Βολές κατά του ΣΥΡΙΖΑ εξαπέλυσε ο Αναπλ. Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Πάρις Κουκουλόπουλος μιλώντας στη Βουλή για την πρόταση της κυβέρνησης για ψήφο εμπιστοσύνης, λέγοντας ότι αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο των ολέθριων πρακτικών που μας οδήγησαν στην κρίση.
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Κουκουλόπουλου:
«H ψήφος εμπιστοσύνης και η τήρηση της συνταγματικής προθεσμίας για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας είναι πολιτική κίνηση κορυφαίου συμβολισμού.
Βάζει τέλος στην εκλογολογία και την προεδρολογία θυμίζοντας το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι κυβερνήσεις πέφτουν στη Βουλή και όχι στα τηλεπαράθυρα και τα πολιτικά καφενεία.
Στέλνει μήνυμα σταθερότητας, οπλίζοντας τη χώρα στην κρίσιμη διαπραγμάτευση για τους όρους και τις προϋποθέσεις της εξόδου μας από τα μνημόνια.
Κυρίως όμως και πάνω απ’ όλα είναι ανοιχτή πρόσκληση – πρόκληση σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να μιλήσουν καθαρά για το σχέδιο που έχουν για τη χώρα και τους πολίτες της.
Αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για τον τόπο η ολική επαναφορά του πολιτικού λόγου στο δημόσιο χώρο. Κοντά 5 χρόνια τώρα ο πολιτικός διάλογος εγκλωβίστηκε σε μια λέξη, το μνημόνιο.
Κάποιοι είδαν τα ποσοστά τους να φουσκώνουν με αυτή την πρακτική και αποδεικνύονται οκνηροί και αβέλτεροι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει έτοιμος να κυβερνήσει και δεν μπαίνει στον κόπο να πει ούτε μια θέση για το αύριο. Κορυφαίο παράδειγμα η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), όπου δεν άρθρωσε ούτε μια λέξη για ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα 20 δισ. Ευρώ!!!
Η ίδια εκκωφαντική σιωπή χαρακτηρίζει και τους νεόκοπους που παριστάνουν αυτάρεσκα το καινούργιο.
Κι όμως η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) που μπαίνει σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου του 2015 είναι ζωτικής εθνικής σημασίας.
Αφορά πρώτιστα τους αγρότες και τον κλάδο διατροφής, αλλά μας αφορά εξίσου όλους τους Έλληνες.
Η πατρίδα μας βγαίνει από μια περίοδο πρωτοφανών και επώδυνων θυσιών και η παραγωγική της ανασυγκρότηση είναι το μέγα ζητούμενο, αλλά και το μεγάλο δίδαγμα της κρίσης. Πουθενά αλλού δεν αποτυπώνεται τόσο ανάγλυφα και καθαρά αυτή η αλήθεια όσο στην αντίστροφη πορεία δύο δεικτών.
Την υπερσυγκέντρωση πλούτου, δύναμης και ανθρώπων σ’ έναν τόπο, την Αθήνα, από τη μια και στη συρρίκνωση της αγροτικής μας παραγωγής ταυτόχρονα με τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού από την άλλη.
Αυτή είναι η κρίση που έφερε τα μνημόνια και όχι το αντίθετο.
Ακριβώς γι’ αυτό η χώρα πασχίζει για την παραγωγική της ανασυγκρότηση και έχει φυσικά τεράστια σημασία πού και πώς διατίθενται τα 20 δις ευρώ της ΚΑΠ.
Η ελληνική πρόταση, ο εθνικός μας φάκελος όπως λέγεται, ετοιμάστηκε με γνώμονα αυτά τα δεδομένα και με απόλυτο σεβασμό στις θυσίες των πολιτών.
Κεντρικός στόχος της πρότασης είναι ένας παραγωγικός αγροτικός τομέας, στήριγμα της ανάπτυξης, της οικονομίας και της υπαίθρου που:
-Συνεισφέρει στην απασχόληση.
-Καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες της χώρας με υψηλής ποιότητας προϊόντα.
-Εξασφαλίζει ικανοποιητικό εισόδημα στους παραγωγούς, τους μεταποιητές και εξαγωγείς.
-Δημιουργεί συνέργειες με άλλους τομείς.
-Στηρίζει το εμπορικό ισοζύγιο.
