Μετά την ασυμφωνία για συγκυβέρνηση η χώρα μας οδηγείται σε νέες εκλογές, που οπωσδήποτε δεν ήθελε η πλειονοψηφία του λαού μας. Δεν πρέπει όμως να επιρρίψουμε την ευθύνη στους πολιτικούς σχηματισμούς, επειδή στάθηκαν δήθεν ανήμποροι να συνειδητοποιήσουν τις κρίσιμες στιγμές που διέρχεται η πατρίδα μας. Το πρόβλημα της διχοστασίας και από μακρού χρόνου υφίσταται και οξύτατο παραμένει.
Είχαμε αναγράψει σε προηγούμενο άρθρο ότι τα κόμματα διαιρούν τον λαό, χωρίς αυτά όμως δεν νοείται δημοκρατία. Αν καλοσκεφθούμε θα δούμε ότι το πρόβλημα δεν είναι στην ουσία τα κόμματα, αλλά οι άνθρωποι που τα στελεχώνουν. Αν αυτοί ήσαν έμπλεοι από υψηλά ιδανικά, ασφαλώς δεν θα έθεταν τα κομματικά (και κατά βάθος προσωπικά) οφέλη υπεράνω των εθνικών και του δικαίου. Συνέπεια αυτού θα ήταν η έλλειψη έξαρσης των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Στην πραγματικότητα από ιδεολογία εμφορούνται πλέον οι οραματιζόμενοι την μεταβολή ή ανατροπή του συστήματος χωρίς να υπάρχει βεβαιότητα περί αυτού.
Ας εξετάσουμε βαθύτερα τα ουσιώδη γνωρίσματα των κομμάτων που ανταγωνίζονται στον εκλογικό στίβο.
Το αστικό καθεστώς καυχάται για τις πολιτικές ελευθερίες που απολαμβάνουν υπ’ αυτό οι λαοί. Στην πραγματικότητα αυτοί είναι «ελεύθεροι» να επιλέξουν, κατά κανόνα, μεταξύ των δύο κομμάτων εξουσίας. Μάλιστα στην Ελλάδα, την κοιτίδα της δημοκρατίας, στα κόμματα αυτά η κληρονομική διαδοχή στις θέσεις των κομματικών στελεχών και κατά συνέπεια στα βουλευτικά έδρανα αποτελεί όνειδος. Τα κόμματα εξουσίας στην έκταση της ευρωπαϊκής ηπείρου μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κόσμου συνέκλιναν τόσο πολύ κατά τις πολιτικές τους, ώστε να μην υφίστανται πλέον ουσιώδεις διαφορές. Τα αντίστοιχα ελληνικά είναι υπεύθυνα για την ένταξή μας στην ΕΟΚ –ΕΕ, αν και το ένα εξ αυτών διέδιδε το πλάνο σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», και στη συνέχεια στη ζώνη του ευρώου. Πολιτική τους είναι η πολιτική του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου, το οποίο υπηρετεί πιστά τα συμφέροντα του τραπεζικού κεφαλαίου σε βάρος των λαών. Αυτοί παρέμειναν αδιόρθωτοι, αν και μας υποσχέθηκαν ότι στην ενωμένη Ευρώπη θα υποχρεωθούμε να αναμορφώσουμε τον κρατικό μηχανισμό. Ο μηχανισμός αυτός παρέμεινε υποταγμένος στα κόμματα εξουσίας και τους κατά καιρούς συνεργάτες τους. Μέσω αυτού εκθεμελίωσαν την παιδεία με συνεργάτη την αριστερά, η οποία άλωσε το αστικό πανεπιστήμιο. Η αστική τάξη τη θεώρησε ακίνδυνη για την ίδια, καθώς κατά τη μεταπολίτευση είχε ενδυθεί τον μανδύα του κοσμοπολίτικου διεθνισμού, άκρως όμως αποτελεσματική στην επίθεση κατά της πίστης, της φιλοπατρίας και της παράδοσης του λαού μας! Η αστική εξουσία ανέλαβε την εφαρμογή σχεδίου εκμαυλισμού του λαού μέσω του πρακτικού υλισμού, που ακούει στο όνομα καταναλωτισμός. Και ήταν τόσο πρόσφορο το έδαφος γι’ αυτά μετά την πτώση της δικτατορίας, η οποία καπηλεύτηκε στο έπακρο το τρίπτυχο «θρησκεία – πατρίς – οικογένεια», που στη συνέχεια έγινε αντικείμενο χλευασμού, καθώς δεν βρέθηκε έκτοτε υπερασπιστής τους. Η Διοικούσα Εκκλησία παρέμεινε σιωπηλή ως εκ της κατακριτέας στάσεως της έναντι του ξενοκίνητου δικτατορικού καθεστώτος. Οι ασκούντες την εξουσία γνωρίζουν ότι με την ωριμότητα η γαστέρα και το υπογάστριο νικούν τον εγκέφαλο, συνεπώς η επαναστατική ορμή κατευνάζεται!
