Το βιβλίο «Το Ενιαίο Μέτωπο» (Του Τζον Ριντέλ) από τις εκδόσεις Red Marks παρουσιάζεται την Κυριακή 19 Οκτώβρη και ώρα 6.30 μ.μ. , στο Δημαρχείο Πτολεμαΐδας.
Η κεντρική, σήμερα, συζήτηση για την ανάγκη της ενότητας της Αριστεράς στη δράση,
η συζήτηση για την «Κυβέρνηση της Αριστεράς» μπροστά στην ενδεχόμενη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ
και η σχέση της με τη μαρξιστική παράδοση θα απασχολήσει την εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου
Ομιλητής: Βασίλης Μορέλλας (Νομαρχιακή Επιτροπή ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης, μετάφραση του βιβλίου)
Απόσπασμα από τον Πρόλογο:
Οι εκδόσεις Red Marks εκδίδουν ένα μικρό βιβλίο στηριγμένο στον ογκώδη τόμο (των 1.300 σελίδων!) των πρακτικών και των συζητήσεων του 4ου Συνεδρίου της Κομουνιστικής Διεθνούς (1922) που επιμελήθηκε ο Τζον Ριντέλ, ενεργός μαρξιστής, ιστορικός και πολιτικός ακτιβιστής του κινήματος αντίστασης στις ΗΠΑ και στον Καναδά.
Στις συνθήκες της βαθιάς κρίσης του διεθνούς καπιταλισμού, όπου κάθε συστημική προοπτική είναι μια εκδοχή βαρβαρότητας, η επιστροφή στην ιστορία είναι αναγκαία.
Η περίοδος κατά την οποία συγκλήθηκε το 4ο Συνέδριο της Τρίτης, Κομουνιστικής, Διεθνούς (Κομιντέρν) είχε σημαντικές αναλογίες με αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Καθοριζόταν από την παράταση της κρίσης του καπιταλισμού διεθνώς, από την υποχώρηση του επαναστατικού κύματος που είχε εξαπολύσει η Οκτωβριανή Επανάσταση, από την υποχώρηση της γενικευμένης διάθεσης των εργατικών και λαϊκών μαζών , από την επώαση αντιδραστικών και εξαιρετικά επικίνδυνων πολιτικών ρευμάτων (φασισμός, ναζισμός, φιλοπόλεμες και εθνικιστικές πολιτικές) κ.ο.κ.Στην ιστορία του κινήματος μπορούμε να βρούμε κάτι πολύτιμο: τα κριτήρια και τη λογική που χρησιμοποίησαν οι επαναστάτες στο παρελθόν και τα οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμα στη σημερινή προσπάθειά μας για να ανοίξουμε δρόμους μέσα στα σκοτάδια της κρίσης.
Το 4ο Συνέδριο ολοκλήρωσε τις εκτιμήσεις για τη διεθνή συγκυρία, που καθόριζαν η καπιταλιστική επίθεση και η υποχώρηση των επαναστατικών αγώνων της εργατικής τάξης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναγνώρισε ως αυθεντικό το αίτημα πλατιών εργατικών μαζών για ενότητα στη δράση των εργατικών κομμάτων, ως προϋπόθεση για επιτυχίες στον αμυντικό αγώνα του εργατικού κινήματος. Το Ενιαίο Μέτωπο αφορά ασφαλώς τους συγκεκριμένους οικονομικούς-συνδικαλιστικούς αγώνες της τάξης μας, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτούς, μπορεί και πρέπει να επεκταθεί στον γενικευμένο πολιτικό αγώνα.