-Διασφαλίζει την αειφόρο περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξή του.
Όλα αυτά ακούγονται φιλόδοξα και κάποιοι μπορεί να τα πουν χιλιοειπωμένα, κι όμως είναι στο χέρι μας.
Αρωγός μας σε αυτή την προσπάθεια είναι η αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής που εγκαταλείπει το μοντέλο των ιστορικών δικαιωμάτων, δηλαδή της «αποσύνδεσης των ενισχύσεων από την παραγωγή» και συνδέει τις ενισχύσεις με τη γη που παράγει.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της νέας ΚΑΠ είναι η περιφερειοποίηση των άμεσων ενισχύσεων και αξιοποιείται με την πρόταση των τριών περιφερειών.
Οι τρεις περιφέρειες – βοσκότοποι, δενδρώνες, αρόσιμες εκτάσεις – έχουν διακριτότητα μεταξύ τους και συνεκτικότητα στο εσωτερικό τους και αποτελούν υπόβαθρο για την αποτελεσματικότητα των διαρθρωτικών πολιτικών.
Το τρίτο σημείο που χαρακτηρίζει τις ευρωπαϊκές αποφάσεις είναι η ευελιξία στα κράτη – μέλη. Και εδώ γίνεται με την πρότασή μας η μεγάλη τομή.
Εξαντλούμε το δικαίωμά μας να μεταφέρουμε πόρους από τις άμεσες ενισχύσεις σε διαρθρωτικές πολιτικές και στοχευμένες προτεραιότητες.
-Η ηλικιακή ανανέωση του αγροτικού πληθυσμού.
-Οι σύγχρονες μορφές οργάνωσης των αγροτών σε ομάδες παραγωγών και υγιείς συνεταιρισμούς, όπως και οι διεπαγγελματικές οργανώσεις.
-Η αποφασιστική μεταφορά πόρων στην κτηνοτροφία.
-Η στήριξη εξωστρεφών ποιοτικών προϊόντων και της μεταποίησης,
-Η απόλυτη προτεραιότητα στην ικανοποίηση των αναγκών άρδευσης.
-Η γενναία στήριξη περιοχών με φυσικούς περιορισμούς.
-Η στοχευμένη αναδιάρθρωση καλλιεργειών.
-Η κινητοποίηση περισσότερων δυνάμεων με την αποκέντρωση πόρων στις περιφέρειες είναι εργαλεία με ονοματεπώνυμο που δίνουν υπόσταση στην προσπάθεια για μια μεγάλη διαρθρωτική αλλαγή στον πρωτογενή τομέα.
Το ερώτημα δεν είναι αν όλα αυτά μπορούν να γίνουν πράξη αλλά αν έχουμε δικαίωμα επιστροφής στο παρελθόν και τις πρακτικές που όλοι γνωρίζουμε.
Σε ολόκληρη την ελληνική ύπαιθρο συντελείται μια ειρηνική επανάσταση που εκφράζεται με τη ριζική αλλαγή στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Η άρδευση παντού προηγείται της βελτίωσης π.χ. του επαρχιακού δρόμου. Πριν από τρία – τέσσερα χρόνια ήταν αλλιώς.
Ολοένα και περισσότεροι νέοι όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε δράσεις που σχετίζονται με τον πρωτογενή τομέα. Πρόκειται για βαθιά αξιακό ζήτημα που συνιστά τομή στη συλλογική μας συνείδηση που κινήθηκε νωχελικά για δεκαετίες στην παροχή υπηρεσιών και τόπο απασχόλησης, κατά προτίμηση, την πρωτεύουσα.
Είναι, τέλος, και ένα τρίτο κραυγαλέο γεγονός. Ο πρωτογενής τομέας είναι προνομιακό πεδίο για συνέργειες με δύο συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας μας που έχουν προοπτική και πρέπει να στηριχτούν. Είναι ο τουρισμός και η βιομηχανία τροφίμων και ποτών που αποτελεί φωτεινή εξαίρεση στον κρατικοδίαιτο ελληνικό καπιταλισμό.
Η απάντηση είναι κρυστάλλινη και απλή. Στην Ελλάδα της κρίσης, στην Ελλάδα του 2009, ούτε μπορούμε, ούτε πρέπει να γυρίσουμε.
