Άρση της επιστράτευσης στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ζήτησε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, Πάρις Κουκουλόπουλος, στην τοποθέτηση του σε επίκαιρη επερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ:
«Θα επαναλάβω για πολλοστή φορά από το Βήμα της Βουλής ότι στα συγκεκριμένα θέματα συγκεκριμένα πρέπει να τοποθετούμαστε. Έτσι, λοιπόν, πριν πω οτιδήποτε άλλο, θέλω με τον πιο επίσημο τρόπο από το Βήμα της Βουλής να πω ότι η Κυβέρνηση πρέπει να επιταχύνει αυτό που είπατε πως εξετάζει κ. Υπουργέ, ότι δηλαδή πρέπει να υπάρξει άρση της επιστράτευσης. Δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίζεται μία κατάσταση από πέρυσι το Γενάρη. Έπρεπε ήδη να έχει συντελεστεί αυτό.
Δεν φθάνει, όμως, μόνο αυτό. Πρέπει να πούμε, επίσης, συγκεκριμένα πολύ καθαρές κουβέντες για όλα και μέσω του Κοινοβουλίου να ακούσουν και οι Έλληνες πολίτες και ειδικότερα οι εργαζόμενοι, η αντιπροσωπεία των οποίων σήμερα μας παρακολουθεί από τα θεωρεία.
Πρώτο ζήτημα: Είναι γνωστή η στάση του ΠΑΣΟΚ με τη δήλωση του Προέδρου του που στήριξε ως αναγκαίο κακό την επιστράτευση και θέλω να επαναλάβω δυο απλές αλήθειες.
Πρώτον, έχοντας ζήσει και εγώ ως Βουλευτής αυτά τα τέσσερα φοβερά χρόνια από την άνοιξη του 2010 μέχρι τη φετινή άνοιξη, θέλω να πω ότι η χώρα είναι πραγματικά σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης εδώ και τέσσερα χρόνια. Και αν δίνει μία μάχη αδυσώπητη, που θα έλεγα ότι μονίμως την έχανε στο παρά κάτι, είναι η μάχη με το χρόνο. Χρόνο δεν μας έδωσαν οι δανειστές. Χρόνο δεν είχαμε. Γι’ αυτό και υπήρξε η αδικία των οριζόντιων μέτρων, των περικοπών και όλα τα υπόλοιπα. Δεν υπήρχε, όμως, άλλος δρόμος. Όσοι ισχυρίζονταν –από τον σημερινό Πρωθυπουργό κ. Σαμαρά μέχρι τον Πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ κ. Κουβέλη- ότι είχαν εναλλακτικές λύσεις διαψεύστηκαν, όταν συμμετείχαν στη διακυβέρνηση. Ο Πρωθυπουργός μέχρι σήμερα. Η ΔΗΜΑΡ μέχρι πέρυσι τον Ιούνιο. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν εναλλακτικές επιλογές. Δεν μιλάω για μονόδρομο. Δεν μας δίνουν άλλες επιλογές οι μόνοι που μας δανείζουν. Αυτό.
Δεύτερον: Τίθεται ένα ερώτημα. Επειδή, λοιπόν, η χώρα ήταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, άρα σε κάθε απεργία έπρεπε να απαντάμε με πολιτική επιστράτευση; Προφανώς, όχι. Εδώ, όμως, είχαμε από τη δική μας πλευρά μια ειλικρινή προσπάθεια διαμεσολάβησης, την οποία θα επαναφέρω σήμερα, η οποία έπεσε στο κενό, διότι υποτιμήθηκε απ’ όλους, και από τους εργαζόμενους και όχι μόνο, δυστυχώς.
Έτσι, λοιπόν, πέραν της άρσης της επιστράτευσης που πρέπει να υπάρξει –και νομίζω ότι υπήρξα σαφής- σήμερα, με την ευκαιρία της επίκαιρης επερώτησης του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να πούμε μερικά πράγματα πολύ συγκεκριμένα, όπως είπα από την αρχή.
Αν κάτι μας έφερε στην κρίση είναι η απόκλισή μας από την κανονικότητα. Στην Ελλάδα έχουμε την τάση από την εποχή του Χαριλάου Τρικούπη ακόμα να ψάχνουμε στα δύσκολα τις πταίει. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να βρούμε και τι φταίει εκτός από το τις πταίει.
Για εμάς φταίει η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του κ. Καραμανλή, η στάση όλων των κομμάτων με πρώτη την τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση που βρήκαν την αντιμνημονιακή ευκολία και δεν έβαλαν πλάτη. Για κάποιους άλλους φταίει κάτι άλλο. Οι πολίτες αξιολογούν, καταλογίζουν και πάει λέγοντας. Είναι ένας διάλογος θεμιτός, που γίνεται δημόσια και δημοκρατικά και οι πολίτες αξιολογούν και καταλογίζουν. Ωραία.
Πιστεύω, όμως, ότι όλοι μπορούμε και πρέπει να συμφωνήσουμε ότι πρέπει πρώτα απ’ όλα να βρούμε τι φταίει και στη συνέχεια θα βρούμε ευκολότερα και ποιος φταίει.
Έτσι λοιπόν αν το ζητούμενο, όπως εμείς πιστεύουμε, είναι η αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής –να πω- κανονικότητας -γιατί δεν είναι κανονική χώρα η Ελλάδα- θα πρέπει να δούμε με ειλικρίνεια συγκεκριμένα θέματα.
