ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Στους στρατούς των αρχαίων χρόνων, όπως και σε όλους τους στρατούς μέχρι τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1905, περισσότεροι στρατιώτες έβρισκαν το θάνατο από ασθένειες παρά από τα όπλα του εχθρού. Οι ασθένειες στους αρχαίους στρατούς εμφανίζονταν πολύ πιο εύκολα στις περιπτώσεις που μεγάλος αριθμός ανδρών συνωστιζόταν για αρκετό χρονικό διάστημα σε χώρους όπου δεν υπήρχαν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις υγιεινής. Με την εξαίρεση των στρατών της Αιγύπτου και της Ρώμης που τηρούσαν σχολαστικά τους βασικούς κανόνες υγιεινής, ελέγχοντας την καταλληλότητα του πόσιμου νερού και των τροφίμων, οι υπόλοιποι στρατοί δεν έπαιρναν απολύτως κανένα προληπτικό μέτρο. ΟΙ πολεμικές επιχειρήσεις μείωναν αρκετά την αντίσταση του στρατιώτη στις ασθένειες, καθώς η διατροφή που παρεχόταν ήταν τις περισσότερες φορές ανεπαρκής για να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα την αμυντική ικανότητα του οργανισμού. Οι στρατοί που βρίσκονταν σε κίνηση κινδύνευαν λιγότερο από τις επιπτώσεις της κακής υγιεινής. Τα πιο πιθανά σημεία για εκδήλωση επιδημιών ήταν εκεί που οργανώνονταν πολιορκίες, με τεράστιους αριθμούς πολεμιστών να συγκεντρώνονται σε ελάχιστο χώρο, υποφέροντας συχνά από ελλείψεις τροφίμων.
Συνηθέστερη ασθένεια για τους αρχαίους ήταν η δυσεντερία. Αποκαλούμενη «εκστρατευτικός πυρετός», είναι πιθανώς η κοινότερη ασθένεια μεταξύ των στρατιωτών όλων των εποχών. Η πρώτη σαφής περιγραφή των συμπτωμάτων της δυσεντερίας σημειώνεται σε αιγυπτιακούς πάπυρους του 1550 π.Χ., αλλά θα πρέπει να ήταν γνωστά από πολύ παλαιότερες περιόδους. Ο Ιπποκράτης τα αναφέρει με λεπτομέρειες στα γραπτά του. Τα ρωμαϊκά ιατρικά κείμενα παρουσιάζουν εκτενώς προληπτικές μεθόδους. Η δυσεντερία προκαλείται από έναν υδρόβιο βάκιλλο που μεταδίδεται στον οργανισμό από μολυσμένη τροφή και νερό. Συνέβη συχνά σε πορείες, να καταβληθεί ένας ολόκληρος στρατός, όταν ξεδίψασε από ακατάλληλη πηγή. Αν και η συνήθης θνησιμότητα κυμαινόταν στο 5%, η εμφάνιση της δυσεντερίας ακινητοποιούσε τεράστιους αριθμούς ανδρών για περιόδους δύο ως τριών εβδομάδων – ανδρών που δεν μπορούσαν σε αυτό το διάστημα να χρησιμοποιηθούν ως μάχιμα στοιχεία κατά κανένα τρόπο.
Ο τυφοειδής πυρετός, που προέρχεται από το βακτήριο Salmonella typhi, ήταν άλλη μια «πληγή» για το αρχαίο πολεμιστή, διαδιδόμενη τάχιστα από μύγες που μόλυναν την ανθρώπινη τροφή. Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με την αντιμετώπιση του, αλλά οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που έλαβαν συστηματικά μέτρα υγιεινής για τον περιορισμό της συγκεκριμένης ασθένειας. Κατασκεύαζαν τα αποχωρητήριά τους με βάθος τριών μέτρων, τα ξέπλεναν με νερό και τα κάλυπταν με ξύλινες σανίδες ή πέτρες ώστε να τα κρατήσουν σκοτεινά και απαλλαγμένα από μύγες. Γνώριζαν πως ένας στρατός που βρισκόταν στο επίκεντρο μια επιδημίας τυφοειδούς πυρετού, ουσιαστικά αχρηστευόταν ως μάχιμη δύναμη. Η θνησιμότητα έφθανε το 10 έως 13%, αλλά το σημαντικότερο ήταν πως απαιτούντο τέσσερις εβδομάδες φοβερού πόνου και παραληρηματικού πυρετού για να πραγματοποιήσει η ασθένεια τον κύκλο της.
