Επίκαιρο άρθρο του
Μελά Γιαννιώτη,
Προέδρου της
«Ένωσης Ασφαλιστών Βορείου Ελλάδος»
& και του Ομίλου
«ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ»
Εισάγονται και στην κάποτε ανθήσασα βιομηχανία των Ιδιωτικών Ασφαλίσεων και ήδη μεταλλαγμένης σε φτωχό συγγενή του καταρρέοντος χρηματοπιστωτικού τομέα νέες ορολογίες ακατάληπτων στους ασφαλιζομένους και ασφαλιστές, νέων ασφαλιστέων και αντασφαλιστέων -λέγουν- κινδύνων.
Το άρθρο 108 του νόμου 400/70, όπως αυτός τροποποιήθηκε και διογκώθηκε με το άρθρο 67 του νέου πολυνόμου 3746/2009 (Φ.Ε.Κ. 27 Α΄/16-2-09), φέρει τον νεοφανή τίτλο «Ασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου».
Επειδή «άγνοια νόμου δεν συγχωρείται», είναι νομοτελειακώς δεδομένο ότι από 16/2/09 άπαντες γνωρίζουμε και κατανοούμε απολύτως τα παραπάνω και ως εξ αυτών αναμένονται άπειρες και μη περατές ουρές σπευδόντων να ασφαλίσουν, αλλά και να αντασφαλίσουν, τους «πεπερασμένους» (πέρα ως πέρα) κινδύνους τους!
Και «ωϊμέ της νέας συμφοράς μας» αν τυχόν, κάποιος περίεργος μέχρι και πονηρός φαρσέρ, ρωτήσει κάποιον επί του νέου κινδύνου αμαθή Ασφαλιστή, μη εξαιρουμένου και παντός πολυμαθούς νομοθέτη, τι ακριβώς είναι αυτή η Ασφάλιση ή Αντασφάλιση του «πεπερασμένου» κινδύνου και ποιος είναι αυτός ο κίνδυνος που απειλεί τον σημερινό μέσο Έλληνα πολίτη, που κατά θεωρία είναι και Ευρωπαίος και Παγκόσμιος ίσος πολίτης, υπερχρεωμένος όμως και εκ της θεωρίας αυτής.
Αν ανατρέξουμε στις διατάξεις του νέου νόμου (άρθρο 108) και με τις παρεμβαλλόμενες παρατηρήσεις, θα πληροφορηθούμε ότι:
«Ως αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου νοείται η αντασφάλιση (θυμόσαστε τι γράφαμε στις εξετάσεις όταν είχαμε άγρια μεσάνυχτα από το θέμα; Προσέξτε τι ακολουθεί) της οποίας η ρητή μέγιστη πιθανότητα ζημίας (ρητός, ρητή, ρητό σημαίνει σαφής, ορισμένος, ξεκάθαρος, ενώ πιθανότητα είναι το ασαφές, το μη ορισμένο και το μη ξεκάθαρο, υπό όλα τα ενδεχόμενα, χωρίς μέγιστα και ελάχιστα αυτών, όπως π.χ. η σημερινή οικονομική κρίση) εκπεφρασμένη ως μεταβιβαζόμενος μέγιστος οικονομικός κίνδυνος (αν μπορούσε να είναι «εκπεφρασμένος» ο μέγιστος [ή και ελάχιστος] οικονομικός κίνδυνος, κανένας παραδόπιστος του κόσμου, όσο αφελής και αν είναι, δεν θα τον… αναλάμβανε), ο οποίος συνίσταται σε έναν σημαντικό αντασφαλιστικό κίνδυνο (μα αφού είναι «ρητά μέγιστη η πιθανότητα» και «μέγιστος» ο μεταβιβαζόμενος οικονομικός κίνδυνος, πώς μαγικώς υποβιβάζεται σε «σημαντικός»;) και σε μεταβίβαση χρονικού κινδύνου, υπερβαίνει το ασφάλιστρο καθ΄ όλη τη διάρκεια ισχύος του αντασφαλιστηρίου κατά προκαθορισμένο αλλά σημαντικό ποσό (τώρα μάλιστα, καταλάβαμε ότι «η μέγιστη ρητή πιθανότητα ζημίας πεπερασμένου κινδύνου υπερβαίνει… το ασφάλιστρο» και συνεπώς το ασφαλιζόμενο ποσό πρέπει να είναι μικρότερο των… ασφαλίστρων) φέρει δε επίσης τουλάχιστον ένα εκ των εξής δύο χαρακτηριστικών:
i) Λαμβάνει ρητώς υπόψη ως σημαντικό στοιχείο την παρούσα ή και μέλλουσα αξία του χρήματος (ιδού εδώ και η… Βίβλος! Δια νόμου -και μάλιστα στην αρχαιοελληνική γλώσσα- υποχρεούμαστε όλοι, Ασφαλιστές και Ασφαλιζόμενοι, να γίνουμε ενύπνιοι εβραιοπροφήτες και να λαμβάνουμε αφυπνιζόμενοι «ρητώς υπόψη μας» και την μελλοντική αξία του χρήματος ως… «σημαντικό στοιχείο»)!
