Η ερμηνεία των ατμοσφαιρικών φαινομένων- με την κυρίαρχη τάση ότι είναι αποτέλεσμα της βούλησης των θεών-η πρόβλεψη τους, αλλά και η κλιματολογική τους επεξεργασία και εκμετάλλευση είναι ορατά σημεία στις αναζητήσεις των αρχαίων πολιτισμών. Η αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη, η οποία έχει την αφετηρία της από τους προσωκρατικούς φυσικούς φιλόσοφους και συνεχίζεται με κορωνίδα το έργο του Αριστοτέλη τα «Μετεωρολογικά»- ένα κλασικό σύγγραμμα που κυριαρχούσε στο παγκόσμιο μετεωρολογικό στερέωμα για είκοσι περίπου αιώνες-απέρριψε τις μέχρι τότε ισχύουσες θεοκρατικές αντιλήψεις και σύμφωνα με τον Berthelot «πρώτη έσβησε το μυστήριο και τη μαγεία από τις φυσικές επιστήμες και καθιέρωσε την λογικοκεντρική επιστήμη της φύσης, με την σημερινή έννοια.
Αυτή η αρχαιοελληνική μας κληρονομιά, επίσης, καθιέρωσε τον παγκόσμιο επιστημονικό όρο «Μετεωρολογία» και συστηματοποίησε την κλιματολογική χρησιμότητα των μετεωρολογικών στοιχείων και φαινομένων στα εκτιθέμενα δημότες «Παραπήγματα».
Στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, όταν η διεθνής μετεωρολογική κοινότητα κατευθυνόταν σε μια συνεργασία των κρατικών Μετεωρολογικών Υπηρεσιών, ύστερα από τη Διεθνή Μετεωρολογική Διάσκεψη των Βρυξελών το 1853 και την ίδρυση το1873 του Διεθνούς Μετεωρολογικού Οργανισμού ( International Meteorological Organization, IMO), ως συντονιστικού τους οργάνου, υπό την αρχική αδήριτη ανάγκη της τυποποίησης των μετεωρολογικών παρατηρήσεων και της ανταλλαγής τους για επιστημονική και επιχειρησιακή εκμετάλλευση, η χώρα μας με την πλούσια αυτή πολιτιστική κληρονομιά δεν ακολούθησε τα ρεύμα τα της εποχής αυτής. Όμως και αυτός ο ιδρυτικός νόμος της νέας και ενιαίας Μετεωρολογικής Υπηρεσίας (ΜΥ) του ελληνικού κράτους(Ν. 5258/1931), παρά τους φιλόδοξους στόχους των οραματιστών του, του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και του Υπουργού Αεροπορίας Αλέξανδρου Ζάννα και τη ρητή σε αυτόν διατύπωση ότι η νέα ΜΥ «αποτελεί τη Μόνη Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία του κράτους», δυστυχώς, στις δεκαετίες που έπονται χαλκεύτηκε. Χαλκεύτηκε το πνεύμα του και έτσι έμειναν άλυτες οι παθογένειες μας στο κομμάτι της εθνικής μας μετεωρολογικής συνεργασίας για την πραγματοποίηση των εθνικών μας στόχων. Ούτε , δυστυχώς, και οι μεταγενέστεροι νόμοι που αφορούν την ΕΜΥ, συντέλεσαν στην επίλυση τους, γιατί κυρίως είχε συντελεστεί η διάσπαση και η κατοχύρωση θεσμικά των μετεωρολογικών αρμοδιοτήτων του κράτους μας, σε επικαλυπτόμενα πεδία διαφόρων δημοσίων φορέων, δίχως υποχρεωτικές στρατηγικές στη συνεργασία τους.
Έτσι, στη σημερινή εποχή των παγκόσμιων μετεωρολογικών επιτευγμάτων και της διεθνούς μετεωρολογικής συνεργασίας-απαραίτητης και για λόγους επιμερισμού του μεγάλου κόστους των προγραμμάτων-εμείς δεν κατορθώσαμε να αντιμετωπίσουμε με τρόπο ριζικό και οριστικό την πρώτη αναγκαιότητα, που τέθηκε στις Βρυξέλες το 1853, δηλ. τη συνεργασία και τη συστηματοποίηση σε όλο το εύρος του εθνικού μας χώρου της μετεωρολογικής παρατήρησης(εκτέλεση, ανταλλαγή και αποθήκευση) για εκμετάλλευση
Σελίδα 2
στα ερευνητικά και επιχειρησιακά πεδία. Τα σημερινά κατακερματισμένα δίκτυα των μετεωρολογικών σταθμών του δημόσιου τομέα της χώρας μας-πρέπει να ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες-δίχως την απαραίτητη τυποποίηση, που επιτάσσει ο σημερινός Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός(WMO), δίχως την πλήρη εκμετάλλευσή τους σε εθνικό επίπεδο, αλλά και δίχως την τόσο απαραίτητη περιστολή των δημοσίων δαπανών, είναι ένα από τα πρώτα και πλέον ορατά σημεία της σημερινής μας παθογένειας στο τομέα της Μετεωρολογίας.
Η θέση του Στρατηγού Delkambre, διευθυντή της Γαλλικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας (1930), ότι «Η Μετεωρολογική Υπηρεσία σε ένα κράτος πρέπει να είναι μία» και η αξία της στις σημερινές εθνικές μας ανάγκες, ανεξάρτητα από τα επιμέρους εξειδικευμένα πεδία της σημερινής επιστήμης της «Μετεωρολογίας», νομίζω ότι είναι διαχρονική και επίκαιρη, αφού είναι διαχρονική και για κράτη με μεγαλύτερα μεγέθη. Ας ξεκινήσουμε, στη σημερινή εθνική μας πραγματικότητα, τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις δίνοντας βαρύτητα πρωτίστως στον εθνικό μας μετεωρολογικό συντονισμό το νοικοκύρεμα και την τυποποίηση των κατακερματισμένων δικτύων των μετεωρολογικών σταθμών της χώρας μας, της πρώτης αναγκαιότητας του 1853. Η θέση της ΕΜΥ, ως εθνικού μας αντιπροσώπου στον εξειδικευμένο Οργανισμό του ΟΗΕ, τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό, θέση που επιβάλλεται από τη σύμβαση του και έχει τις εξ αυτής υποχρεώσεις που απορρέουν, χρειάζεται να είναι ουσιαστικά η αρμόζουσα κεντρική και καθοριστική σε μια αναθεώρηση του όλου θεσμικού πλαισίου των κατακερματισμένων μετεωρολογικών δραστηριοτήτων της χώρας μας.
Με εκτίμηση
Ιορδάνης Καμπουρίδης
































