Κρασνοντάρ της Ρωσίας 1917. Στη φωτό ο Διομήδης Φωστηρόπουλος με το άσπρο κοστούμι, πετυχημένος γαιοκτήμονας, ιδιοκτήτης του ρωσικού τρακτέρ και της πατόζας, με τους εργάτες μπολσεβίκους.
Αγαπητοί πατριώτες, ο ξενιτεμός ως κοινωνικοπολιτική διεργασία απασχόλησε τον ελληνισμό, τόσο διαχρονικά όσο και ηθογραφικά.
Τα τελευταία χρόνια και πριν την οικονομική χρεοκοπία της χώρας μας είχε ατονήσει πάρα πολύ σε σημείο, που τα τραγούδια της ξενιτιάς φάνταζαν ως μνημούρια μιας άλλης εποχής.
Σήμερα όμως με τη μετανάστευση των νέων παιδιών επανέρχεται ως ξεχασμένη κατάρα.
Το κείμενο, που δημοσιεύω, είναι μία ιστορική και ηθογραφική προσέγγιση του ξενιτεμού πριν από 100 χρόνια ,όταν οι παππούδες μας αναγκάζονταν να ξενιτεύονται προς την χριστιανική τσαρική Ρωσία.
Στον Πόντο μετά το κλείσιμο των μεταλλείων της Αργυρούπολης και επειδή η γη ήταν περιορισμένη και άγονη ,οι κάτοικοι αναγκάζονταν να ξεριζωθούν και να ξενιτευτούν.
Από δεκαοκτώ χρονών και πάνω οι άνδρες, μόλις παντρεύονταν εγκατέλειπαν την οικογένεια με τα προσφιλή τους πρόσωπα και έφευγαν για την ξενιτιά.
Οι αγούρ’ μίαν εγυναίκιζαν και μίαν εξενιτεύκουσαν.
Εκεί έμεναν πολλά χρόνια δουλεύοντας σκληρά για να εξοικονομήσουν τα απαραίτητα για τη συντήρηση της οικογένειας τους.
μέχρι τη στιγμή της παλιννόστησης. ΄΄ έρχουταν ‘ς σην ιδέαν ΄΄
Πολλοί επέστρεφαν από νοσταλγία (αρωθυμία) για να δουν τους δικούς τους,
Άλλοι όμως παρέμεναν χρόνια στην ξενιτιά και γύριζαν στα γεράματά τους άρρωστοι και αποκομμένοι από φίλους και συγγενείς, με μόνο τους όνειρο να πεθάνουν στην πατρίδα.
Ο καημός της ξενιτιάς ήταν πιο βαρύς και από αυτήν την ιδέα του θανάτου, όπως μας καταγράφει το παρακάτω δίστιχο:
Η ξενιτιά κι ο θάνατος τα δύο έναν είναι,
εζύγιασαν κ’ ετέρεσαν, η ξενιτιά βαρύν έν.
Τα πρώτα χρόνια ξενιτεύονταν στο εσωτερικό της Τουρκίας: στη Γαράσαρη, στο Άγ – Ματεν , στο Αλά Ταγήν , μετά το 1900 όμως στη Ρωσία.
Η ξενιτιά ήταν αναγκαίο κακό και ο καημός των ξενιτεμένων και των οικογενειών τους μεγάλος.
Τη θεωρούσαν αβάσταχτο φορτίο:
Η ξενιτιά βαρύν γομάρ’, ετσόκεψεν ‘ς σ’ ωμία μ’,
ποίος θα σύρ’ την καμονή μ’ και την αρωθυμία μ’.
Όλα φαίνονταν μαύρα και σκοτεινά στους ξενιτεμένο, έκλαιγαν τη μοίρα τους και νοσταλγώντας την πατρίδα και τους δικούς τους τραγουδούσαν:
Τη ξενιτίας τα νερά θολά και ματωμένα,
ελέπν’ ατά τ’ ομμάτοπα μ’ και κλαίγ’νε τα καημένα.