ii) Περιέχει συμβατικές ρήτρες, με στόχο τη διαχρονική αποκατάσταση (αιώνες ή χιλιετίες διαρκεί μία ασφάλιση ή αντασφάλιση, μετά των συμβατικών ρητρών της;) της ισορροπίας της οικονομικής εμπειρίας, ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη (μπορείτε να διανοηθείτε τι ακριβώς σημαίνει εδώ στην Ελλάδα και στην πράξη αυτό;) με στόχο να μεταβιβάζεται (από πρωτασφαλιστή σε αντασφαλιστή και ενδεχομένως δια του δευτέρου σε άλλους) πραγματικά ο κίνδυνος του οποίου η μεταβίβαση σκοπείται».
Δηλαδή δεν «μεταβιβάζεται» πραγματικά ο κίνδυνος αυτός εκεί στα ξένα και τοξικά «πεπερασμένα»; Εικονικά «σκοπείται» η «μεταβίβασή» του; Και τώρα, με την «ισορροπία» κοινής και ίσης «οικονομικής εμπειρίας», θα «μεταβιβάζεται πραγματικά»; Κάτι και κάποια άγνωστα σε μας θα γνωρίζουν οι ξένοι νομοπαρασκευαστές και εξαγωγείς των «γνώσεών» των αυτών. Ξένες και εσω-χρηματοπιστωτικές «δομημένες τεχνικές» πυραμίδων, θυμίζουν.
Τι εννοήσατε λοιπόν από όλα τα παραπάνω νομοθετικά και ήδη ισχύοντα;
Κατανοήσατε τι ακριβώς είναι ο «πεπερασμένος κίνδυνος»; Είδατε κάπου εννοιολογική επεξήγησή του στην καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα; Ασφαλώς όχι. Ποιος έχει τα «κότσια» να τα εξηγήσει;
Επειδή η εκτός αποφάσεων και ρυθμίσεων Ένωση Ασφαλιστών Βορείου Ελλάδος «βγάζει πάντα τα κάρβουνα από την φωτιά», ενημερώνουσα έγκαιρα και έγκυρα την κοινή γνώμη στα δύσκολα και στα συνήθως ανεξήγητα από όσους έχουν υποχρέωση και όσους αυτοπροσδιορίσθηκαν ως ενημερωτές ή «μεταδότες… γνώσεων», σπεύδουμε να εξηγήσουμε, κατά το δυνατόν απλούστερα, τα βασικότερα επί όλων των παραπάνω.