Πρώτον, σε ό,τι αφορά γενικότερα το θεσμικό πλαίσιο περί επιστρατεύσεων, εγώ καταθέτω για τα Πρακτικά, κύριε Πρόεδρε, την πρόταση νόμου που κατατέθηκε τον Απρίλιο του 2006 και ισχύει ως άποψή μας, με υπογραφή δώδεκα Βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, μεταξύ των οποίων και ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Βενιζέλος, που ζητάει την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου. Λέει πολύ καθαρά σε ένα συγκεκριμένο άρθρο ότι δεν αρκεί να υπάρχει δικαστική απόφαση για να γίνει επιστράτευση. Προτείνει μία δημοκρατική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, έναν εκδημοκρατισμό.
Είναι ώρα να δούμε τέτοια θέματα. Όπως λέμε όχι στις ομαδικές απολύσεις, είναι ώρα να δούμε και το θεσμικό πλαίσιο γενικότερα της επιστράτευσης. Όπως είναι ώρα να δούμε και πού έχουν γίνει υπερβολές στην άρση του καμποτάζ.
Δεύτερο ζήτημα. Κύριε Υπουργέ, παρακαλώ την προσοχή σας. Αφορά εσάς που εκπροσωπείτε το Υπουργείο Μεταφορών. Η τροπολογία που με ειλικρίνεια είχαμε προτείνει και εκκρεμεί εδώ και δεκαπέντε μήνες, πρέπει επιτέλους να περάσει. Είπαμε χωρίς δημοσιονομική επιβάρυνση, να υπάρξει η δυνατότητα, με ευθύνη των διοικήσεων και συμφωνία των εργαζομένων, ανακατανομής στο μισθολόγιο. Γιατί; Γιατί έχουμε κρίσιμες κατηγορίες που παρέχουν ίδια ή και σοβαρότερη εργασία από τους συναδέλφους τους και επειδή το προσοντολόγιο έχει αλλάξει τα δεδομένα, με το ενιαίο μισθολόγιο έχουν υποβαθμιστεί στην κατάσταση του ανειδίκευτου. Αναφέρομαι σε οδηγούς λεωφορείων, σε χειριστές στο τραμ και πάει λέγοντας.
Ξέρουν πολύ καλά οι εργαζόμενοι τι εννοώ. Ξέρουν την τροπολογία. Την έχουμε καταθέσει τρεις φορές και τρεις φορές έχει απορριφθεί, χωρίς καμμία σαφή αιτιολόγηση. Πρέπει αυτή να γίνει νόμος του κράτους και να έρθουν στο τραπέζι οι εργαζόμενοι με τις διοικήσεις. Έτσι γινόμαστε βήμα-βήμα μία κανονική χώρα.
Τέλος, πιστεύω ότι όλη αυτή η περιπέτεια της χώρας, όχι μόνο της επιστράτευσης, θα πρέπει όλους να μας κάνει σοφότερους. Η νοοτροπία μας πρέπει να αλλάξει από όλες τις πλευρές. Ας μην διεκδικεί κανένας μας το αλάθητο.
Εγώ θέλω να πω, απευθυνόμενος στους εργαζόμενους των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, ότι προφανώς και δεν πιστεύω ότι στερούνται δικαιωμάτων. Για το Θεό! Κάθε άλλο! Απλά θέλω να πω ότι για χώρες όπως είναι η Ελλάδα, στα ζητήματα των μεταφορών τα νόμιμα καθ’ όλα δικαιώματα των εργαζομένων πρέπει να ασκούνται αφού έχει εξαντληθεί ο διάλογος. Θέλω να πω ότι η Βαρκελώνη καθιερώνοντας τις λωρίδες των λεωφορείων και τα διακριτά λεωφορεία με τα οποία οδηγούνται σε διάφορα νευραλγικά σημεία της πόλης οι τουρίστες, απογείωσε τον τουρισμό της με μόνο αυτό το μέτρο.
Η Αθήνα είναι μία πόλη η οποία μπορεί και πρέπει να συμβάλει αποφασιστικά στη δημιουργία ΑΕΠ στη χώρα, αλλά όλη η διαχείριση του προβλήματος –κι εγώ δεν λέω από τους εργαζόμενους- από όλους μας δεν την επιτρέπει να κάνει ένα άλμα προς τα εμπρός.
Η Αθήνα μπορεί και πρέπει να πολλαπλασιάζει τους επισκέπτες της θεαματικά. Δεν είναι δυνατόν, με το ιστορικό και πολιτισμικό απόθεμα που διαθέτει η πόλη των Αθηνών, να δεχόμαστε να έχει λιγότερους επισκέπτες, για παράδειγμα από τη Βιέννη ή τη Βαρκελώνη και δεν είναι εθνικιστικός ή πατριωτικός λόγος αυτός που λέω.
Όποιος αξιολογήσει το ιστορικό, πολιτιστικό, πολιτισμικό απόθεμα της Αθήνας και το συγκρίνει με τις δύο πόλεις που προανέφερα θα προβληματιστεί σοβαρά. Πρέπει όλοι μαζί να καταβάλουμε μία προσπάθεια, όσοι έχουν ευθύνη Κυβέρνησης ή Αντιπολίτευσης εδώ στη Βουλή, οι εργαζόμενοι, οι Αθηναίοι και όλοι οι πολίτες του πολεοδομικού συγκροτήματος. Είναι μία τομή που πρέπει να γίνει στα δημόσια πράγματα της χώρας, σύμφωνα με την οποία το λεκανοπέδιο δεν θα πρέπει να είναι πλέον χώρος φιλοξενίας μισθωτών και συνταξιούχων, αλλά να παράγει εισόδημα για όλη τη χώρα.»