Μάνα, όσα κρούει το κωδών’ ,το καντηλόπο σ’ άψον,
όσα κρούγω κ’ εγώ ‘ς σο νού σ’ ,οξουκά έβγα, κλάψον.
Διαμαρτύρονταν ακόμα και παραπονιούνταν:
Χριστέ μου, ντο εποίκα ‘σε κι ατόσον βασανίεις ‘με,
κι αδά ‘ς σα ξένα τα μέρια φέρτς ‘με και τυριαννίεις ‘με…
Την αρρώστια στην ξενιτιά τη θεωρούσαν βαριά χωρίς περίθαλψη, χωρίς περιποίηση και με την ελπίδα μόνο στο Θεό.
Σ’ σην ξενιτίαν π’ αρρωσταίν , Θεός να ελεά ‘τον,
ο γιατρόν ‘κι λαρώνει ατόν, Αέρ’τς να βοηθά ‘τον..
Νοσταλγούνε οι ξενιτεμένοι, θέλουν να δουν τους δικούς τους , την αγάπη τους και παρακαλούν τα βουνά να χαμηλώσουν για να περάσουν.
Ψηλόν ραχίν, χαμέληνον , ας έρχουμαι, διαβαίνω,
και την σεβτάν, π’ εγούρεψα, άλλο ‘κι απιδιαβαίνω…
Ψηλά ραχιά και πράσινα και δέντρα φυλωμένα,
για φέρτεν την εγάπη μου, για επάρτε ’μεν κ’ εμένα..
Τα βάσανα της ξενιτιάς τους φαίνονται αβάσταχτα και αναρίθμητα :
Πολλά να λέγω ‘κ’ επορώ, ολίγα ‘κι κανείνταν ,
τη ξενιτιάς τα βάσανα να λέγω, ‘κι τελείνταν…
Το παρέβγαλμαν ( ξεπροβόδισμα)
Οι ξενητιάρ’ αποχωρούσαν συνήθως την Άνοιξη ή το Φθινόπωρο, μεμονωμένα ή ομαδικά.
Μετά από συνεννόηση, καθόριζαν την ημέρα της αναχώρησης και άρχιζαν τις προετοιμασίες.
Ετοίμαζαν τα ρούχα και τα φαγώσιμα για το δρόμο ( εποίναν ψαθήρια για την στράταν.)
Οργάνωναν γλέντι ( κέφ’) όπου γλεντούσαν , έπιναν και τραγουδούσαν με πάθος και συγκίνηση για τον αποχωρισμό.
Γύριζαν όλα τα συγγενικά και φιλικά σπίτια κι αποχαιρετούσαν και αυτοί τους εύχονταν:
( καλόν στράταν .)
Πολύ πρωί την ημέρα της αναχώρησης ( συνήθως Δευτέρα ή Τετάρτη ) έβγαιναν στο δρόμο συνοδευμένοι από όλη τους την οικογένεια, συγγενείς και φίλους.
Τη συνοδεία συμπλήρωναν ο λυριτζής με τη λύρα και ο παπάς του χωριού. Στο δρόμο ο λυριτζής έπαιζε κι οι ξενητιάρ’ πιασμένοι τραγουδούσαν συγκινητικά τραγούδια της ξενιτιάς. Όλη η συνοδεία καταλαμβάνονταν από συγκίνηση και δάκρυζε.
Μετά αποτείνονταν ο ξενιτεμένος στη μάνα του και τραγουδούσε.
Μάνα, μάνα ,χαϊνενα , μάνα, γιατί ‘κι τσούεις ‘με
ας σο μικρόν το νυφόπο σ’ και πώς αποχωρίεις ‘με…
Τ’ ορμία και τ’ ορμόχειλα εγομώθαν κιντέας,
κλάψον ‘με, μάνα, κλάψον ‘με, ντο είμαι ξενιτέας…
Στο λυριτζή :
Λυριτζή, παίξον τη λύρα σ’, τα χέρια σ’ ας τρομάζ’νε,
ας τραγουδούν οι ξενιτιάρ’, κορτσόπα αναστενάζ’νε..