Και αρχίζουμε από την διατύπωση και το περιεχόμενο του άρθρου 108 Ν.Δ. 400/70, που εξ ανάγκης και απειλής επιβολής ποινής στην χώρα μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υποχρεώθηκε ο Έλληνας νομοθέτης και δια της Βουλής των Ελλήνων να ενσωματώσει στο εθνικό μας δίκαιο το περιεχόμενο της Οδηγίας 2005/68/ΕΚ για την Αντασφάλιση, μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια ορολογιών και εννοιών του Ευρωπαίου νομοθέτη και των ευρύτερων σκοπιμοτήτων αυτού, εντός του παγκοσμίου και ήδη κατασυντετριμμένου οικονομικού συστήματος, όπου το μόνο που επικρατεί είναι το διαχρονικό «ο σώζων εαυτόν, σωθήτω». Αυτός και ο μόνος σκοπός δια των μέσων αυτού, που είναι οι ενώσεις, συνενώσεις, συμμαχίες και άλλα εφευρήματα μαντρώσεως των πολλών για την επιβολή των λίγων και πονηρών.
Κατά συνέπεια, ξένα τα διανοήματα, εφευρήματα, θέσεις, αντιθέσεις, αντιλήψεις και ρυθμίσεις. Αυτούς αφορούν και οι σχολιασμοί μας, ενστάσεις και παρατηρήσεις. Όχι τους ελληνοπροσαρμοστικώς κοπιάσαντες Έλληνες νομοθέτες και την εθνική μας Αντιπροσωπεία, που ήταν υποχρεωμένοι να βαδίσουν στον δρόμο που άλλοι και απ΄ έξω χάραξαν και επέβαλαν. Αυτό και το μάντρωμα.
Και οι ίδιοι, όπως και οι γνωρίζοντες καλώς καταστάσεις και δεδομένα Έλληνες Ασφαλιστές, γνωρίζουν ότι τα περί Αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων και ελληνικών Αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι ένα από τα μεγαλύτερα… ανέκδοτα. Μαζί και οι «πεπερασμένοι κίνδυνοι» ή άλλα παρόμοια «οικονομικο-χρηματοπιστωτικά», μακριά και πέρα από όλους μας.
Θα χρησιμοποιούσαν ολόκληρο το πυρηνικό οπλοστάσιο του όποιου ΝΑΤΟ εναντίον μας αν τολμούσαμε το «απονενοημένο» και αυστηρότατα απαγορευμένο, αυτονοήτως σιωηρώς, να κάνουμε χρήση των περί Αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων διατάξεων, ιδρύοντες και αναπτύσσοντες στην Ελλάδα ελληνικές Αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων το εγγυητικό κεφάλαιο ορίσθηκε μόλις στο μισό που απαιτείται για την ελληνική πρωτασφαλιστική εταιρία και η οποία εκ των προτέρων θεωρείται αναξιόπιστη, ακριβώς επειδή η αξιοπιστία και ιδιαίτερα στον χρηματο-οικονομικό τομέα είναι αποκλειστικό προνόμιο μόνον των ξένων, όπως την ζούμε και την βλέπουμε στους «γίγαντες» και «κολοσσούς» των, που από τους ίδιους μετονομάσθηκαν ως.. ζόμπυ.
Δεν αφορά η ρύθμιση αυτή τους Έλληνες στην Ελλάδα, αλλά τους… ξένους. Άλλως και με το πρώτο «απονενοημένο» βήμα εισόδου ελληνικής «αναξιόπιστης» Αντασφαλιστικής στα κατοχυρωμένα «χωράφια» των αποκλειστικώς «αξιόπιστων» ξένων θα την κατασυκοφαντήσουν δια στρατιάς τελάληδών τους και θα την κλείσουν πάραυτα, κατά τα… ειωθότα. Έτσι αποζούν και τα «πεπερασμένα» χαζόκουτα.
Ουδείς ψόγος λοιπόν για τους νομοθέτες μας, αφού το «σύστημα» επιβάλλει άλλοι και αλλού να νομοθετούν τα δικά τους «πεπερασμένα» και να μας τα επιβάλουν και ως… δικά μας.
Η ένσταση και αντίρρησή μας είναι στον τρόπο επιλογής, χειρισμού και παρουσιάσεως δια του ελληνικού νόμου ενσωματώσεως της Κοινοτικής Οδηγίας τής, πολλών περατών, όχι όμως και απείρων, εννοιών αρχαιοελληνικής λέξεως «πεπερασμένος», που κανένας εγγράμματος και ειδικός δεν τολμά να «μεταγλωττίσει» νεοελληνικώς, ακριβώς επειδή δεν μεταγλωττίζεται, όπως και άπειρες άλλες της ουδόλως περατής αρχαιοελληνικής μας γλώσσας.
