Το σπαθί δεν απετέλεσε βασικό όπλο μάχης για κανένα στρατό μέχρι την εμφάνιση της Ρώμης. Οι αρχαίοι Έλληνες το αντιμετώπιζαν ως βοηθητικό μέσο και ήταν ελάχιστα εξοικειωμένοι με τη χρήση του, χωρίς να έχουν ιδιαίτερα άδικο, αφού ένας μαχητής καλά εκπαιδευμένος στο δόρυ πλεονεκτεί στην αναμέτρηση με ένα ξιφομάχο. Στα χέρια των Ρωμαίων λεγεωνάριων όμως το θρυλικό gladius προκαλούσε τον τρόμο στους αντιπάλους. Το πλεονέκτημα του σπαθιού αυτού σε μια μάχη εκ του συστάδην ήταν ότι μπορούσε να προκαλέσει βαθιά τραύματα σχεδόν σε κάθε μέρος του σώματος. Μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί με φοβερό τρόπο κατά των χεριών, όπως συνήθιζαν να ενεργούν οι Ρωμαίοι. Αν ένα στρατιώτης δεχόταν κτύπημα, το σπαθί ακρωτηρίαζε εύκολα το μέλος και άφηνε το αποσβολωμένο θύμα ανυπεράσπιστο απέναντι σε μια δεύτερη θανατηφόρα νύξη στην κοιλιά, ο λαιμό ή το πρόσωπο. Πιθανώς το πιο σύνηθες τραύμα για τους αρχαίους πολεμιστές ήταν το κάταγμα. Το γεγονός πως τα αιγυπτιακά και τα σουμεριακά ιατρικά κείμενα ασχολούνται εκτενώς με περιπτώσεις σπασμένων οστών, φανερώνει πως οι στρατιωτικοί γιατροί της εποχής ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με αυτό τον τύπο τραυμάτων. Με εξαίρεση το κρανίο, υπάρχει πολύ μικρή διαφορά στο μέγεθος της δύναμης που απαιτείται για να συντριβεί οποιοδήποτε οστό στο ανθρώπινο σώμα. Ακόμα και τα χονδρά οστά του μηρού χρειάζονται λίγο περισσότερη φόρτιση για να σπάσουν σε σχέση με τα λεπτά κόκκαλα του βραχίονα. Υπολογίζεται πως 91,8 Joule ενέργειας κρούσης είναι αρκετά για να θραύσουν οποιοδήποτε οστό στο ανθρώπινο σώμα, εκτός από εκείνα του κρανίου. Έτσι το πλήγμα που καταφερόταν στα πλευρά ενός θωρακισμένου αρχαίου πολεμιστή από ρόπαλο (137 Joule), ακόντιο (91 Joule), πέλεκυ (95,6 Joule), απλό ξίφος (105 Joule), διατρητικό πέλεκυ (105 Joule), gladius (137 Joule) ή δόρυ (96 Joule), θα μπορούσε να εύκολα να προκαλέσει κατάγματα. Χωρίς αμφιβολία ο αρχαίος στρατιώτης κινδύνευε σοβαρά από σπάσιμο των οστών, τραύμα που θα τον άφηνε εκτεθειμένο σε επόμενο θανάσιμο πλήγμα. Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι την εξαφάνιση του αλόγου από το πεδίο μάχης, κατά τον 20ο αιώνα, τα κατάγματα αποτελούσαν την κυριότερη αιτία τραυματισμού, και για τους ιππείς, οι οποίοι συχνά κατά τη διάρκεια της μάχης έπεφταν από τα άλογά τους.
Θεωρείται βέβαιο πως η συχνότητα και ο τύπος των τραυμάτων στις μάχες της αρχαιότητας ποίκιλλαν αρκετά, ανάλογα με τα όπλα, τις θωρακίσεις και τις τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε περίοδο. Ο κίνδυνος του θανάτου κυμαινόταν πολύ, ανάλογα με το στρατό στον οποίο υπηρετούσε κάποιος. Έτσι ο Αιγύπτιος στρατιώτης που πολεμούσε του Υκσώς ήταν τελείως απροστάτευτος απέναντι στα όπλα τους, ενώ ο στρατιώτης της ίδια εθνικότητας που πολεμούσε του Χετταίους μετά από 200 χρόνια είχε πολλές πιθανότητες να βγει από μία μάχη σώος και αβλαβής. Φυσικά οι αναλύσεις δεν ισχύουν για στρατούς των οποίων η πειθαρχία κατέρρεε και τρέπονταν σε άτακτη φυγή, αφού οι άνδρες τους θα ήταν τρωτοί απέναντι σε κάθε είδους προσβολή από τη διώκουσα δύναμη.
Είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα η διαπίστωση πως ένα αρχαίος στρατιώτης, από την Εποχή του Χαλκού ως και τον 1ο αιώνα π.Χ., κινδύνευε να πεθάνει από διάφορες μολύνσεις τραυμάτων στον ίδιο ακριβώς βαθμό με ένα συνάδελφό του οποιασδήποτε άλλης εποχής μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο θάνατος παραμόνευε τον τραυματία της μάχης με τη μορφή τριών φοβερών μικροβιακών απειλών: τον τέτανο, την αεριογόνο γάγγραινα και τη σηψαιμία.
Ο τέτανος ήταν η συνηθέστερη μόλυνση. Προέρχεται από το αναερόβιο βακτήριο Clostridium tetani, που εισέρχεται στον οργανισμό μέσω βαθιών τομών στο δέρμα και τα σπλάχνα, και συνήθως συνοδεύει τραύματα που παρουσιάζουν σοβαρή ιστολογική βλάβη και νέκρωση. Το βακτήριο του τετάνου παράγει μια τοξίνη που «ταξιδεύει» ως το νωτιαίο μυελό και προκαλεί τρομερούς σπασμούς στους σκελετικούς μύες. Οι σπασμοί αυτοί είναι δυνατό να σκοτώσουν τον ασθενή από ασφυξία, καθώς διογκώνουν υπερβολικό το διάφραγμα και μπορεί να είναι τόσο ισχυροί ώστε να καταστρέψουν τη σπονδυλική στήλη σε κάποιο σημείο, προκαλώντας αφόρητο πόνο. Μία ακριβής περιγραφή αυτών των συμπτωμάτων υπάρχει στους «Αφορισμούς» του Ιπποκράτη, ένδειξη πως οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν καλά τις επιπτώσεις του τετάνου. Το βακτήριο του τετάνου ενδημεί στην επιφάνεια του εδάφους και βρίσκεται κυρίως σε εκτάσεις πλούσιες σε κοπριά, τυπικές των αγροτικών κοινωνιών του αρχαίου κόσμου. ΟΙ πληθυσμοί του αυξάνονται όπου η υγιεινή βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και όπου υπάρχουν ανθρώπινα ή ζωικά περιττώματα. Έτσι κάθε στρατιώτης του οποίου το τραύμα θα ερχόταν σε επαφή με το χώμα, κινδύνευε άμεσα από μόλυνση. Αν το τραύμα δεν καθαριζόταν προσεκτικά με νερό ή κρασί και οι γιατροί έσπευδαν να το καλύψουν αμέσως με πρόχειρους επιδέσμους χωρίς να το καθαρίσουν απόλυτα, η μόλυνση από τέτανο ήταν σίγουρη. Ο μέσος όρος μολύνσεων τέτοιου είδους ήταν περίπου 5,6% και η θνησιμότητα 80%. Από τη στιγμή που ένας στρατιώτης μολυνόταν, η επιβίωσή του εξαρτάτο από την αντοχή του και το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού του.
Η αεριογόνος γάγγραινα προκαλείται από έξι είδη βακτηρίων γνωστών υπό το γενικό όρο Clostridium perfigens, που είναι επίσης αναερόβια και ενδημούν στο καλλιεργημένο έδαφος. Παράγουν μία τοξίνη που καταστρέφει το μυϊκό ιστό μέσω φυσαλίδων υδρογόνου. Η περιοχή του τραύματος νεκρώνεται, η μόλυνση επεκτείνεται και συνοδεύεται από τρομερή δυσωδία που παράγουν οι αποσυντιθέμενοι ιστοί. Το ποσοστό εμφάνισης του συγκεκριμένου είδους μόλυνσης θα πρέπει να κυμαινόταν στο 5%, αλλά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως η θνησιμότητα στους αρχαίους στρατούς που δεν γνώριζαν την τεχνική του ακρωτηριασμού θα έφθανε στο 100%.
Η σηψαιμία ή δηλητηρίαση του αίματος, προκαλείται όταν το συνηθισμένο βακτήριο του σώματος Staphilococcus bacteri εισέλθει στο κυκλοφορικό σύστημα. Αν ένα κύριο αιμοφόρο αγγείο τρυπηθεί και το τραύμα προσβληθεί από δευτερεύουσα μόλυνση, αυτή μπορεί να επεκταθεί στο φυσιολογικά αποστειρωμένο κυκλοφορικό σύστημα. Το ποσοστό εμφάνισης μια τέτοιας μόλυνσης είναι 1,7% και αυτή παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις αρτηριακών τραυμάτων. Η θνησιμότητα ως τα μέσα του 20ου αιώνα παρέμενε εξαιρετικά υψηλή, μέχρι την εμφάνιση και τη διάδοση των αντιβιοτικών.
Ένας από τους τέσσερις τραυματίες της αρχαίας μάχης πέθαινε από τις πληγές του μέσα σε 7 έως 10 μέρες από τις τρεις παραπάνω κύριες αιτίες ή από αιμορραγικό σοκ. Πρέπει να τονιστεί πως αυτοί οι τέσσερις παράγοντες παρέμειναν ως βασικές αιτίες θανάτου ασθενών και τραυματιών μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Για την συνέχεια πατήστε εδω