Συνέντευξη από τους
Σάββα Αποστολίδη και Στέλιο Δημητριάδη
Πέμπτη 9-1-2014. Βρεθήκαμε στη Δράμα, στο στέκι “Φίλων του Κωστίκα Τσακαλίδη”, για μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση με τον γλυκόλαλο Γιάννη Κουρτίδη. Μέσα από τις 12 ερωτήσεις που του απευθύναμε προσπαθήσαμε να καλύψουμε όλη τη διαδρομή ενός ανθρώπου, που είναι ένας από τους καλύτερους συνεχιστές της Ποντιακής μουσικής και παράδοσης.
“ΑΡΑΕΥΩ”: «Γιάννη καλωσόρισες και ευχαριστούμε πολύ για την προθυμία με την οποία ανταποκρίθηκες στο κάλεσμα της εφημερίδας. Είναι τιμή μας που φιλοξενούμε ένα τραγουδιστή με την υπέροχη, γλυκότατη και δωρική φωνή, που εδώ και 40 χρόνια υπηρετεί το καλό ποντιακό τραγούδι».
Γιάννης Κουρτίδης: «Ευχαριστώ πολύ και γω παιδιά, είναι και δική μου τιμή που είμαι μαζί σας, με μια εφημερίδα η οποία αγωνίζεται σκληρά, παρ’ όλες τις δυσκολίες, για τη διατήρηση του Ποντιακού πολιτισμού».
“ΑΡΑΕΥΩ”: «Γιάννη, πες μας για την καταγωγή σου, καθώς και για την περιοχή του Πόντου από την οποία ήρθαν στην Ελλάδα οι γονείς σου; Καθώς και για το ξεκίνημα σου στο ποντιακό τραγούδι».
Γιάννης Κουρτίδης: «Γεννήθηκα στις 18 Οκτωβρίου του 1954, στο χωριό Αρετή στην περιοχή Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας μου ήρθε στην Ελλάδα από την Μούζενα κοντά στο χωριό Σταυρίν και η μητέρα μου ήρθε από το Αργαλί, το οποίο είναι σιμοχώρι της Τραπεχούντας. Εγώ έφυγα από την Αρετή όταν ήμουν 14 ετών. Για πρώτη φορά, βρέθηκα λίγο καιρό στην Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία κατέβηκα στην Αθήνα. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να μπω στα μαγαζιά, αλλά για πέντε χρόνια τραγουδούσα δημοτικά τραγούδια και μετά μπήκα στο χώρο του Ποντιακού τραγουδιού. Πρώτος λυράρης, πέρα από τα γλέντια που κάναμε στο χωριό, που βγήκα επαγγελματικά στο χώρο ήταν ο Νίκος Λαζαρίδης. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με το λυράρη με τον οποίο και ο Χρύσανθος έκανε την πρώτη του δισκογραφική δουλειά. Εν συνεχεία συνεργάστηκα με τον πατριάρχη, τον Γώγω Πετρίδη στην Αθήνα και μετά ανέβηκα Θεσσαλονίκη, όπου δούλεψα και τραγούδησα με όλους τους λυράρηδες, εκτός από τον Γιάννη Βλασταρίδη, τον γνωστό Τσανάκαλη, με τον οποίο ποτέ δεν είπα ούτε ένα δίστιχο. Δεν έτυχε και ίσως ήταν και άλλοι λόγοι, ας μην τους αναφέρω τώρα. Πάντως ήταν ένας χρυσός άνθρωπος ο Γιάννης, έχει προσφέρει πολλά στον Ποντιακό χώρο. Επίσης ένας λυράρης που ξεχώρισα όλα αυτά τα χρόνια ήταν ο Γιωργούλης Κουγιουμτζίδης».
“ΑΡΑΕΥΩ”: «Τελευταία, πολλοί καλλιτέχνες, νομίζοντας ότι βελτιώνουν τον Ποντιακή μουσική, βάζουν στα τραγούδια τους εκτός από την λύρα και το νταούλι και άλλα μουσικά όργανα, όπως ντραμς, αρμόνια, κιθάρες κτλ. Πες μας την γνώμη σου;»
Γιάννης Κουρτίδης: «Είμαι και εγώ από αυτούς που το κατακρίνουν. Η μόνη εξαίρεση σε κάποιες συναυλίες με πολύ κόσμο χρειάζεται είναι το αρμόνιο για να γεμίζει από πίσω και να ξεκουράζει τον λυράρη και τον τραγουδιστή».
Γιάννης Κουρτίδης: «Για μένα ήτανε 10 χοροί. Από κει και πέρα να φροντίσετε να βρείτε αυτούς που τους κάναμε 200 και τριακόσιους. Ας λογοδοτήσουν αυτοί, γιατί αν δώσουμε στο θέμα αυτό συνέχεια, θα δώσουμε σε ορισμένα άτομα άξια, η οποία δεν τους αξίζει».