Αξίζει λοιπόν να προσπαθήσουμε και αξίζει διπλά για έναν πολύ ουσιαστικό λόγο.
Οι Έλληνες πρέπει να ενωθούμε ξανά.
Δεν πρόκειται για ρητορικό σχήμα, ούτε για ηθικοπλαστική προσέγγιση.
Ο εθνικός διχασμός τη δεκαετία του 1920 συμπίπτει και συνδέεται με το δράμα 1.200.000 προσφύγων.
Ο εμφύλιος διχασμός το 1946-49 συμπίπτει και συνδέεται με 1.200.000 μετανάστες.
Σήμερα, είμαστε αντιμέτωποι πάλι με 1.200.000 ανέργους αυτή τη φορά.
Όλοι οι Έλληνες ξέρουμε τι ακολούθησε τους διχασμούς. Χρόνια σκληρά και δύσκολα, χρόνια άνυδρα και πέτρινα.
Δεν είναι ο διχασμός στο εθνικό μας DNA γι΄ αυτό πρέπει να ενωθούμε.
Και οι λαοί ενώνονται και ακολουθούν όταν υπάρχει προσδοκία.
Καμιά πολιτική και αναπτυξιακή πρόταση δεν έχει νόημα αν δε δίνει απάντηση στην ανεργία.
Η ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία, μαζί με τη μεταποίηση και τις εξαγωγές, δίνουν χειροπιαστή απάντηση στον εφιάλτη της ανεργίας.
Πρωταγωνιστούν στην προσπάθεια για το ξεπέρασμα της κρίσης με λαμπρές επιδόσεις.
Το έλλειμμα στο εμπορικό μας ισοζύγιο στον αγροδιατροφικό τομέα ήταν 3 δις ευρώ το 2008 και το 2013 συρρικνώθηκε στο 1,1 δις ευρώ.
Όχι μόνο με τη μείωση των εισαγωγών αλλά και με την αύξηση των εξαγωγών κατά 1 δις ευρώ.
Ακριβώς για αυτό όλη η ελληνική κοινωνία προσβλέπει σήμερα στην αγροτιά και πιστεύει στις δυνατότητες της.
Για να στηρίξει όμως η αγροτιά την πατρίδα πρέπει όλοι μαζί να της δώσουμε τη δύναμη να σηκώσει το μεγάλο βάρος.
Είναι γι’ αυτό που πιστεύω ότι το επόμενο βήμα είναι η άμεση εκπόνηση ενός ρεαλιστικού προγράμματος που θα δίνει λύσεις σε νευραλγικά θέματα, όπως η μείωση του κόστους παραγωγής, η ρευστότητα και η φορολόγηση του αγροτικού εισοδήματος.
Είναι για αυτό που πιστεύω ότι η αγροτιά δικαιούται μέρισμα από το δημοσιονομικό πλεόνασμα όχι με τη μορφή εισοδηματικής ενίσχυσης, αλλά ως συμβολή στην αναπτυξιακή της προσπάθεια.
Ολοκληρώνοντας την παρέμβαση μου θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ στο πρόβλημα των καταλογισμών και των δημοσιονομικών διορθώσεων που αντιμετωπίζουμε εδώ και χρόνια.
Τα ποσά είναι πολύ μεγάλα και γίνονται όλες οι απαραίτητες ενέργειες αποναρκοθέτησης από την πλευρά της κυβέρνησης.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι διαμορφώνουμε τον οδικό χάρτη που βάζει φρένο στις αιτίες που οδήγησαν στους καταλογισμούς.
Την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει για τα ροδάκινα «πακέτο Χατζηγάκη».
Καταθέτω στα πρακτικά το ντοκουμέντο της επικίνδυνης ελαφρότητας του ΣΥΡΙΖΑ:
“Τοποθέτηση Βαγγέλη Αποστόλου υπεύθυνου Αγροτικής Πολιτικής της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ κατά την ευρεία σύσκεψη με παραγωγούς στο Επιμελητήριο Ημαθίας, στις 11 Αυγούστου 2014.
