Στην Ελλάδα, η άγνοια αποτελεί τίτλο τιμής. Περιμένουμε την έρευνα κάποιου δημοσιογράφου ή τις δηλώσεις κάποιου «καθηγητή από την Αμερική» για να ενημερωθούμε για κάποιο θέμα ενώ πάντα πιστεύουμε πως στο τέλος θα έρθει κάποιος τρίτος να μας σώσει. Αυτό έχει δύο διαστάσεις και είναι πολιτικά βολικό: Πρώτον, η κοινωνία αντιδρά με τα πιο πρωτόγονα και ανορθολογικά ένστικτα, και δεύτερον, η εκάστοτε πολιτική εξουσία αποφασίζει μόνη της για το φλέγον ζήτημα, «σώζει» την κατάσταση και εκθειάζεται από το λαό. Πάνω σε αυτό το πλαίσιο έχει δομηθεί ο ελληνικός παρασιτικός καταναλωτισμός με την εύνοια του λαού και το αντάλλαγμα της νομής της εξουσίας. Όταν δεν μπορούν να το υλοποιήσουν οι ατάλαντοι της συμπολίτευσης, αναλαμβάνουν οι τραγικές φιγούρες της αντιπολίτευσης ενώ παράλληλα οι σοβαροφανείς πολιτικοί πληθωρίζουν τους πραγματικά σοβαρούς. Ας δούμε πως αυτό το πλαίσιο εξειδικεύεται στην περίπτωση της ΔΕΗ.
Η υφιστάμενη κατάσταση μας λέει πως η ΔΕΗ ως όμιλος παράγει χονδρικά το 70% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας ενώ είναι κατά το 49% ιδιωτική. Πιο απλά: Μόνο το 35% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας παράγεται αμιγώς από το κράτος ενώ υπάρχουν και ιδιωτικές άδειες ηλεκτροπαραγωγής που είναι ανενεργές. Όπως και να χει, η ΔΕΗ δεν είναι μια σοβιετικού τύπου επιχείρηση. Είναι απλώς μια επιχείρηση που παρουσιάζει χαρακτηριστικά φυσικού μονοπωλίου, και για το λόγο αυτό, δεν υφίσταται θέμα επίκλησης της απελευθέρωσης της αγοράς. Αλλά και πάλι, το πρόβλημα δεν είναι καν αυτό, αλλά το ότι η ΔΕΗ με την ευρύτερη έννοια, είναι μονοψώνιο για τους ιδιώτες παραγωγούς. Πάνω σε αυτό το στοιχείο θεμελιώθηκε το μεγαλύτερο μέρος της απαξίωσης της επιχείρησης: Σύσσωμοι οι πολιτικοί φελλοί της «οικολογίας» και της «πράσινης ανάπτυξης» υπερχρέωσαν την επιχείρηση με την υποχρεωτική πληρωμή των ιδιωτικών – κηφηνικών Α.Π.Ε. μέσω μιας θεσμοθετημένης διαπλοκής μοιράσματος της ενεργειακής «πίτας». Το τελευταίο σε συνδυασμό με την έλλειψη επενδυτικής βούλησης και την εσωτερική κακοδιαχείριση της επιχείρησης, την έφεραν σ’ αυτό το σημείο της απαξίωσης.
Στο επίπεδο της πολιτικής διαχείρισης του θέματος επικράτησε και επικρατεί η απόλυτη ανεπάρκεια. Η κυβέρνηση που επιθυμεί την αυτοσυντήρηση και η αντιπολίτευση που επιθυμεί την κυριαρχία, έχοντας απαξιώσει και γελοιοποιήσει την ίδια την πολιτική, δεν πείθουν. Έχουν πέσει στον λάκκο που άνοιξαν από μόνοι τους. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πως όλες οι θεωρίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν παντού – ιδίως όταν ανακαλύπτεις τον «φιλελευθερισμό» στα γεράματα, αυτό είναι ένα θέμα. Κανείς δεν βλέπει ότι όλα τα σενάρια δεν μπορούν να παιχτούν σε όλα τα θέατρα. Ποτέ κανείς δεν τους έμαθε τι μπορεί να κάνει η πραγματική πολιτική, νομίζουν πως όλα είναι θέμα management. Κανείς δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει αν το πρόβλημα είναι θεμελιώδες, δομικό ή επιφαινόμενο. Η λειτουργία της ΔΕΗ για την τοπική κοινωνία είναι κάτι το θεμελιώδες: Χωρίς αυτή ένα μέρος της δεν θα υπήρχε. Η ΔΕΗ σε επίπεδο χώρας είναι δομικό στοιχείο: Ως εθνικός φορέας στηρίζει τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και την ανάπτυξη. Τα οικονομικά προβλήματα της ΔΕΗ, η δήθεν συνδικαλιστική ασυδοσία και η κακοδιαχείριση είναι απλώς τα επιφαινόμενα – γιατί τα δημιούργησε η ίδια (κακή) πολιτική και γιατί η ΔΕΗ μπορεί να υπάρξει με τις αδυναμίες αυτές. Άλλωστε, συνδικαλιστής που κατεβάζει τους διακόπτες έχει λόγο ύπαρξης, πολιτικός που δεν πείθει, όχι. Όσο για τους απαισιόδοξους που λένε πως «όλα πλέον έχουν τελειώσει», ισχύει το εξής: Καμία διαπραγμάτευση δεν είναι τελευταία, κανένα νομοσχέδιο δεν είναι τελικό.