Σαν σήμερα 10 Οκτωβρίου κλείνουν 201 χρόνια από την γέννηση του Τζουζέπε Βέρντι, του σπουδαιότερου Ιταλού συνθέτη όπερας. Αρχικά ο ενθουσιασμός για τη δημιουργία ενός κειμένου που θα αφορά ένα τόσο «παρεξηγημένο» και ιδιάζον είδος τέχνης, καταλάγιασε με τη σκέψη ότι το ευρύ κοινό συνήθως δεν ενδιαφέρεται για την όπερα. Στη συνέχεια όμως ο ενθουσιασμός ισχυροποιήθηκε εκ νέου με την σκέψη ότι το ίδιο ευρύ κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει τη χρησιμότητα ενός είδους τέχνης, που μέχρι πρότινος θεωρούσε άχρηστο. Αλλά γιατί όχι; Γιατί να μην παρακολουθήσει κάποιος έστω και μια φορά στη ζωή του το κατ’ εξοχήν «καθολικό έργο τέχνης»; Πράγματι σ’ αυτό συνυπάρχουν η ποίηση, τα εικαστικά (σκηνογραφία), το θέατρο και η μουσική (οργανική και φωνητική). Το λυρικό θέατρο δεν είναι μερικές παχουλές κυρίες που τσιρίζουν υστερικά πάνω στη σκηνή αλλά μια μορφή τέχνης που συνδυάζει τη γλώσσα, τη μιμική έκφραση και τη μουσική.
Η Μαρία Κάλλας ως Βιολέττα στην Τραβιάτα του Βέρντι (1958)
Ο φιλόσοφος Ρουσώ ορίζει την όπερα ως δραματικό και λυρικό θέαμα, που επιχειρεί να συνενώσει όλες τις χάρες των καλών τεχνών κατά την αναπαράσταση μιας περιπαθούς δράσης, με σκοπό να διεγείρει το ενδιαφέρον και την ψευδαίσθηση, με τη βοήθεια ευχάριστων αισθητηριακών εντυπώσεων. Κατά τον 18ο αιώνα η όπερα αποτέλεσε πεδίο ιδεολογικών – αισθητικών συγκρούσεων και αναζητήσεων με κοινωνικές προεκτάσεις. Η περίφημη Διαμάχη των Μπουφώνων ήταν μια σύγκρουση παράδοσης και ανανέωσης στο χώρο της κουλτούρας. Από την μία οι οπαδοί της ιταλικής όπερας αντιπροσώπευαν την αστική – μικροαστική τάξη και από την άλλη οι οπαδοί της γαλλικής όπερας την αριστοκρατία και το επίσημο ύφος της αυλικής τέχνης. Το μέγεθος της κοινωνικής και πολιτικής επιρροής που ασκούσε η όπερα στο παρελθόν δεν είχε συμβεί με καμία άλλη μορφή τέχνης.
Η όπερα ξεκίνησε ως μια τέχνη της αυλής, που απευθυνόταν σε ένα κοινό αριστοκρατικής καταγωγής. Σύντομα όμως άνοιξε τις πόρτες της και σε ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης. Βέβαια το ίδιο το θέατρο διαμορφώθηκε αρχιτεκτονικά με τέτοιο τρόπο ώστε η συνύπαρξη των διαφόρων κοινωνικών τάξεων να είναι ελεγχόμενη. Έτσι προέκυψαν οι γεωγραφικές τοποθεσίες στα λυρικά θέατρα ( πλατεία, διαζώματα, θεωρεία κ.λ.π.). Τελικώς η όπερα αποκτά δημόσιο χαρακτήρα και η προσέλευση σ’ αυτήν αποτελεί κοινωνικό γεγονός.
Σήμερα τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η όπερα αποτελεί δημόσιο αγαθό ή απλώς μία «ιδιαίτερη» πολιτισμική προτίμηση της περιορισμένης ελίτ. Και όμως, δικαίως, ο καθηγητής Μάρκος Τσέτσος εκφράζοντας την αγωνία του για το μέλλον της όπερας την χαρακτηρίζει μείζον επίτευγμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Στη σημερινή εποχή για τους πολλούς η όπερα φαντάζει τουλάχιστον περιττή και «υπερβολική» χωρίς καν να έχουν παρακολουθήσει έστω και μια παράσταση στη ζωή τους. Πράγματι τώρα πια η όπερα αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση «περιττής πολυτέλειας», μόνο που τέτοιου είδους «πολυτέλειες» μπορούν να κάνουν τον κόσμο λίγο πιο ανθρώπινο. Σ’ αυτή την εποχή της κρίσης είναι χρήσιμο μόνο οτιδήποτε αποφέρει κέρδος, όμως αυτή η λατρεία της χρησιμότητας στραγγίζει το ανθρώπινο πνεύμα καταστρέφοντας κάθε δημιουργική ικανότητα και διάθεση. Σοφά τα λόγια του ποιητή Οβίδιου που είπαν πως τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο από την τέχνη που δεν έχει χρησιμότητα.
Μα πόσο εύκολα προσβάσιμες φαντάζουν για τους συντοπίτες μας η συμπρωτεύουσα και η πρωτεύουσα για να επισκεφτούν τις νυχτερινές πίστες και πόσο δυσπρόσιτες για να παρακολουθήσουν μια θεατρική ή λυρική παράσταση;