Ο Ηλίας Λαζαρίδης γεννήθηκε το 1884 στο Αλήσοφι του Κάρς και πέθανε το 1941 στο χωρίο Μαυροπηγή της Πτολεμαΐδας.
Τον έλεγαν και Χαβενίτα, γιατί κατάγονταν από την Χαβίανα της Αργυρούπολης του Πόντου και Αλησοφέτε, γιατί γεννήθηκε στο Αλήσοφι του Καυκάσου.
Ο Ηλίας, ο Χαβενίτες, ήταν ο πιο ξακουστός λυράρης και κεμανεντσής του Καυκάσου. Η μουσική του δεινότητα τον είχε κάνει γνωστό σ’ όλους τους λαούς.
Είχε κάνει μάλιστα κομπανία με τον επίσης ξακουστό βιολιτσή του Κάρς, τον Ντιβανιά.
Ήταν εκπληκτικός λυράρης στους χορευτικούθς σκοπούς. Έπαιζε πολύ εντυπωσιακά το χορό σέρα (τρομαχτόν). Τον συνόδευαν εκλεκτοί τραγουδιστές, όχι μόνο του χωριού του, αλλά και από άλλα χωριά. Οι συμπατριώτες του Αλησόφληδες είχαν ιδιαίτερη επίδοση στην απαγωγή όμορφων κοριτσιών. Στην ενέργειά τους αυτή έπαιρναν πάντα μαζί τους τον Ηλία. Η απαγωγή κάθε κοπέλας γινόταν με τους ήχους της μελωδικής λύρας και με το τραγούδι των απαγωγέων. Στην περιοχή Καρς ήταν πασίγνωστη αυτή η συνήθεια των Αλησοφλήδων. Λεγόταν χαρακτηριστικά: «Αφορισμέν’ Αλήσοφληδες, όθεν έν’ έναν έμορφον κορίτσ’, θα κλέφν’ ατο», δηλαδή, φοβεροί αυτοί οι Αλησοφλήδες, όπου πληροφορηθούν πως υπάρχει μια όμορφη κοπέλα, δε γλιτώνει, θα την κλέψουν.
Στα 1917 έπρεπε να υπηρετήσει στον ρωσικό στρατό. Επειδή όμως με το επάγγελμα του μουσικού βιοπορίζονταν όλη η οικογένεια
υπηρέτησε τη θητεία του ο αδελφός του Ιωάννης.
Με τον μπολσεβικικό πόλεμο στα 1918 η οικογένεια του για λόγους ασφάλειας εγκαταστάθηκε στο Ναβαροσίσκι της Ρωσίας και από εκεί το 1922 ήρθε με πλοίο αρχικά στον Πειραιά, μετέπειτα στο επταπύργιο της Θεσσαλονίκης και τελικά στην Μαυροπηγή της Πτολεμαΐδας,
Απέκτησε πέντε παιδιά, τον Αναστάση, τον Θεμιστοκλή ,τον Αγαθόνικο, τον Ιωσήφ ,και την Μαρία μετέπειτα Ποζίδου.
Στην Ελλάδα μαζί με τον Σταύρη, τον κεμετζετσή, πατέρα του Γώγου, ήταν οι δύο πιο γνωστοί λυράρηδες .
Πολλές φορές συναντήθηκαν σε γλέντια .Λέγεται μάλιστα ότι σ’ ένα πανηγύρι της Παναγίας Σουμελά, στο Βέρμιο, ο Σταύρης, αφού άκουσε τον Ηλία, εξέφρασε το θαυμασμό του για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίον έπαιζε τη λύρα .
Ο Ηλίας, επαγγελματίας λυράρης, κρατούσε τη λύρα με τον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού και έπαιζε με τα τρία δάχτυλα όρθιος, γιατί αυτό απαιτούνταν στους γάμους και στα πανηγύρια. Ο Ηλίας, έμαθε την τέχνη της λύρας στο γιο του Αναστάση, που από εφτά χρονών άρχισε να τον παίρνει μαζί του στα πανηγύρια.
Με τον τρόπο αυτό συνέβαλε στη διάσωση του μουσικού ποντιακού πολιτισμού, που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε με πάθος σ’ όλη του τη ζωή.
Πέθανε στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941 σε ηλικία πενηντα εφτά χρονών.
