Στον ποντιακό πολιτισμό η λύρα αποτέλεσε τον πιο δυνατό συμβολισμό και την πιο δυνατή σημειολογία για την ταυτότητα και την ύπαρξή του.
Η ποντιακή λύρα είνα το πιο πανάρχαιο ελληνικό όργανο με την κιβωτιόσχημη μορφή της.
Το εθνικό όργανο των Ποντίων, η τρίχορδη λύρα, χάνεται στο βάθος των αιώνων μαζί με τα τραγούδια της.
. Η λύρα ( κεμεντζές) τραγούδησε τους πόνους, τις χαρές και το ερωτικό πάθος τόσο πολύ, που ταυτίστηκε ο έρωτας με τη λύρα .Ο ευρηματικός ιδιοκατασκευαστής από την Αργυρούπολη του Πόντου προσέδωσε στη λύρα τη μορφή της κοπελιάς, που αγαπούσε, καθώς το όνομα της λύρας είναι θηλυκό, η εικόνα της λυγερόκορμη, ο ήχος της αισθαντικός, τα τραγούδια της ερωτικά , στοιχεία που την προσωποποιούν στην ψυχή του καλλιτέχνη.
Η λύρα έχει κορμό, λαιμό, κεφάλι ,αισθαντικά ρουθούνια, γλώσσα ,αυτιά.
Γι αυτό τον λόγο μπορεί εύκολα να μορφοποίησε και να ταύτιστεί με την γυναικεία εικόνα και έκφραση.
Η ερωτιάρα ποντιακή λύρα, αυτή που συνόδευσε χιλιάδες ερωτικά τραγούδια δεν θα μπορούσε να μην απεικονίσει την όμορφη ποντιοπούλα.
Εξ άλλου το ποντιακό τραγούδι, που εκφράζει τον έρωτα του νέου και της νέας, δικαιώνει το τόλμημα του πόντιου κατασκευαστή που με την πρωτόγνωρη καινοτομία του συνταυτίζει τη λύρα με το αντίστοιχο τραγούδι για τη λύρα.
Σήμερα οι κατασκευαστές της λύρας, που συχνά αυτοσχεδιάζουν, καλό θα είναι να μιμηθούν τον ανώνυμο πόντιο κατασκευαστή της λύρας, που εικονίζεται.
Το κεφάλι της λύρας για τον πόντιο λυρωδό παρομοιάζεται με το κεφάλι της αγαπημένης του, γι αυτό το θεωρεί τόσο πολύτιμο και ανώτερο, που δεν το πλησιάζει ( κοντουρεύει).
Αντίστοιχα και την αγαπημένη του δεν την πλησιάζει, αλλά αποθέτει φυλαχτό στο στήθος της , για να την προστατέψει.
Μ’ αυτόν τον ευγενικό τρόπο εκφραζόταν ο έρωτας του νεαρού στα δύο πιο πολύτιμα πράγματα της ζωής του, τηνλύρα και την αγαπημένη του, που στην ψυχή του συνταυτίζονται απόλυτα.
Στα επόμενα δίστιχα η λύρα είναι απλά το μέσο έκφρασης του ερωτικού πόθου και της παρηγοριάς.
Το τελευταίο δίστιχο εμπεριέχει την παράκληση ΄΄ κόρ’ μη κλαινίεις την κεμεντζέν΄΄ .εδώ ο μεγάλος έρωτας μπορεί να κάνει τη λύρα να κλάψει.
Άρα η λύρα έχει ψυχή, καρδιά, είναι για το λυράρη ένα ζωντανό πλάσμα.
Ποντιακά δίστιχα για τη λύρα
‘Σ ση κεμεντζές ι μ’ το κιφάλ’
πουλίν ‘κι κοντουρεύω,
α’του ‘ς σ’ άσπρα τα ψύα σις
νουσκάν θα γιαμπτουρεύω.
Για παίζω, παίζω κεμεντζέν
‘ς σο ζίλ και ‘ς σο καπάν ι,
ατώρα το μικρόν τ’ αρνί μ’
αναμέν’ ‘ς σο ρακάν ι.
Απέσ’ ‘ς σο κεμεντζόπο μου,
πουλόπο μ’, να εχώρνες,
τ’ εξεργάτκα τα λώματα σ’
καθημερινά ν’ εφόρ’νες.
Κόρ’, μη κλαινίεις την κεμεντζέν,
μη καίεις και την καρδία μ’.
Έλα, μ’ αργέυ’ς να λές το ΄΄ναι΄΄,
κ’ έσπριναν τα μαλλία μ’.