Αλλά τι σημαίνει «πεπερασμένος» και πώς παράγεται;
Ο Ξενοφών στο έργο του «Λακεδαιμονίων Πολιτεία» (4.7) αναφέρει «οι την ηλικίαν πεπερακότες» (ρήση μισητή στους διαζευχθέντες το «γνώθι σαυτόν»), που κατά το Λεξικό LIDDEL & SCOTT (σελ. 529), είναι η σπανίως χρησιμοποιούμενη τρίτη εκ των επτά εννοιών της πρώτης ομάδος εννοιών του ρήματος «περάω», επί χρόνου. Δηλαδή «οι την ηλικίαν πεπερακότες», σημαίνει οι συμπληρώσαντες τον φυσιολογικό χρόνο ζωής, οι «πλήρεις ημερών», όπως λέγουμε.
Χρονικώς λοιπόν «πεπερασμένος» σημαίνει πλήρης, γεμάτος, συμπληρωμένος.
Περάω κατά πρώτη έννοια σημαίνει περνώ απέναντι, διαβαίνω, βγαίνω πέρα. Εξ αυτών και οι λέξεις πόρος, πορθμός κ.λπ., αλλά και πορίζω, πορεύω, πείρα κ.λπ., μέχρι και έμπορος. Σημαίνει όμως και υπερβαίνω το όριο και προχωρώ υπέρ το δέον, οπότε πιθανώς να κινδυνεύω.
Ο Σοφοκλής στον «Οιδίποδα Τύραννο» (670) δίδει και την πλέον εύχρηστη έννοια σήμερα εκ της πρώτης ομάδος εννοιών του ρήματος περάω, με τις φράσεις «όταν επί πέρας έλθεις της οργής σου», δηλαδή όταν σου περάσει ο θυμός σου (7η έννοια).
Άρα και δηλαδή «πεπερασμένος» μπορεί να είναι ο περασμένος ή τελειωμένος ή ληγμένος.
Η έννοια όμως του περασμένου ή ληγμένου είναι απαράδεκτη και ανεπίτρεπτη όχι μόνον ασφαλιστικώς ή αντασφαλιστικώς, αλλά και σε άλλους κλάδους επιστημών, ιδίως στους Μηχανικούς και Στατικούς, όπως και στους Στατιστικολόγους, Οικονομολόγους, Τραπεζικούς κ.λπ.
Το νοητικώς μεγάλο πρόβλημα αυτό της επακριβούς κάθε φορά λεκτικής αποδώσεως της σκέψεως, δεν είναι τωρινό και στις πεζές εποχές μας, αλλά υπήρξε και στην αρχαιότητα, όπου διέπρεψε και έλαμψε το αρχαιοελληνικό πνεύμα αρμονικής Σκέψεως και Λόγου.
Την λύση φαίνεται ότι την έδωσε ο Αριστοτέλης, ικανός γλωσσοπλάστης και εφευρέτης πολλών νέων και βαθύτατα νοητικών ελληνικών λέξεων, επακριβώς αποδιδουσών την μη περατή ανθρώπινη σκέψη.
Στο έργο του «Αναλυτικά Ύστερα» (1.21,5) χρησιμοποιεί το επίρρημα «πεπερασμενάκις», για να αποδώσει όχι την μετοχή του «πεπερασμένου», αλλά του επιρρήματος «πεπερασμένως».