Σήμερα βιώνουμε την τελική φάση του σχεδίου, του οποίου προηγηθέντα στάδια υπήρξαν: Μείωση βιομηχανικής και πρωτογενούς παραγωγής – στροφή αλόγιστη προς τον τριτογενή τομέα – αρρωστημένος καταναλωτισμός εισαγομένων κυρίως προϊόντων – αλόγιστος εξωτερικός δανεισμός προς ικανοποίηση των επιπλάστων αναγκών μας. Η τελική φάση συνιστά την έφοδο κατά της περιουσίας του δημοσίου και της άλλης των πολιτών χαμηλών ή μεσαίων εισοδημάτων με την έξαρση της ανεργίας, την μείωση των αποδοχών, την ανάπτυξη φοροεισπρακτικών μηχανισμών προς αφανισμό των καταθέσεων και πληρωμή των τραπεζιτών, οι οποίοι σύμφωνα με πληθώρα στοιχείων αισχροκέρδισαν και αισχροκερδίζουν ακόμη από την πολιτική της υποτέλειας.
Οι πολιτικοί μηχανισμοί εξουσίας εμμένουν στην βασική πολιτική θέση της υποτέλειας: Η υποταγή στα κελεύσματα του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου είναι η μόνη στάση που εγγυάται τη μη πτώχευση. Άσφαλώς, δίχως να το επεξηγούν, εννοούν την άμεση πτώχευση, διότι δεν απαιτούνται ειδικές γνώσεις, για να συμπεράνει κανείς ότι οι πλείστοι όσοι, πλην της εγχώριας πλουτοκρατίας, πτωχαίνουμε σταδιακά με την έξαρση της ανεργίας, τη συνεχή μείωση των εισοδημάτων, τη συρρίκνωση της αγοράς, την φοροεισπρακτική επέλαση και την παρατεταμένη ύφεση που έγινε μόνιμη συνοδός μας. Όχι μόνο δεν ανέλαβαν την ευθύνη για το κατάντημα της χώρας, αλλά και επιμένουν ότι είναι οι μόνοι που μπορούν να οδηγήσουν εκ νέου τη χώρα έξω από την κρίση, προς την ανάπτυξη!
Κατά τις εκλογές του Μαΐου σημαντικό μέρος της εκλογικής βάσης των κομμάτων εξουσίας τόλμησε επί τέλους να τιμωρήσει αυτούς που θεωρεί υπευθύνους για την κατάντια μας. Ποιοι καρπώθηκαν από τη μετακίνηση του εκλογικού σώματος; Σχηματισμοί, οι οποίοι εμφανίστηκαν ως «αντιμνημονιακοί». Ότι το μνημόνιο συνιστά επαίσχυντη συμφωνία, την οποία θα μπορούσαμε να αποφύγουμε, αν οι εκπρόσωποί μας έθετα ν ως πρώτιστο το συμφέρον της χώρας, το δέχονται ολοένα και περισσότεροι Έλληνες. Τα δύσκολα αρχίζουν από το ερώτημα: Τι κάνουμε από ‘δώ και πέρα; Να αποδεχθούμε τη σκληρή πραγματικότητα και να υποταχθούμε στους δημίους μας, όπως μας προτείνουν το μέχρι πρότινος ισχυρά κόμματα ή να παλέψουμε για την οικονομική μας ανάκαμψη, για την οποία και μόνο γίνεται λόγος; Και πώς;
(συνεχίζεται)
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»