Η προμήθεια πόσιμου νερού κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας φαίνεται πως απασχολούσε αρκετά τους αρχαίους στρατούς. Ο Έλληνας στρατιώτης συνήθιζε να παίρνει μαζί του μία ποσότητα κρασιού για να βοηθήσει το στομάχι του να εξοικειωθεί με το σκληρό νερό που θα έπρεπε να πιει στον πόλεμο. Ο Ρωμαίος στρατιώτης σπάνια μετέφερε νερό στο παγούρι του, προτιμώντας να καταναλώνει ένα είδος δυνατού, κόκκινου, ξινισμένου κρασιού (acetum) που είχε υποστεί παρατεταμένη ζύμωση. Όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν της Παλαιστίνη οι Εβραίοι, που ήταν συνηθισμένοι στα τοπικά γλυκά κρασιά, κοιτούσαν παράξενα τους κατακτητές τους να πίνουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούσαν ξίδι. Το βέβαιο είναι πως η κατανάλωση του ξινισμένου κρασιού από τους Ρωμαίους είχε πολλά ιατρικά πλεονεκτήματα. Εξαιρετικά πλούσιο σε πολυφαινόλες, μπορούμε ταυτόχρονα να χρησιμοποιηθεί από τους στρατιωτικούς γιατρούς ως αντισηπτικό και καθαριστικό των τραυμάτων, ενεργώντας ως βακτηριοστατικός και βακτηριοκτόνος παράγοντας.
Ο τύφος είναι επίσης μια από τις πλέον θανατηφόρες ασθένειες, που έχουν συνδέσει το όνομά τους με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε όλους του αιώνες. Οφείλεται σε ένα μικροοργανισμό που είναι κάτι μεταξύ βακτηρίου και ιού και αναπτύσσεται στο αίμα διαφόρων ζώων, συμπεριλαμβανομένων των ποντικών, Πρόκειται για μια ασθένεια που μεταδίδεται στον άνθρωπο από τις ψείρες (Pediculus humanus), που ζουν μέσα στα ρούχα και στα μαλλιά, και εκδηλώνεται πολύ συχνά εκεί όπου μεγάλος αριθμός ατόμων είναι αναγκασμένος να συμβιώνει σε πολύ μικρούς χώρους, όπως φυλακές, πλοία κ.α. Τα συμπτώματα του τύφου είναι υψηλός πυρετός, ρίγη, αίσθηση αδυναμίας και πόνος στις αρθρώσεις που συνοδεύεται από φοβερούς πονοκεφάλους. Η θνησιμότητα από τύφο κυμαινόταν μεταξύ 10 και 40% και είναι γνωστό πως κατά καιρούς η ασθένεια αυτή έχει αφανίσει ολόκληρους στρατούς: Ο τύφος είναι μια ασθένεια της εύκρατης ζώνης και είναι πιθανό οι στρατοί της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης να είχαν καλή γνώση των συνεπειών της. Οι στρατιές της Βαβυλώνας και της Αιγύπτου αντιμετώπιζαν αρκετά λιγότερα περιστατικά λόγω του θερμού κλίματος και της τάσης να φορούν λιγότερο βαριά ενδύματα. Όταν όμως μετακινούντο σε εύκρατες περιοχές, όπως αυτές του Λιβάνου και της Αρμενίας, κινδύνευαν σοβαρά από μόλυνση. Αν και οι ιστορικοί συγγραφείς δεν συμφωνούν απόλυτα, η κυρίαρχη άποψη είναι πως η μεγάλη επιδημία που θέρισε τον αθηναϊκό στρατό κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμε οφειλόταν κατά πάσα πιθανότητα σε τύφο.
Παρόμοιας επικινδυνότητας με τον τύφο ήταν και οι εμφανίσεις της ευλογιάς, που ήταν αρκετά συχνές στον αρχαίο κόσμο, με θνησιμότητα η οποία τις περισσότερες φορές κυμαινόταν από 20 έως 40%, αλλά μπορούσε να αγγίξει και το 90%. Από μια τέτοια επιδημία πέθανε το 1160 π.Χ. και ο Φαραώ Ραμσής Ε΄, ενώ η μεγάλη επιδημία που αποδεκάτισε τη Ρώμη των Αντωνίνων το 2ο αιώνα μ.Χ. οφειλόταν πιθανώς σε ευλογιά που μετέφεραν από τις ανατολικές επαρχίες οι επανακάμπτουσες λεγεώνες.
Τα αρχεία αποστρατειών του ρωμαϊκού στρατού επιτρέπουν σαφή γνώση της σοβαρότητας των επιπτώσεων των ασθενειών στη ζωή του αρχαίου πολεμιστή. Σε μια ρωμαϊκή λεγεώνα του 1ου αιώνα μ.Χ., το 50% των στρατιωτών που κατατάσσονταν σε ηλικία 18 ετών ήταν ακόμα ζωντανοί στα 42 τους ώστε να απολαύσουν τη σύνταξή τους. Εφ’ όσον το 5,8% των στρατιωτών θα πέθαινε στη μάχη και ένα άλλο 8-10% θα υπέκυπτε σε τραύματα πολέμου, αυτό σημαίνει πως το υπόλοιπο 35% των λεγεωνάριων θα πέθαινε από κάποιας μορφής ασθένεια, συμπεριλαμβανομένων των επιδημιών. Πάντως, παρά τη συμμετοχή του σε δεκάδες μάχες, ο μέσο λεγεωνάριος ήταν γενικά μακροβιότερος από το μέσω Ρωμαίο πολίτη, και είχε πέντε φορές λιγότερα στοματολογικά προβλήματα από αυτόν, γεγονός που μαρτυρεί την καλύτερη δίαιτα των στρατοπέδων.
Για την συνέχεια πατήστε εδω