Τότε, τον Μάρτιο του 1957, ήμουν πολύ μικρός-αρκετά μεγάλος όμως- για να φωλιάσει ανεξίτηλα στο μυαλό μου το γελαστό πρόσωπο του Γρηγόρη(Αυξεντίου) με το μουστακάκι και το πηλήκιο του Έλληνα Ανθυπολοχαγού. Και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί χαμογελούσε ενώ τον έζωναν οι φλόγες ολούθε. Μετά κατάλαβα. Αυτές οι φλόγες τον ανέβαζαν στον ουρανό.
Χθες το βράδυ τον είδα στον ύπνο μου και δεν χαμογελούσε πια. Ήταν σκυθρωπός και μαραζωμένος όταν μίλησε. «Δεν θέλω τέτοια μνημόσυνα. Μου φτάνει ένα πιατάκι με κόλλυβα, χωρίς πολλή ζάχαρη και ασημένιες καραμέλες κι ένα γνήσιο δάκρυ για την Κύπρο που δεν έχει ακόμα λευτερωθεί. Ευτυχώς έζησε ο Ματρόζος(Αυγουστής Ευσταθίου) και το ξέρουν όλοι. Το είπα και το εννοούσα ότι ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ. Όταν το έλεγα δεν ήταν γιατί δεν αγαπούσα τη ζωή και κάποιους ανθρώπους πάρα πολύ, ήταν γιατί πίστευα ότι έτσι θάδινα τη Λευτεριά στην Κύπρο.
Ο Κυριάκος (Μάτσης) πρόλαβε και το φώναξε δυνατά και τον άκουσαν οι δολοφόνοι «αν θα βγω, θα βγω πυροβολώντας».
Και ο Ευαγόρας (Παλληκαρίδης) το έγραψε έγκαιρα πως «θα πάρει μιαν ανηφοριά, θα πάρει μονοπάτια, να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά».
Ο Ανδρέας (Ζάκος) σιγοσφυρίζει ακόμη την Ηρωική του Μπετόβεν μαζί με τον Εθνικό Ύμνο. Επειδή στο τελευταίο του γράμμα έλεγε «μόνο με την εκτέλεση θα μείνω για πάντα νέος και αθάνατος» ονομάσαμε τη διαδρομή μας, οδός Αιωνίας Νιότης και Αθανασίας.
Το ξαναλέω λοιπόν και εκ μέρους τους. Δεν θέλουμε τέτοια μνημόσυνα, που δεν είναι ούτε θρησκευτικά ούτε εθνικά. Δεν θέλουμε να βλέπουμε κάποιους γερασμένους συμπολεμιστές μας να χειροκροτούν την Τουρκοποίηση της Κύπρου. Γι’ αυτό σας παρακαλούμε, ή να μας θυμάστε όπως είμαστε πραγματικά και γιατί αγωνιστήκαμε, ή να μας αφήσετε ήσυχους».
Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα και δεν ησύχασα μέχρι που έβαλα στο χαρτί αυτά τα λόγια.
ΔΡ. ΝΙΚΟΣ ΕΡ.
ΙΩΑΝΝΟΥ
Καρδιολόγος