Η εργασία στον Πόντο βρίσκονταν εδώ και πολλούς αιώνες στην πρώτιστη ιεραρχία των ατομικών και κοινωνικών αξιών. Ταυτόχρονα η αξία της εργασίας ήταν και ένα μέσο χριστιανικής ηθικής και κοινωνικής ένταξης των ανθρώπων σ’ ένα κοινωνικό περίγυρο, που απαιτούσε την πνευματική και ψυχολογική υγεία των μελών της.
Η εργασία τιμούσε και εξύψωνε τον άνθρωπο και προκαθόριζε τους θρησκευτικούς και ηθικούς κανόνες της χριστιανικής παράδοσης.
Οι Πόντιοι καταδίκαζαν την οκνηρία και επαινούσαν την εργασία ως μέγιστο καθήκον και δικαίωμα. Ο οκνηρός αναθεματίζονταν ( τεμπέλτς έν’) και επαινούνταν ο εργατικός ( καματερός έν’)
Η εργασία στην ποντιακή κοινωνία ονομαζόνταν ( κάμν’ – κάμαση, καμασέα = ( ημερομίσθιο) από το αρχαίο ουσιαστικό η κάματος, που σημαίνει σωματικός κόπος, ΄΄ πάω ‘ς σην κάμασην΄΄ έλεγαν οι νέοι, πηγαίνω να εργασθώ έναντι ημερομισθίου.
Ο εργατικός , φιλόπονος ,λέγονταν καματερός- καματιάρτς’
και η εργασία επί πληρωμή καμάτεμαν, χρησιμοποιώ προς εργασίαν εργάτες, καματίζω,
Η εργατικότητα στην κοινωνική καταξίωση είχε πρωτεύουσα θέση, γι αυτό επαινούνταν με ευχές όπως : ο Θεός να χαρίει ‘σε τον καματερό σ’!.
Σε περιορισμένο βαθμό χρησιμοποιούνταν και οι λέξεις δουλείαν- δούλεμαν, δουλευτέας, που προέρχονται από το νοηματικό :είμαι δούλος.
Μια γνωστή φράση ήταν το : έργατα και δουλείας δηλαδή πολλές και επίπονες δουλειές. Για να εκθειάσουν την ευεργετική εργασία έλεγαν : Το δούλεμαν υία έν, όπως επίσης και το λαϊκό προστακτικό, που ταυτίζει την τίμια δουλειά με την αποταμίευση: Δούλεψον κι ας έεις.
Τον τίμιο και εργατικό άνθρωπο τον θαύμαζαν και τιμούσαν με φράσεις όπως : Ζουμών, το ψωμίν ατ’ με τον ιδρώταν ατ’
Η εργασία θα έπρεπε να γίνεται μέσα στα επιτρεπτά όρια και μέτρα, χωρίς υπερβολή και κατάχρηση, αλλά με την τιμιότητα και την καλά οργανωμένη εργασία.
Το προϊόν της εργασίας έπρεπε να παράγεται με μέτρο χωρίς να εξουθενώνει τον εργαζόμενο. Αυτό το μέτρο ορίζονταν από λαϊκά γνωμικά όπως: Με την καματεροσύνεν πα να επέγνεν εμπροστά η δουλεία, τα μερμήκας πα θα εγίνουσαν.
ή το γνωμικό: Η δουλεία ‘κι τελείται, άνθρωπον τελείται.
Ακόμα η νυχτερινή εργασία αποφεύγονταν και θεωρούνταν ανήθικη και επικίνδυνη. Η λαϊκή λογική επέβαλε το:
Την ημέραν δούλεψον κι από βραδύ φά.
Όταν ο εργαζόμενος είχε σειρά και κουμάντο και ήταν μεθοδικός και υπεύθυνος έλεγαν το αντίστοιχο γνωμικό : Κάμν’ ‘ς σον ήλον και τρώει ‘ς σην εβόραν
Η κάθε δουλειά θα έπρεπε να τελειώσει στην ώρα της. Όταν αυτό ήταν χρονικά εφικτό, επιδιώκονταν με κάθε τρόπο:
Η δουλεία ντ’ απομέν, χιονίζ’ απάν.
Ο άνθρωπος ακόμη προγραμμάτιζε τις εργασίες του σύμφωνα με τις καιρικές συνθήκες:
Ο Θεόν, όταν δουλεύ’, θα δουλεύς κ’ εσύ.
Αντίθετα για τον υπερβολικά εργαζόμενο, που υπερέβαινε τις ανθρώπινες αντοχές έλεγαν : Τη νύχταν εφτάει ημέραν!
ή το : Ας ‘ς σην δουλείαν τ ομμάτια τ’ ‘κ’ ανοίουνταν.
Στην ποντιακή παράδοση, πολύ πριν επικρατήσουν οι σοσιαλιστικές θεωρίες για την εκμετάλλευση της εργασίας, υπήρχε διαδεδομένη η αντίληψη για την αδικία της χαμηλής αμοιβής και εκφράζονταν μάλιστα με την άποψη, ότι ο εκμεταλλευόμενος μοιάζει με γελάδα, που την αρμέγουν :
Άμον αλμεγάδ’ χτήνον έχ’ν ‘ατόν !