“ΑΡΑΕΥΩ”: «Πως βλέπεις Γιάννη το μέλλον της 4ης γενιάς των Ποντίων; Πήραν από τις προηγούμενες γενιές τα σωστά εφόδια για να διατηρήσουν την φυσική παράδοση και να την μεταβιβάσουν στην επόμενη γενιά;»
Γιάννης Κουρτίδης: «Βγήκαν πάρα πολλά παιδιά λυράρηδες και τραγουδιστές, άξιοι για να πάρουν την σκυτάλη από τα χέρια μας και να προχωρήσουν. Σήμερα έχει παιδιά όπως ο Τσαιρίδης Στάθης, ο Πορφυρίδης Στάθης, ο Ιωακειμίδης Μπάμπης, που γνωρίζουν καλά τη διάλεκτο την Ποντιακή. Τελευταία γνώρισα και αρκετά νέα παιδιά, όπως π.χ. ένα παιδί από τα Αλωνάκια Κοζάνης, ο Κατωτικίδης που παίζει λύρα και είναι φανατικός λάτρης της παράδοσης. Δυστυχώς μέσα στον Ποντιακό χώρο βγήκαν και ορισμένοι “κασκαντέρ”, ορισμένοι “λιλιπούτειοι”, οι οποίοι πήραν την παράδοση, την βάλαν σε ένα σαπιοκάραβο και την άφησαν μέσα στο πέλαγος με φοβερούς αέρηδες και βουλιάζει η Ποντιακή παράδοση με τις δικές τους “εμπνεύσεις” και “μελωδίες” που βγαίνουν στον αέρα. Αυτούς μπορούν να τους περιορίσουν μόνο οι Ποντιακοί σύλλογοι. Δεν λέω να τους απομονώσουν, αλλά να τους περιορίσουν, χωρίς να λέω ονόματα. Μπορούν να τους πουν, “κοίταξε θα έρθεις και θα τραγουδήσεις αυτά, αν ξεφύγεις, κατευθείαν βγαίνει το βύσμα από την μικροφωνική, παίρνεις την λύρα σου ή το μικρόφωνο σου και φεύγεις”. Να τους περιορίσουν για να καταλάβουν κι αυτοί τι είναι η παράδοση. Ήμουν στις γιορτές στα μαγαζιά και άκουσα και τέτοιους ανθρώπους και μπήκε μέσα μια παρέα, μου έδωσε ωτοασπίδες και μου είπαν, “Γιάννη σήμερα θα σου χρειαστούν”. Είχα την τύχη ν’ ακούσω τον συγχωρεμένο τον Μπαρμπά-Γιάννη να τραγουδά το “Ματοτέρεμας”. Το τραγούδησε μετά ο Στάθης Νικολαΐδης πάρα πολύ ωραία και κατόπιν είδαμε μερικούς δήθεν τραγουδιστές να “ασελγούν” επάνω σε αυτό το τραγούδι. Αν δε μπορείς να το πεις όπως ο Στάθης το τραγούδι, τουλάχιστον μην το κάνεις ροκ, το ξεφτιλίζεις. Είναι κρίμα, αυτούς τους “καλλιτέχνες” μόνο οι σύλλογοι μπορούν να τους απομονώσουν. Το κακό είναι ότι τους ακούνε και τα νέα τα παιδιά και προσπαθούν να τους μιμηθούν. Σαν αγριάδα απλώνεται αυτό».
Γιάννης Κουρτίδης: «Για πες μου που έχει Ποντιακά μαγαζιά; Ας ξεχάσουμε την δεκαετία 80-90, δεν θα ξαναέρθει. Σήμερα δεν έχει ούτε ένα, εκτός από το Παρακάθ, που και αυτό δύσκολα θα κρατηθεί. Το παλιό το “Παρακάθ” ήταν ένας “ναός των Ποντίων”. Είχε πολύ ωραίο και Ποντιακό φαγητό, είχε μια οικογενειακή ζεστασιά και τον πρώτο καιρό ήμασταν ανοικτά κάθε μέρα εκτός από τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ας δούνε αυτοί που το έχουν τώρα τι φταίει. Έβγαλαν από μέσα το φαγητό, πολύ κακό αυτό, αλλά και οι τιμές θα πρέπει να είναι πιο προσιτές. Εάν δεν κατέβουν οι τιμές δεν θα γίνει τίποτα και θα κλείσει δυστυχώς και το “Παρακάθ”. Λυπάμαι πολύ γιατί το “Παρακάθ” είναι ένα παιδί που γεννήθηκε από μένα και τ’ άλλα δυο παιδιά τον Αχιλλέα και τον Σιαμίδη».
