Ο Μαρσέλ Ντισάν είναι ο εισηγητής των readymade έργων τέχνης. Δηλαδή κοινότοπων αντικειμένων – προϊόντων απομακρυσμένων από το χρηστικό τους περιβάλλον τα οποία εκτίθενται ως έργα τέχνης. Εκθέτοντας το έργο του Κρήνη (1917), το οποίο ήταν ένα ανεστραμμένο αντρικό ουρητήριο με την υπογραφή «R. Mutt», θέλησε αφενός να κριτικάρει τον συντηρητισμό και τον αυταρχισμό των διαχειριστών της τέχνης και αφετέρου να επαναδιαπραγματευθεί θεμελιώδεις έννοιες της τέχνης όπως την φύση, την αξία του έργου τέχνης και την δημιουργική ευφυΐα του καλλιτέχνη. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης αναφέρει για το έργο:
«Το αν ο κύριος Mutt έφτιαξε την Κρήνη με τα χέρια του ή όχι, δεν έχει καμιά σημασία. Την ΕΠΕΛΕΞΕ. Πήρε ένα συνηθισμένο αντικείμενο και το τοποθέτησε με τρόπο ώστε η συνήθης χρησιμότητα και σημασία του να εξαφανιστεί κάτω από τον νέο τίτλο και τη νέα οπτική γωνία κι έτσι δημιούργησε μια νέα σκέψη για το συγκεκριμένο αντικείμενο».
Ο Ντισάν πετυχαίνει μια βαθιά τομή στην τέχνη του εικοστού αιώνα. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση της εννοιολογικής τέχνης. Αν και το εν λόγω καλλιτεχνικό κίνημα προσδιορίζεται ιστορικά στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η ευρύτερη χρήση του όρου αναφέρεται σε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο διέπει ολόκληρο τον εικοστό αιώνα. Αυτή η καλλιτεχνική τάση πρεσβεύει την αντίληψη πως το έργο τέχνης οφείλει να λειτουργεί πρωτίστως ως φορέας ιδεών – νοήματος και όχι ως αισθητικό αντικείμενο από το οποίο ο θεατής αντλεί αισθητική απόλαυση. Η εννοιολογική τέχνη λειτουργεί ως αντίδραση στην μέχρι τότε παραδοσιακή – φορμαλιστική υποστηρίζοντας πως η τέχνη έπρεπε να αποδεσμευτεί από τις αισθητικές παραμέτρους επηρεάζοντας έτσι την σκέψη του θεατή και όχι τα μάτια ή τα αισθήματά του.
Όντας το ζωγραφικό τελάρο περιοριστικό για το δημιουργικό πνεύμα του, ο Ντισάν εξερεύνησε τις δυνατότητες των βιομηχανικών υλικών. Έτσι το 1913 δημιούργησε το πρώτο readymade έργο του με τίτλο Ανεστραμμένη ρόδα ποδηλάτου. Με το έργο αυτό προσπαθεί να πραγματευτεί το φιλοσοφικό – αισθητικό ζήτημα κατά πόσο τα υλικά αυτά αποτελούν έργα τέχνης ή όχι; Επίσης αυτό το έργο του χαρίζει τον τίτλο του πρωτοπόρου της βιομηχανικής αισθητικής.
Ο ιστορικός τέχνης Γιάννης Κολοκοτρώνης εντοπίζει την αξία των readymade στην ανάδειξη της αισθητικής αξίας που μπορούν να έχουν τα αντικείμενα όταν πάψουν να είναι χρήσιμα και ωφέλιμα. Αυτή η διαδικασία ανάδειξης ενός αντικειμένου μη ωφέλιμου και άχρηστου είναι μια πράξη διανοητική και δίνει την δυνατότητα στον καθένα να γίνει καλλιτέχνης απλώς επειδή μπορεί να φερθεί εντελώς ελεύθερα.
O Μαρσελ Ντισάν γεννιέται στις 28 Ιουλίου του 1887 και πεθαίνει στη 1 Οκτωβρίου του 1968. Ήταν γιος συμβολαιογράφου και είχε έξι αδέλφια εκ των οποίων οι τρεις επίσης καλλιτέχνες. Σπούδασε στην Ακαδημία Ζιλιέν ζωγραφική και τυπογραφία. Την περίοδο 1907 – 10 ζωγράφισε τοπία και προσωπογραφίες θαυμάζοντας την ζωγραφική των Σεζάν και Ματίς. Μετά το 1910 συνδέθηκε με καλλιτέχνες του κυβισμού με τους οποίους τελικώς αντιπαρατέθηκε. Τελικώς έγινε ειδικός στην τέχνη της πρόκλησης. Από το 1911 είχε συναναστραφεί τον Φράνσις Πικαμπιά ο οποίος τον μυεί στην ιδέα του καλλιτέχνη ως δανδή «αρνητή», την οποία ο Ντισάν υιοθετεί ως στάση ζωής. Το 1912 ζει στο Μόναχο όπου νιώθει απελευθερωμένος από τους προβληματισμούς της παρισινής πρωτοπορίας που αφορούσαν αποκλειστικά τον «οπτικό ερεθισμό» και αυτό που τον απασχολεί είναι η ενεργοποίηση της «φαιάς ουσίας» του εγκεφάλου. Δεν είναι τυχαίο πως υπήρξε μανιώδης σκακιστής για ολόκληρη τη ζωή του.
Τελικώς τα readymade και γενικότερα όλα τα καλλιτεχνικά τεχνάσματά του έθεσαν τις συμβατικές έννοιες της τέχνης και του καλλιτέχνη υπό αμφισβήτηση, όπως παρατήρησε ο ίδιος ήταν: «έργα τέχνης χωρίς καλλιτέχνη για να τα κατασκευάσει».