Την αγανάκτηση του ο χαμηλόμισθος εργάτης την εξέφραζε πολλές φορές και με το λαϊκό τραγούδι:
Δουλεύω ,μάνα, δουλεύω και πάντα εφτωχός είμ’
επέρα την τσάνταν ‘ς σ’ ωμί μ’ κ’ εν άμον γυρευός ι.
Ή την κατήγγελλε δημόσια ως ανάθεμα:
Εγώ με το φουρουντσουλούκ’ και με τ’ έναν μηναίον
έφαγα τα νεότητα μ’ κρίμαν σ’ εμέν τον νέον!
Το βδομαδιάτικο του εργάτη ήταν τόσο λίγο, που για έναν χουβαρντά δεν έφθανε να γλεντήσει ούτε μια μέρα.
Δευτέρα, Τρίτ’, Τετράδ’ και Πέφτ’, Παρασκευή δουλεύω.
τη Σάββα όλια τρώγ’ ατά, την Κερεκήν γυρεύω.
Η εργασία ακόμα θα έπρεπε να είναι προϊόν συλλογικής προσπάθειας έτσι ώστε να υπάρχει αντιστοίχιση του αριθμού των εργαζομένων με το παραγόμενο προϊόν.
Στο ακριτικό τραγούδι ΄΄Τη Τρίχας το γεφύρι΄΄ που ήταν ένα γιγάντιο έργο για την εποχή, διαβάζουμε:
‘Σ ση ΄γεφυραν, ‘ς ση γέφυραν ‘,ς ση Τρίχας το γεφύριν,
χίλιοι μαστόροι έχτιζαν και μύριοι μαθητάδες…
Το ίδιο επιβεβαιώνει και η λαϊκή ρήση :
Η δουλεία με τοι πολλούς και το φαϊν με τ’ ολίγ’ς!
Η συλλογική προσπάθεια προκειμένου να ολοκληρωθεί μια εργασία ήταν έκδηλη στο θεσμό της αργατίας ( αφιλοκερδής προσφορά εργασίας στους αναξιοπαθούντες) όπως αυτή καταγράφεται στο δημοτικό τραγούδι:
Τούμπουλ’ τούμπουλ’ ‘ς σα ραχία ,’ς ση πασά μ’ την αργατίαν,
τούμπουλ’ τούμπουλ’ σα ραχία κι ‘ολ’ εντάμαν ‘ς ση δουλείαν.
Η εργασία για το νέο της εποχής ήταν έπαινος κα προσέδιδε μεγάλη αξιοσύνη σ’ αυτόν. Στο παρακάτω ποντιακό τραγούδι αυτό γίνεται αντιληπτό.
Εγώ δουλεύω ‘ς σο τσαρσίν ( αγορά) και χτίζω τενεκέδες
τα έμορφα τα κόρτσοπα τερούν ας σα περτέδες( κουρτίνες)
Αυτή η αντίληψη κατά του εξαναγκασμού και της καταπίεσης καταγγέλλονταν με έναν λαϊκό αριστερισμό πολύ εύστοχο και πειστικό προς τον εργοδότη :
Η δουλεία γάϊδαρος ‘κ’ έν, να τσουμπίεις ατον και πάει εμπροστά.
Πίστευαν δηλαδή ότι η κάθε εργασία θα πρέπει να οργανώνεται καλά από έναν ιθύνοντα νου, προκειμένου να είναι παραγωγική και αποτελεσματική. Αυτός ο οργανωτικός νους, όταν ήταν άριστος ισοδυναμούσε με χίλιους καματερούς ( εργάτες)
η φράση: χίλ’ καματεροί και είς διαταγός είναι χαρακτηριστική.
Τον φιλεργατισμό τους τον εκδήλωναν ανεπιφύλακτα επαινώντας τους εργάτες, που μοχθούσαν για ένα κομμάτι ψωμί και τους εργοδότες, που ζούσαν πλουσιοπάροχα λέγοντας:
Άλ’ κάμνε ‘ς σον ήλον κι άλ’ τρώνε ‘ς σην εβόραν.
Ο γεωκτήμονας, αυστηρός και ανάλγητος, προειδοποιούσε τους εργάτες της γης να δουλέψουν σκληρά, αν θέλουν να χορτάσουν φαγητό. Διαφορετικά θα τους μοιράσει μόνο το κρέας της καρακάξας( κασκάρας.)
Θερίστ’, αργάτ’, θερίστ’, αργάτ’, θα σπάζω την κοσάραν
κι αν ‘κι τελείται το χωράφ’, θα σπάζω την κασκάραν.
Οι Έλληνες του Πόντου βρέθηκαν σ’ όλη την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας έξω από την κρατική διοίκηση έχοντας τον τίτλο του απίστου.
Οι εύκολες κρατικές και διοικητικές θέσεις τους ήταν άγνωστες. Παρ’ όλα αυτά είχαν την θετική άποψη για τις ΄΄υπαλληλικές ΄΄ εργασίες, που τις προτιμούσαν λέγοντας:
Εβόρας ψωμίν φά και κανέναν μ’ εγνέσκεσαι.