Ελάχιστα από τα προβλήματα που προκαλεί η διπλή φορολογία στο Χρηματιστήριο, επιλύονται μέσα από το σχέδιο νόμου που κατατέθηκε χθες στην Βουλή, εντείνοντας έτσι την δυσαρέσκεια των επενδυτών.
Σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται, παραμένει η επιβολή φόρου υπεραξίας από την 1η Ιανουαρίου του 2014, η διατήρηση του φόρου επί των πωλήσεων 0,2%, δεν υπάρχει αφορολόγητο για τον υπολογισμό των υπεραξιών και το μόνο που αλλάζει είναι ότι οι επενδυτές δεν θα τηρούν βιβλία. Επίσης προβλέπεται η απαλλαγή από τη φορολογία των ξένων επενδυτών, για τους οποίους ήδη ισχύουν οι συνθήκες αποφυγής διπλής φορολόγησης. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο επιλύονται ζητήματα για τον τρόπο υπολογισμού της τιμής κτίσης των μετοχών.
Σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται απαλείφεται ο όρος «επιτηδευματίας» για όσους πραγματοποιούν συναλλαγές επί μετοχών και παραγώγων περισσότερες από τρεις φορές το εξάμηνο σε οργανωμένη αγορά και έτσι δεν θα απαιτείται να τηρούν βιβλία. Ωστόσο ο φορείς της κεφαλαιαγοράς είχαν εναποθέσεις πολλές ελπίδες στην ύπαρξη αφορολόγητου 25.000 ευρώ, αφού όπως τουλάχιστον υποστήριζαν είχαν λάβει ανάλογες διαβεβαιώσεις από την Πολιτεία. Κάτι τέτοιο όμως δεν προβλέπεται και έτσι μία ακόμη διαβεβαίωση που θα έδινε ανάσα στην ούτως ή άλλως υψηλή φορολογία την οποία καλούνται να υποστούν οι επενδυτές έμεινε στα λόγια.
Λύση φαίνεται να δίνεται στο θέμα του υπολογισμού της αξίας κτίσης των μετοχών, προκειμένου να υπολογιστεί ο φόρος υπεραξίας. Όπως προέβλεπε ο Ν. 4172/2013 “Σε περίπτωση που οι μεταβιβαζόμενοι τίτλοι είναι εισηγμένοι σε χρηματιστηριακή αγορά, η τιμή κτήσης και η τιμή πώλησης καθορίζονται από τα δικαιολογητικά έγγραφα συναλλαγών, τα οποία εκδίδει η χρηματιστηριακή εταιρεία ή το πιστωτικό ίδρυμα ή όπως δηλώνονται στην εταιρεία «Ελληνικά Χρηματιστήρια Ανώνυμη Εταιρεία» (Ε.Χ.Α.Ε.) κατά την ημέρα διακανονισμού της συναλλαγής. Σε περίπτωση μεταβίβασης μη εισηγμένων τίτλων, η τιμή πώλησης προσδιορίζεται με βάση την αξία των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας που εκδίδει τους μεταβιβαζόμενους τίτλους κατά το χρόνο της μεταβίβασης ή το τίμημα που αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης, εφόσον αυτό είναι υψηλότερο. Η τιμή κτήσης προσδιορίζεται με βάση την αξία των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας που εκδίδει τους μεταβιβαζόμενους τίτλους κατά το χρόνο της μεταβίβασης ή το τίμημα που αναγράφεται στη σύμβαση μεταβίβασης, εφόσον αυτό είναι χαμηλότερο. Αν η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί θεωρείται ότι είναι μηδενική”.
Με τον χθεσινό σχέδιο νόμου προσδιορίζεται ως έτος αναφοράς το 1999 (έναρξη αποϋλοποίησης τίτλων) και προστίθεται η εξής νέα παράγραφος : “εφόσον η αγορά των τίτλων πραγματοποιείται μετά την ημερομηνία ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποϋλοποίησης των τίτλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ήτοι την 29η Σεπτεμβρίου του έτους 1999. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της τιμής κτήσης, με αναγωγή στην ημερομηνία της 29.9.1999, στις περιπτώσεις που οι μεταβιβαζόμενοι τίτλοι έχουν αποκτηθεί πριν την ημερομηνία αυτή”.