Β. Αποστόλου: «Εύστοχα ο Χρήστος Γιαννακάκης είπε ότι σήμερα είναι το ροδάκινο, αύριο το ακτινίδιο, αύριο μεθαύριο θα χαθούν όλα, θα χαθούν αντίστοιχες αγορές. Εμείς είμαστε μαζί σας αλλά επιτρέψτε μας να σας πούμε να βάλετε και εσείς μια διαδικασία στο νου σας. Εμείς έτσι είμαστε από τη μήτρα μας. Θεωρούμε ότι τα κινήματα, οι κινητοποιήσεις που φτάνουν μέχρι και τις καταλήψεις είναι αυτές που όχι μόνο αναδεικνύουν το πρόβλημα αλλά και επιβάλλουν λύσεις.
Μην ξεχνάτε ότι αυτοί σε αυτή τη χώρα, πριν λίγα χρόνια, επί υπουργίας Χατζηγάκη, άσχετα αν όλη η διαχείριση ήταν που παραπεμφθήκαμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όμως οι αγρότες κέρδισαν τότε.
Έχετε στο νου σας και εσείς να μπείτε μέσα από μια τέτοια διαδικασία. Έχουμε κάτσει ως κοινωνία με όλο αυτό που συμβαίνει, χρειάζεται αντίσταση από όλους σας. Με συγχωρείτε για το φόρτο της τοποθέτησής μου αλλά θεωρώ ότι αυτό αποτελεί διέξοδο και πάνω από όλα η πολιτική λειτουργία προέχει σε όλα».
Χ. Γιαννακάκης (πρόεδρος κοινοπραξίας συνεταιρισμών – ομάδων παραγωγών Ημαθίας): «Θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι το παράδειγμα του κ. Χατζηγάκη που μοίρασε τα 500 εκατ. ευρώ ήταν ολέθριο λάθος».
Β. Αποστόλου: «Οι ποινές που ακούτε από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια και την ΕΕ συμψηφίζονται στο τέλος με την αδυναμία που έχουμε ως χώρα, δυστυχώς, ως σήμερα να απορροφήσουμε κονδύλια. Αυτό είναι το πρόβλημα λοιπόν έχετέ το υπόψη σας στην όλη λειτουργία»”.
Αντί άλλης απάντησης θα σας διαβάσω μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη, «Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το μαζικό φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία». (Σελ. 43 και 44).
«Καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε καταναλωτικό επίπεδο ανώτερο από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, η οποία, όπως είδαμε, ήταν εξαρχής αντιοικονομική, κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη – κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου.
Ακόμα και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει ότι εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προ παντός όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει, και για να τα εισάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της.
Ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο μονόδρομος της συσσώρευσης, της εντατικής εργασίας και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας.
Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από το οικονομικό και ηθικό πρόβλημα της διανομής των βαρών και της ιεράρχησης των στερήσεων. Όσο άτεγκτη όμως κι αν είναι, οι πολιτικές και ψυχολογικές ανάγκες που την απωθούν είναι ακόμα ισχυρότερες.
Πλατειές μάζες, που για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου τους «λάδωσαν το άντερό τους» και επιπλέον απέκτησαν και τη μεθυστική συναίσθηση του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή, θα αρνούνται πάντα να τη συνειδητοποιήσουν, όπως επίσης θα αρνούνται να την ξεστομίσουν και να την κάμουν γνώμονα των πράξεών τους τα κόμματα, των οποίων πρώτη έγνοια ήταν, είναι και θα είναι η νομή της εξουσίας προς όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών τους.
Ιδιαίτερα ιλαροτραγική από την άποψη αυτήν παρουσιάζεται η θέση της «αριστεράς», η οποία, όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζει «λαϊκά» αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται «λαός» – υποχρεώνεται δηλαδή εξ αντικειμένου μα προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο «λαός» να ζητά την εκποίηση αυτήν».
Από τότε πέρασαν 23 χρόνια, από τα «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά» μέχρι το ασφαλιστικό Γιαννίτση η αριστερά επιμένει να είναι αριστερά με εισαγωγικά.
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά το τελευταίο καταφύγιο των ολέθριων πρακτικών που μας οδήγησαν στην κρίση.
Για αυτό ζητάμε ψήφο εμπιστοσύνης γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση στη μόνη εθνική στρατηγική που χάραξε το ΠΑΣΟΚ μέσα στο καμίνι των μνημονίων και την οποία υλοποιεί και εφαρμόζει και η σημερινή Κυβέρνηση».