“ΑΡΑΕΥΩ”: «Γιάννη, πιο τραγούδι απ’ όλα όσα έχεις τραγουδήσει σε συγκινεί ακόμη και σήμερα και γιατί;»
Γιάννης Κουρτίδης: «Όλα τα τραγούδια του Χρύσανθου. Δε μπορώ να ξεχωρίσω κανένα. Αυτός ο άνθρωπος άφησε πίσω του τόσα πολλά που πραγματικά θα μου προκαλέσει μεγάλη εντύπωση αν βρω έναν άνθρωπο να πει ότι του άρεσε ένα συγκεκριμένο τραγούδι περισσότερο. Δεν γίνεται, είναι σαν να ρωτάς μια μάνα ποιο παιδί της αγαπά περισσότερο».
“ΑΡΑΕΥΩ”: «Γιάννη όταν θα κάνεις μετά από πολλά χρόνια πιστεύω, την αποχαιρετιστήρια εμφάνισή σου, σ’ ένα κατάμεστο γήπεδο ποιος λυράρης θα ήθελες να σε συνοδέψει και σε ποιο μέρος θα ήθελες να γίνει».
Γιάννης Κουρτίδης: «Αυτή η τελευταία εμφάνιση θα ήθελα να γίνει στο γήπεδο της Κοζάνης, γιατί με έκανε τραγουδιστή και με κράτησε τόσα χρόνια η Δυτική Μακεδονία. Όσο έχω δουλέψει εκεί, δεν δούλεψα σ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Έχω υποχρέωση σ’ αυτούς τους ανθρώπους και κάνω μεγάλη υπόκλιση για να τους ευχαριστήσω. Όσον αφορά τους λυράρηδες, από τους παλιούς θα ήθελα τον Γιωργούλη Κουγιουμτσίδη και από τους νεότερους τον Γιάννη Σανίδη. Ένας λυράρης δεν είναι μόνο πως παίζει αλλά πρέπει να τρέφει και χαρακτήρες και ο Γιάννης τα έχει όλα. Καλό παιδί και πολύ καλή λύρα».
“ΑΡΑΕΥΩ”: «Υπάρχει κάτι που θα άλλαζες αν μπορούσες στην μέχρι τώρα πορεία σου ή αν μετάνιωσες για κάτι, πχ ένα CD ή ένα τραγούδι που είπες και δεν σου άρεσε;»
Γιάννης Κουρτίδης: «Πολλά θα έκανα. Το ενδιαφέρον μας όλο ήταν να βρεθούμε σ’ ένα μουχαμπέτ με τον Γώγω και ηχογραφούσαμε με το μυαλό μας. Πάρε κάτι να γράψεις, βγες δύο φωτογραφίες μαζί του. Το ίδιο πράγμα με τον Γιωργούλη. Ήρθε και έφυγε ο άνθρωπος, έχουμε κάτι, άλλα μπορούσαμε να κάνουμε πολύ περισσότερα, γιατί ο Γιωργούλης ήταν σταθμός για μένα, όχι μόνο για το παίξιμό του που ήταν φοβερό, αλλά και για τον χαρακτήρα του».
“ΑΡΑΕΥΩ”: «Ποιος τραγουδιστής και λυράρης σε ταξιδεύουν στην Πατρίδα και σ’ έκαναν να κλάψεις με το τραγούδι και το παίξιμό τους;»
Γιάννης Κουρτίδης: «Τα ίδια ονόματα λέω πάντα, Χρύσανθος και Γιωργούλης Κουγιουμτσίδης».
“ΑΡΑΕΥΩ”: «Γιάννη τις ευχές σου για τον νέο χρόνο;»
Γιάννης Κουρτίδης: «Έλεγε η γιαγιά μου “ο θεόν να ες τα παιδία όλου του κόσμου καλά, τ’ εμέτερα πα να μην αφήνια τα αέτς”. Ας φωτίσει ο Θεός αυτούς που πρέπει για να καλυτερέψει λίγο η ζωή μας γιατί έχει μείνει μόνο πίκρα και σκυμμένα κεφάλια στον κόσμο. Δεν φταίνε ούτε ο κύριος από την Αμερική, ούτε η κυρία από την Γερμανία που κατάντησε έτσι η Ελλάδα. Πήραν ένα παντελόνι νούμερο 2 και προσπάθησαν να το φορέσουν σ’ ένα γίγαντα. Δεν γίνεται».
“ΑΡΑΕΥΩ”: «Γιάννη, σ’ ευχαριστούμε πολύ».
Γιάννης Κουρτίδης: «Και εγώ σας ευχαριστώ».