«Οι βιβλιοθήκες μου» του Βαρλάμ Σαλάμοφ ή «η Ανάγνωση ως τρόπος επιβίωσης» είναι ένα έργο που γράφτηκε το 1959 και πρόκειται αφενός για μια αυτοβιογραφική εξιστόρηση και αφετέρου, αν αποσπάσουμε την προσωπική αφήγηση του συγγραφέα, για μια σύντομη, πλην όμως κατατοπιστική, πραγματεία για την ανάγνωση εν γένει, για τον τρόπο ανάγνωσης με βάση την ηλικία ή τον τρόπο ζωής μας, για την οργάνωση των βιβλιοθηκών στη Σοβιετική Ένωση και για την (μη) θέση του βιβλίου και της ανάγνωσης στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, για την κριτική των κριτικών βιβλίων, το ρόλο των βιβλιοθηκονόμων αλλά και για το ρόλο των ίδιων των βιβλιοθηκών τόσο σε κοινωνικό όσο και ατομικό επίπεδο.
Ο Σαλάμοφ εξιστορεί τα βιώματά του σε σχέση με τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες στις οποίες είχε την τύχη να βρεθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του και αυτοπαρουσιάζεται ως οξυδερκής αναγνώστης, πραγματικός εραστής των βιβλίων, όχι μόνο με κριτική σκέψη απέναντι στο περιεχόμενό τους αλλά σε οτιδήποτε τα συνοδεύει ή συνδέεται με αυτά. Μέσα από τις πολύ εύστοχες παρατηρήσεις του, ο κάθε αναγνώστης, που αγαπά τα βιβλία, ταυτίζεται και μέσα ακριβώς από αυτήν την ταύτιση ίσως για πρώτη φορά μπορεί να αναρωτηθεί, να παραδεχτεί ή καλύτερα να εκστομίσει το πόσο δύσκολο ή ακόμα και ανυπόφορο είναι να διαβάζει κανείς σε δημόσια βιβλιοθήκη. Το διάβασμα αναδεικνύεται έτσι σε άκρως προσωπική κι εσωτερική υπόθεση, όπως όλες οι άλλες προσωπικές κι εσωτερικές υποθέσεις, που συνήθως δεν μπορούν να γίνονται παρουσία κοινού. Ο θόρυβος των σελίδων των υπολοίπων αναγνωστών ή των εν υπηρεσία υπαλλήλων της βιβλιοθήκης όχι μόνο αποσπούν την προσοχή αλλά και δημιουργούν αισθήματα ντροπής, ώστε πολλές φορές η «αγοραία» ανάγνωση να είναι «χειρότερη κι από το να γράφεις ένα αισθηματικό γράμμα μέσα στο ταχυδρομείο» ή σαν να πρόκειται για «κρυφό βίτσιο», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει. Η καταπίεση του ζωτικού χώρου δεν μπορεί να αφήσει τον κατά τα άλλα χαλκέντερο αναγνώστη Σαλάμοφ να συγκεντρωθεί, όπως και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού της πόλης του θεωρεί πράγματι την ανάγνωση ένα κρυφό βίτσιο.
Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι ο Σαλάμοφ, ως πολιτικός κρατούμενος, πέρασε τη ζωή του παρακολουθούμενος και σε κατάσταση απελπισίας. Τα βιβλία γι’ αυτόν ήταν τρόπος απεγκλωβισμού και η ανάγνωση ήταν η δραστηριότητα που του γέμιζε τη ζωή. Οι Βιβλιοθήκες Μου είναι ένα ολιγοσέλιδο αλλά άκρως περιεκτικό βιβλίο. Μας δείχνει ακριβώς το σπάνιο πάθος ενός ανθρώπου για τα βιβλία και για οτιδήποτε συνδέεται με αυτά και τον τρόπο που τα υπερασπίζεται ακόμα και σε συνθήκες εξαθλίωσης. Τα χρονικά διαστήματα που περνούν για να πιάσει κάθε φορά στα χέρια του ένα βιβλίο είναι μεγάλα και το βιβλίο, παραδέχεται, είναι «ξένο σώμα» όταν έχεις να το δεις, να το πιάσεις και να το ξεφυλλίσεις τόσο καιρό. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει πάντα «σώμα». Κι ως τέτοιο, πάντα «εκπέμπει» τη θερμότητα και το ενδεχόμενο ενός εναγκαλισμού, φαινόμενα απαραίτητα για την ανάπτυξη μιας υγιούς σαρκικής υπόστασης και επιβεβλημένα για τη διαμόρφωση μιας υγιούς πνευματικής διαύγειας.
Η μετάφραση από τα ρωσικά, της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ, προφανώς και συμβάλει στο να αντιληφθούμε τη γλαφυρότητα και τον εξομολογητικό τόνο της γραφής του Σαλάμοφ, ενώ η συγκεκριμένη έκδοση συνοδεύεται από φωτογραφικό υλικό που απαθανατίζει στιγμιότυπα της ζωής και της εποχής του.
Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ (Varlam Shalamov) γεννήθηκε το 1907 στη πόλη Βόλογκντα της Ρωσίας και πέθανε το 1982 σε ψυχιατρική κλινική στη Μόσχα. Πριν το θάνατό του, πέρα από κάποια ποιήματα, δεν δημοσιεύτηκε κανένα έργο του. Το πιο σημαντικό βιβλίο του «Οι Ιστορίες από την Κολυμά» εκδόθηκε το 1987, ενώ σήμερα τα κείμενά του διδάσκονται στα σχολεία της Ρωσίας.
«Οι Βιβλιοθήκες Μου»
Βαρλάμ Σαλάμοφ
Μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Εκδόσεις Άγρα