Στο 4ο Συνέδριο η συζήτηση για το Ενιαίο Μέτωπο επικεντρώθηκε στο ζήτημα της «εργατικής κυβέρνησης», δηλαδή στην πιθανότητα να αναδειχθεί (μέσα από έναν συνδυασμό των μαζικών αγώνων και μιας κοινοβουλευτικής κρίσης), μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, μια κυβέρνηση στηριγμένη στα αριστερά-εργατικά κόμματα. Η έμφαση που δόθηκε στη συζήτηση για την Εργατική Κυβέρνηση συγκροτεί μια αντίληψη για την πολιτική πρόταση της Αριστεράς σχετικά με το κεντρικό ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας, σε συνθήκες οξείας πολιτικοκοινωνικής κρίσης, όπου η δύναμη της εργατικής τάξης δεν είναι ώριμη για να θέσει άμεσα το θέμα της εργατικής εξουσίας.
Στη σύγχρονη ιστορία η Αριστερά δοκιμάστηκε συχνά σε αυτό το ερώτημα και πλήρωσε ακριβά τα κενά στη στρατηγική και στην τακτική της. Στη Χιλή, στις αρχές του 1970, η εκλογική νίκη της Λαϊκής Ενότητας, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του Σαλβαδόρ Αλιέντε και του ΚΚ Χιλής, πυροδότησε μια οξύτατη κλιμάκωση της ταξικής πάλης, που έφτασε σε τραγική ήττα, επειδή κανένα από τα μαζικά κόμματα της Αριστεράς δεν είχε καθαρή γραμμή για το χαρακτήρα της κυβέρνησης της Αριστεράς και για το μοναδικό δρόμο προς τη νίκη που ήταν η μεταβατική διεκδίκηση της συνολικής σοσιαλιστικής απελευθέρωσης. Μπροστά στο ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας, σαν ένα κρίσιμο βήμα προς τη σοσιαλιστική ανατροπή, βρέθηκε η Αριστερά στην Πορτογαλία το 1974 και στην Ιταλία στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Όμως το μεγαλύτερο παράδειγμα, που ανοίγει ξανά και σε μαζικό επίπεδο αυτή τη συζήτηση, είναι η σύγχρονη ελληνική εμπειρία. Το ξέσπασμα της κρίσης το 2010 κατεδάφισε, σχεδόν ακαριαία, μεγάλο τμήμα των κατακτήσεων της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων στον 20ό αιώνα. Κατεδάφισε, επίσης σχεδόν ακαριαία, τη μαζική επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας. Στους μεγάλους αγώνες που ακολούθησαν, ως προϋπόθεση για την προάσπιση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων έμπαινε το ζήτημα της ανατροπής, το «να φύγουν τώρα» και κατά συνέπεια το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας. Γιατί τι άλλο έθεταν οι γιγαντιαίες γενικές απεργίες και διαδηλώσεις και οι διαδοχικές πολιορκίες του κοινοβουλίου από εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές;
Σε αυτή την κατάσταση ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και εκκινούσε από χαμηλότερο σε σχέση με το ΚΚΕ επίπεδο δύναμης, απάντησε με το σύνθημα: Κυβέρνηση της Αριστεράς!Το ΚΚΕ, αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, απάντησαν με τον προπαγανδισμό διαφόρων προγραμμάτων, που περιείχαν θέσεις επί παντός θέματος, πλην του κρίσιμου: Πώς έπρεπε να απαντηθεί αυτή η καυτή συγκυρία; Το αποτέλεσμα της σύγκρισης το γνωρίζουμε σήμερα.
Τέλος, η συζήτηση στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν δίνει τα κριτήρια για το τι είναι και τι δεν είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Τα κριτήρια για το πρόγραμμά της, που οφείλει να λογοδοτεί, κυρίως ή αποκλειστικά, στις ανάγκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων . Τα κριτήρια για τις συμμαχίες, που οφείλουν να περιορίζονται στα εργατικά κόμματα και οργανώσεις και όχι σε εναλλασσόμενες πλατιές συμμαχίες που θυσιάζουν τον κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό στο όνομα της κοινοβουλευτικής αποδοτικότητας. Τα κριτήρια για τις προοπτικές μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, που πρέπει να γίνεται κατανοητή σαν μεταβατικός σταθμός στην πορεία προς τη σοσιαλιστική ανατροπή και όχι σαν ο τελικός σταθμός…