Ο Ζώρας (Γεώργιος) Μελισσανίδης ήταν ένας Πόντιος ευεργέτης που κληρονόμησε από τον πατέρα του Ιάκωβο τη συμβουλή «όταν έχεις, να δίνεις σ’ εκείνους που δεν έχουν». Και αυτήν τη συμβουλή την μετέτρεψε σε δόγμα: «Όποιος δίνει σε φτωχό και πεινασμένο, δανείζει στον Θεό». Έτσι, από τα νεανικά του χρόνια έως την αποδήμησή του μετεβλήθη σε αρωγό των φτωχών και των αδυνάτων από το υστέρημά του.
Η οικογένειά του καταγόταν από την Τραπεζούντα του Πόντου και υπέστη τέσσερις φορές σκληρούς διωγμούς έως ότου φτάσει στην Ελλάδα το 1937.
Την πρώτη φορά το 1850 από την Τραπεζούντα στο Λερί της Χαλδίας· τη δεύτερη το 1895 από το Λερί στο Κάρς· την τρίτη το 1918 από το Κάρς στον Καύκασο· και μετά από εκεί, το 1937 στην Ελλάδα.



Στην Κοκκινιά όλοι γνώριζαν τη σχολή οδηγών του Ζώρα, και πολλοί οφείλουν την εκμάθηση της οδήγησης σ’ αυτόν. Εκείνο το διάστημα γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, τη Βέρα, και αποκτούν τρία παιδιά – τον Δημήτρη, την Όλγα και τον Ιάκωβο. Και σ’ όλα στα ποντιακά γλέντια δίνει το παρών με τις δύο αγάπες του, τη Βέρα και τη λύρα.