Λυριτζή, παίξον τη λύρα σ’ , ας λέγω τραγωδίας,
‘ς σην ξενιτιάν αχπάσκουμαι, θα κάφτω εγώ καρδίας..
Και τέλος στην αγάπη τους:
‘Σ σην ξενιτιάν αχπάσκουμαι, για πάγω για ‘κι πάγω,
και για τ’ εσέν, εγάπη μου, τα παλαλά θ’ εφτάγω..
‘Σ σην ξενιτιάν αχπάσκουμαι, έναν κορίτσ’ ‘κι αφήν ‘με,
λεει ‘με, πας κι άλλο ‘κ έρχεσαι, για έλα μίαν, φίλ’ ‘με…
Οι ξενιτιάρ’ έπαιρναν συνήθως το δρόμο τη μεϊτανί( πλατείας). Όλα τα ρακάνια τη μεϊτανί βοούσαν από τα τραγούδια.
Οι συγγενείς και φίλοι θλιμμένοι και στεναχωρημένοι και με δάκρυα στα μάτια ακολουθούσανε ως του μεϊτανί το πεγάδ, ή ως τη Χαβρέα. Εκεί σταματούσαν όλοι κάποια στιγμή …Γονάτιζαν οι ξενιτιάρ’ κι ο παπάς τους διάβαζε την ευχή.
Μετά τους αποχαιρετούσαν με ένα ασπασμό, και μια ευχή( ‘ς σο καλόν να πάτεν, καλόν στράταν .) οι ξενιτιάρ ασπάζονταν τον παπά και φιλούσαν το χέρι του λέγοντας: –την ευχή σ’ πάτερ. -Την ευχή μ’ και του Χριστού ΄΄ …΄΄ έλεγε ο παπάς.
Ήταν πια η ώρα αυτή, ώρα του αποχωρισμού..Αποχαιρετούσαν όλοι οι σπιτικοί, συγγενείς και φίλοι και τους έδιναν τα δώρα για την στράταν. Μαντήλια, κάλτσες, γάντια, φανέλες, και τρόφιμα: αυγά βραστά, βούτορον, ψαθύρια, δεμέσια, φρούτα. Εδώ τελείωνε τ’ αποχαιρέτισμα. Οι ξενιτιάρ απομακρύνονταν γυρίζοντας, πότε, πότε το κεφάλι, για να δουν τους δικούς τους και ‘κείνοι τους κουνούσαν τα χέρια ή το μαντίλι, ως ότου να επιδιαβαίναν το ρακάν .
Σκληρός, πολύ σκληρός ο χωρισμός.
Συντετριμμένοι γυρίζανε όλοι στα σπίτια τους .Οι γονείς απαρηγόρητοι , οι νιόπαντρες , οι αρραβωνιασμένες δεν μπορούσαν να εκδηλώσουν τη λύπη τους από σεβασμό.
Η σκέψη και ο λογισμός των σπιτικών ήτανε πάντα στραμμένες στην ξενιτιά και στα προσφιλή τους πρόσωπα ,περιμένοντας με αγωνία γράμμα τους.
Η μάνα του ξενιτεμένου αναθεμάτιζε τα ξένα :
Αναθεμά και τα μακρά, όθεν ‘κι πάει λαλίαν,
τ’ ομμάτια μ’ εσκοτείνεψαν ας σην αρωθυμίαν .
Δεν μπορούσε να ησυχάσει:
΄Σ σα ράχια- ράχια λάσκουμαι , ‘ς σα κοιλαδόπα μένω,
απάν ΄ς σα στράτας κάθουμαι, τ’ αρνόπο μ’ αναμένω.