Δια τρόπου και εννοίας «πεπερασμενάκηδων» λοιπόν οι σημερινοί χρήστες του πολλαπλών εννοιών ρήματος περάω, με καμιά δεκαριά άλλα συνώνυμα και συνήθως ανώμαλα ρήματα, όπως το περαίνω, πέρνημι, πλήθω, πληρώ, περαιόω, πίμπλημι (γεμίζω) κ.λπ., άφησαν ανέπαφη και στην αρχαιοελληνική της -υποτίθεται- μορφή την λέξη «πεπερασμένος», αδυνατούντες να της αποδώσουν μία και συγκεκριμένη έννοια στην νεοελληνική και δημοτική γλώσσα. Αυτός και ο λόγος της υψηλής πνευματικής καλλιέργειας των προγόνων μας και του μοναδικού στον κόσμο πλουσίου λεξιλογίου τους και ομάδων εννοιών της ίδιας λέξεως.
Αν και στην συγκεκριμένη περίπτωση του «πεπερασμένου κινδύνου» την απέδιδαν με μία από τις πλέον πλησιέστερες λέξεις π.χ. «γεμισμένος ή περασμένος κίνδυνος», θα γελούσε προφανώς και το όποιο παρδαλό… ερίφιον.
Και αν τα γλωσσοπλαστικώς «δομημένα» ομόλογα τα ονόμαζαν νεοελληνικώς «κτισμένα», σίγουρα δεν θα τα αγόραζε κανένας επειδή θα θύμιζαν… πυραμίδες.
Έτσι και οι «περασμένοι» κίνδυνοι με διπλασιασμό της θεματικής ρίζας τους, μετατρέπουν τον «τελειωμένο» κίνδυνο σε… «τετελειωμένο». Αυτή και η… διαφορά, οπότε και κατά Θουκυδίδη «φιλοσοφούμεν μετ΄ ευτελείας και φιλοκαλούμεν άνευ μ…κίας».
Το ιδιαιτέρως ωφέλιμο της όλης υποθέσεως των «πεπερασμένων ασφαλίσεων» και για την παρούσα μελέτη, έγκειται στο ότι κατά την δεύτερη ομάδα εννοιών του ρήματος «περάω», υπό την έννοια της διαπεράσεως και διαβάσεως, στην παθητική του παρακειμένου του σχηματίζεται ως «πεπέρημαι», δηλαδή «έχω δια-περασθεί» και περιφραστικά «είμαι πεπερημένος». Προσοχή, όχι «πεπερασμένος». Πράγματι κατά τον Όμηρο το ορθό του είναι πεπερημένος. Στην Ιλιάδα (Φ. 58) αναφέρει: «Λήμνον ες αγαθέην πεπερημένος» (διεκπεραιώθηκε στην αγαθή Λήμνο).
Άρα για «Πεπερημένες», δηλαδή «διεκπεραιωμένες» Ασφαλίσεις πρέπει να ομιλούμε εδώ, οπότε το εσφαλμένο «πεπερασμένος» αποδεικνύεται ως γλωσσοπλαστική «δημοτικιά… καθαρεύουσα» των πέρα ως πέρα περατών (διάτρητων) χρήσεων της αρχαιοελληνικής.
Δεν είναι, τέλος, άσχετο με όλα τα παραπάνω το ρήμα της νεοελληνικής γλώσσας «περνώ», από το οποίο παράγονται οι λέξεις περασμένος, πέρασμα, πέραμα, πέρα, πέρασα, μέχρι και περασάκης ή περασάκιας.
Και αυτό το νεοελληνικό ρήμα έχει περί τις δεκαπέντε διαφορετικές έννοιες, αλλά καμία από αυτές δεν αποδίδει τις πολλές έννοιες του εσφαλμένου «πεπερασμένου» και ορθού «πεπερημένου».
Συνεπώς, αν δυσκολευθούμε να μάθουμε τις ξενόφερτες και ακατανόητες «πεπερασμένες ασφαλίσεις», ας μάθουμε εξ αυτών την δική μας ορθή και μόνον από Έλληνες κατανοητή πλούσια και χρήσιμη γλώσσα των προγόνων μας, στην οποία όχι μόνον πεπερημένοι δεν είμαστε, αλλά ούτε και… περασμένοι. Διότι και για όλους μας, το δεύτερο είχε, έχει και θα έχει πάντα πέραση.
Μελάς Γιαννιώτης