Πριν πεθάνει έπαιξε και τραγούδησε ένα αντιχιτλερικό τραγούδι, μέσα από το οποίο έβγαλε τον προσωπικό του πόνο για την νέα κατοχή στην Ελλάδα.
Εμέν αβούτο ‘κ’ έπρεπεν αμάν! ντο να εφτάγω;
Για δείξτε ‘μεν έναν στράταν, ‘ς σην χαμονήν να πάγω.
Το λυρωδό του Κάρς έκλαψαν όλοι οι καρσλήδες, που τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν.
Ο πόντιος λαογράφος, Στάθης Ευσταθιάδης, στο βιβλίο του
με τίτλο ΄΄΄Τα τραγούδια του Ποντιακού Λαού ΄΄ τιμά τον Ηλία Λαζαρίδη, δημοσιεύοντας τη φωτογραφεία του και προβάλλοντας το μουσικό του ταλέντο.
Σε μια εκδήλωση, που διοργάνωσε ο Σύλλογος τέχνης της Πτολεμαΐδας στον κινηματογράφο Αχίλλειο, όπου ο Στάθης Ευσταθιάδης τον τίμησε παρουσιάζοντας το βιογραφικό του,
και οι μουσικοί Λαζαρίδης Αναστάσιος ,Ρακόπουλος Κώστας, Λαζαρίδης Άρης έπαιξαν τα τραγούδια του.
Ο πόντιος τραγουδιστής Χρύσανθος τον μνημονεύει με ένα τραγούδι αυτοβιογραφικό του ίδιου του Ηλία , με τον τίτλο:
Εγώ είμαι ας σ’ Αλήσοφι.
Ο Ηλίας δεν ήταν καλός αοιδός, έγραφε όμως ωραίους στίχους .
Μερικούς από αυτούς μου αφηγήθηκε ο ανηψιός του Άρης Λαζαρίδης και τους δημοσιεύω σήμερα ως απότιση ελάχιστης τιμής στη μνήμη του καυκάσιου Λυράρη .
Ο Ηλίας, ορφανός από πατέρα και μάνα εξέφρασε τον πόνο και το παράπονό του στο παρακάτω τραγούδι:
Θεέ μ’, κανείται ντ’ έβρεξες, θα λύντς και τα λιθάρια,
τ’ εμά, τ’ ορφανού τα δάκρυα, κανείνταν τα χορτάρια.
Χάρε, για πέει ‘με ντ’ έγροιξες, εσύ μάναν ‘κ’ εγνώρ’τσες;
Και την μανίτσα μ’ έρπαξες, κ’ εμέν ‘ς σα μαύρα εφόρ’τσες.!
Τα παρακάτω δίστιχα είναι αυτοβιογραφικά , διασώθηκαν από τους οικείους του και δείχνουν την άδολη αγάπη του στην γυναίκα του, φανερώνοντας ταυτόχρονα τον εύθυμο και εκφραστικό χαρακτήρα του .
Εγώ είμ’ ας σ’ Αλήσοφι, άξιον παλληκάρ’ι,
τρία σερτζίνε έσκισα με το κόρ’ τ’ αξινάρ’ι .
Εγώ είμ’ ας σ’ Αλήσοφι ας σοι Χαβενιτάντας,
χωρίς εμέν ‘κι ίνουνταν σουμάδια και χαράντας.
Εγώ είμ’ ας σ’ Αλήσοφι τ’ όνομα μ’ έν’ Ηλία,
θα τραγωδώ κ’ εντρέπουμαι ‘ς σα ξένα τα χωρία.
Για τον έρωτα του στην αγαπημένη του γυναίκα, έγραψε πολλούς ερωτικούς στίχους. Καταγράφω μερικούς:
Πάντα τη νύχταν τραγωδώ, και σ’ εμόν το χωρίον,
ακούει τ’ αρνί μ’ και έξ’ ‘κ’ εβγαίν και τρώγω την καρδία μ’.
-Έβγα ,πουλί μ’, μ’ εντρέπεσαι, μη χαλάντς το χατίρι μ’,
– Ηλία, πώς να εβγαίνω; Εμέν ωριάζ’ ο κύρη μ’.
‘Σ σ’ Αλήσοφι ‘ς σ’ έναν κορίτζ’ εχάσα την καρδία μ’,
τη νύχταν, όντες τραγωδώ, ατέ ακούει τη λαλία μ’.