Το χειμώνα πάλι, όταν χιόνιζε και φυσούσε δυνατά ο αέρας ,η σκέψη της έτρεχε στον ξενιτεμένο της:
Ραχόπα, ντο μουγκρίζετεν, κοιλάδια,ντο βοάτε,
θα έρται το μικρόν ,τ’ αρνί μ’, κ’ εν απ’ εσάς φογάται;
Την νοσταλγία την κατέγραφε στο γράμμα:
Γράφω γράμμαν και στείλω ‘σε, ύιας και χαιρετίας,
Τρυγίλ- τρυγίλ τα γράμματα, ‘ς ση μέσ’ τ’ αρωθυμίας..
Παρακαλεί τα ποτάμια και τα νερά να φέρουν το πουλάκι της:
Νερά- νερά τρεχούμε,να ποτάμια πού θα πάτε,
αν ελέπετε το πούλοπο μ’, επάρτε ‘το κ’ ελάτε..
Παρακαλεί τα πλοία, που ταξιδεύουν:
Έλα παπόρ, έλα παπόρ, έλα γιαλόν γιαλόν ι,
φέρε ‘με το πουλάκι μου και δέβα ‘ς σο καλόν ι…
Εσύριξεν το παραχότ και το παπόρ επένεν,
τ’ αρνόπο μ’ ‘ς σην Ανατολήν εσάσεψεν κ’ ετέρνεν..
Αναθεματίζει τη θάλασσα και την καταριέται:
Θάλασσα, μαύρη θάλασσα, να κόπεσαι λιβάδια,
ξενιτεύ’ς τα παλίκαρια και κλαινίεις τα νυφάδια.
Αναθεμά ‘σε θάλασσα ,θάλασσα αναθεμά ‘σε,
Αμαρτωλή, κατάρατε, Θεόν πώς ‘κι φογάσαι..
Θάλασσα, όλια τα νερά και τα ποτάμια πίνεις,
αν πίν’τς και τα διακρόπα ‘μου, ‘τόσον κι άλλο πλατύνεις..
Καθώς τα χρόνια περνούσαν οι ξενιτεμένοι φθείρονταν σωματικά κάτω από τις σκληρές συνθήκες της εργασίας και ψυχικά από τη μεγάλη αγωνία και τον καημό του χωρισμού.
Οι οικογένειές τους ταλαιπωρούνταν και μαράζωναν περιμένοντας με αγωνία κάποιο γράμμα τους ή επιταγή. Η Κασκάρα ( Καρακάξα) ήταν ευοίωνο σημάδι γι αυτούς. Εάν έβλεπε κανένας γύρω από το σπίτι την κασκάρα να φωνάζει έλεγε: καληχάπαρος…καληχάπαρος.. Πίστευαν σε κάποια καλή είδηση ή γράμμα, ή επιταγή από τον ξενιτέαν.
Την Κουρούνα τη θεωρούσαν κακοχάπαρον και την έδιωχναν. Σημασία μεγάλη έδιναν και στα όνειρα, που τα ερμήνευαν πάντα σε σχέση με την ξενιτιά. Για ένα κακό όνειρο ,έταζαν τάμαν στην εκκλησία και άναβαν κεριά.
Η μόνη παρηγοριά των ξενιτεμένων και των σπιτικών ήταν η αλληλογραφία.
Οι επιταγές λόγω της απόστασης και της δυσλειτουργίας του ταχυδρομείου διεκπεραιώνονταν πολύ αργά.
Τα γράμματα γράφονταν πιο πολύ στην καθαρεύουσα και τα μετέφεραν οι σαήδες ταχυδρόμοι επαγγελματίες επί πληρωμή που πηγαινοέρχονταν από καιρό σε καιρό σε διάφορα μέρη.
Όταν έπαιρνε κανένας γράμμα, του ευχόταν οι συγγενείς και φίλοι το:
΄΄ Φως τ’ ομμάτια σ’.΄΄