιών και επαναλαμβάνονται συχνά πυκνά στις λατρευτικές συνάξεις της εκκλησίας μας. Και με την ολότητα τους ‘παιδεύουν’ την ανθρωπίνη ψυχή, καλλιεργούν τα φιλάνθρωπα αισθήματα, προάγουν το αίσθημα του χρέους και του καθήκοντος, ανεβάζουν τα κριτήρια θεωρήσεως των ανθρωπίνων εμπεδώνουν το ειρηνικό φρόνημα, υψώνουν το ιδανικό του ειρηνικού κόσμου και της ειρηνικής δικαίας και ευνοουμένης πολιτείας, η οποία με την ευεργετική της δύναμη προστατεύει τον άνθρωπο από «τα βάρβαρα έθνη τους πολέμους θέλοντα» και διασφαλίζει «ήρεμον και ήσυχο βίον εν πάση ευσεβεία και σεμνότητα», παρέχει τη δυνατότητα αναπτύξεως και καρποφορία του πνευματικού πολιτισμού ολοκλήρωσης και ανθοφορίας της ανθρωπίνης προσωπικότητας, καλλιέργειας του πνεύματος των αξιών του ανθρωπισμού, αλλά και των ηθικών δυνάμεων που είναι απαραίτητες δια ην αντιμετώπιση επιδρομών αλλοφύλων και την πρόληψη «εμφυλίων πολέμων» που συνεπάγονται πλήθος άλλων δεινών.
Τα δεινά αυτά τα δοκίμασε ο ελληνικός λαός κατα το παρελθόν και κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και δη μετά την μετά την έξαρση του σαράντα, πικρή περίοδο της οποίας η μνήμη είναι οδυνηρή.
Να σταματήσουμε τη φρίκη της επιδρομής αλλοφύλων Ιταλών- Γερμανών- Αττίλα, το δράμα του «εμφυλίου» σπαραγμού και των συμφορών που εοεσώρευσε.
Οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι κατά τη διάρκεια της σκοτεινής κατοχικής περιόδου, με τις σφαγές, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις και τα αποκρουστικά μνημεία της βαρβαρότητας, όπως η καταστροφή των Καλαβρύτων και οι σφαγές της Δράμας και του Δοξάτου έφεραν τον τόπο στο χείλος της αβύσσου. Και η τρομερή λεηλασία της χώρας έφερε τον τρομερό λιμό που θέρισε χιλιάδες.
Για το λιμό αυτό γράφει ο Ραιημόν Καρετέ στο μνημειώδες βιβλίο «Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου».
«Στην Ελλάδα οι πτωχοί πόροι σε τρόφιμα, η παράλυση των συγκοινωνιών, η σκληρότητα των νικητών, ζωντανεύουν ένα λιμό περασμένων εποχών. Στην Αθήνα που είχε πρόσφυγες, η ημερήσια διανομή άρτου πέφτει στα 30 γραμμάρια. Τα καροτσάκια μαζεύουν πτώματα από τους δρόμους και τα αδειάζουν σε κοινούς τάφους, το φορτίο τους από σκελετούς με τις πρησμένες κοιλιές».
Τη μαύρη ώρα της τριπλής κατοχής, που τα σκοτάδια της τα έσκιζαν κάποτε οι ελπιδοφόρες αναλαμπές των αγωνισμάτων της Εθνικής αντίστασης, στους κάμπους και στα βουνά με τη σκόπιμη παρεμβολή ξένων παραγόντων αναπτύσσεται και το μικρόβιο του εθνικού διχασμού. Οι ‘εμφυλιοπολεμικές’ συγκρούσεις ξεσχίζουν την ελληνική ψυχή, δίνουν τραγικό βάθος στη δραματική και ζοφερή αυτή ώρα, ποτίζουν την ελληνική γη με αίμα ελληνικό που χύνεται από Ελλήνων χέρια.
Ο εμφύλιος πόλεμος έγραφε μια ακόμη αποκρουστική σελίδα στην ιστορία του τόπου μας, αμέσως μετά την απελευθέρωση με τα Δεκεμβριανά. Και πολύ σύντομα πέρασε σε μια Τρίτη φάση η οποία κράτησε από το 1946 μέχρι το 1949, έληξε στις 31 Αυγούστου 1949 και έφερε στην Ελλάδα περισσότερες καταστροφές από όσες η τριπλή κατοχή των αλλοφύλων, έσπειρε το θανατικό, έκαμε να τρίξουν τα θεμέλια θεσμών και αξιών, άνοιξε χάσμα στην ελληνική ψυχή. Είκοσι χιλιάδες νεκροί αξιωματικοί και οπλίτες και σαρανταδυό χιλιάδες τραυματίες είναι ο απολογισμός σε αίμα μόνο από την πλευρά των ενόπλων δυνάμεων του έθνους.
Για τον ελληνικό «εμφύλιο» πόλεμο και την αξιολόγηση του αξίζει και πρέπει να προσεχθεί και η εκδοχή την οποία διαπιστώνει ο διάσημος ιστορικός ARNOLDO TOYNBEE, ο οποίος στο έργο του ‘Σπουδή της Ιστορίας’ γράφει:
«Το 1952 η πλειονότης των μη Ρωσικών αυτών ορθοδόξων χριστιανικών λαών βρέθηκε τελικά υπο τον στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο της Ρωσίας». Η μόνη εξαίρεση υπήρξε η Ελλάδα, όπου οι Ρώσοι ηττήθηκαν σε ένα ακήρυκτο πόλεμο μεταξύ της Σοβιετικής ενώσεως και των Ηνωμένων πολιτειών, στον οποίο πολεμιστές σε κάθε πλευρά ήταν Έλληνες εκπρόσωποι των ξένων δυνάμεων.
Δε θα ασχοληθούμε με τις πικρές συνέπειες για τον τόπο μας, του «εμφύλιου» πολέμου. Δε θα κρίνουμε τις δηλώσεις των κορυφαίων της πολιτικής ζωής, στη συνεδρίαση της βουλής ‘για την εθνική συμφιλίωση’ που έγινε στο τέλος Αυγούστου 1989 και για την οποία αρθρογράφος σοβαρής εφημερίδας λέγει ‘ότι απετέλεσε κορυφαία στιγμή του νεότερου πολιτικού βίου’. Μήτε θα σχολιάσουμε δηλώσεις επωνύμων της πολιτικής ότι το 1989 τέθηκε ταφόπετρα στα μίση και τα πάθη μιας εποχής.
Θα ευχηθούμε μόνο να γίνει μια σωστή ΄΄αυτοκριτική΄΄ με τη χριστιανική σημασία του όρου, όλων των παραγόντων της συμφοράς, μια αλλαγή πορείας ριζική, μια εργώδης προσπάθεια αποκαταστάσεως των βάθρων της εθνικής ευψυχίας και ομοψυχίας, μια εμπνευσμένη προσπάθεια για την πνευματική αναγέννηση του τόπου μας, με βάση τα αγέραστα ιδανικά του Γένους. Και θα δεηθούμε, ας δεηθούμε όλοι «Ρύσαι ημάς Κύριε από επιδρομής αλλοφύλων και εμφυλίων πολέμων».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