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση λένε πως η «μικρή ΔΕΗ» είναι στρατηγικού χαρακτήρα επένδυση και ότι πρέπει (ή αντίστοιχα δεν πρέπει) να μπουν -κι άλλοι- ιδιώτες στην αγορά. Καμία σχέση: Οι στρατηγικές ενεργειακές επενδύσεις στην Ελλάδα δεν βρίσκονται καν στην ξηρά. Τα 20 θαλάσσια οικόπεδα που παρουσιάστηκαν πριν μερικές μέρες υπολογίζεται ότι μπορούν να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας για 500 χρόνια, ενώ το σύνολο (όχι μόνο το 30% της μικρής ΔΕΗ) της λιγνιτοπαραγωγής για μόλις 15 – 20 χρόνια. Νομίζω πως ανάμεσα στο 500 και στο 20 μπορεί κάποιος να καταλάβει ποιο είναι το «στρατηγικό». Και πέρα απ’ αυτά: Όταν σε μερικούς μήνες θα υπάρχει η δυνατότητα κατασκευής θαλάσσιων αιολικών πάρκων, τεχνητών νησιών με φωτοβολταϊκά, εκμετάλλευσης της κυματικής ενέργειας και άλλα πολλά – δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί ακόμη και ο πιο αφελής ότι τους στρατηγικούς επενδυτές πρέπει να τους βάλει εκεί όπου δεν έχει την τεχνογνωσία και τα κεφάλαια. Ενώ ένα μονοπώλιο, όντας κρατικό ή ιδιωτικό, δεν προκαλεί καμία συνταρακτική αλλαγή – γιατί δεν έχει λόγο να καινοτομήσει, αφού είναι ήδη είναι κυρίαρχο στην αγορά. Η κυβέρνηση λοιπόν, αν θέλει να ανακτήσει τη χαμένη της εμπιστοσύνη, πρέπει να στραφεί και να χει ένα σχέδιο για τις πραγματικά στρατηγικές επενδύσεις, να καταλάβει όμως και το εξής: Η λειτουργία της ΔΕΗ είναι το θεμέλιο της τοπικής κοινωνίας και ότι θα έχει αντιστάσεις και αντιδράσεις από τη στιγμή που δεν κατανοεί και δεν πείθει, γιατί προς το παρόν, το μόνο που κάνει, είναι να σπαταλά την ενέργεια των πολιτών για τις μεταξύ τους διενέξεις και διχασμούς.
Από την άλλη πλευρά, περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση ποτέ δεν έκατσαν να δουν σοβαρά το θέμα της ΔΕΗ, αναλώθηκαν στις φωτογραφίες με φόντο τα φουγάρα και τη διασπάθιση του τοπικού πόρου με την ίδια παρασιτική λογική της κεντρικής διοίκησης. Επιχειρηματικότητα, καινοτομία, διαφοροποίηση, εξωστρέφεια, ποιότητα, ταυτότητα, τοπικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και θερμοκοιτίδες επιχειρήσεων, τους ήταν άγνωστες λέξεις. Το θέμα της μεγάλης «εξάρτησης» της τοπικής οικονομίας από τις δραστηριότητες της ΔΕΗ έχει επισημανθεί επανειλημμένως: Ημερίδες, συνέδρια, καθηγητές, σύμβουλοι και μελέτες (που κοσμούν τα συρτάρια) έχουν πει τι θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και 20 χρόνια, αλλά φαίνεται πως λόγω κλίματος, η πολιτική βούληση της περιοχής, περνά κατευθείαν από την χειμέρια νάρκη στις καλοκαιρινές διακοπές. Κι όμως, η πραγματική πολιτική ασχολείται μόνο με τα στρατηγικά θέματα, τα προβληματικά σημεία, και τα καίρια ερωτήματα. Και πάνω απ’ όλα: Είναι αυτή που στο τέλος εκδικείται.
Δημήτρης Κ. Μίμης