Ο Αυξέντης Ιβάνοβιτς Ποπρίτσιν είναι ένας απλός δημόσιος υπάλληλος, Η απλότητα της εργασίας του στα κεντρικά γραφεία της κυβέρνησης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μοναδική του αρμοδιότητα είναι να ξύνει τα μολύβια του διευθυντή του. Αυτή η απογυμνωμένη από κάθε είδους σοβαρή επίτευξη στόχων και ανάληψη ευθυνών εργασία του δίνει τη δυνατότητα να ψυχανεμίζεται και να πλάθει με το μυαλό του πιθανούς τρόπους ερωτικής προσέγγισης της κόρης του διευθυντή. Κάτι τέτοιο αντιλαμβάνεται από πολύ νωρίς ότι είναι μάταιο, καθώς η απόσταση των κοινωνικών τάξεων στις οποίες ανήκουν οι δυό τους, δύσκολα θα μπορούσε να καλυφθεί.
Από την αρχή του έργου ο Ποπρίτσιν παραδέχεται ότι ακούει φωνές και ήχους που οι άλλοι γύρω του δεν αντιλαμβάνονται και αυτή η «οξεία ακοή» του επιδεινώνεται όταν καταλαβαίνει το ακατόρθωτο της προσέλκυσης του ενδιαφέροντος της νεαρής κοπέλας. Τότε η απόγνωση γιγαντώνεται, η παραφροσύνη επιδεινώνεται και η τρέλα είναι προ των πυλών. Ο Ποπρίτσιν μαθαίνει από τις εφημερίδες ότι ο θρόνος της Ισπανίας έχει χηρέψει και νομίζει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην είναι ο ίδιος ένας κόμης ή στρατηγός ή εν πάση περιπτώσει ένας άνθρωπος που χαίρει κοινωνικής εκτίμησης. Τότε φαντάζεται ότι ανακηρύσσεται ο ίδιος βασιλιάς της Ισπανίας. Κι όταν του ξυρίζουν το κεφάλι και τον περιλούζουν με παγωμένο νερό, αυτό το ίδιο κεφάλι είναι σε θέση να σκεφτεί μόνο ότι περνά μια εθιμοτυπική διαδικασία ενθρόνισης. Πολύ πριν φανταστεί τον εαυτό του στα ανάκτορα της Μαδρίτης, ο Ποπρίτσιν άκουγε ολόκληρες συνομιλίες μεταξύ σκύλων κι έφτασε ακόμη στο σημείο να ανακαλύψει ότι υπήρχε ως ένα βαθμό συχνή αλληλογραφία μεταξύ των δυο τετράποδων.
Όλα τα παραπάνω περιστατικά καταγράφονται από τον ίδιο στο ημερολόγιό του, οι ημερομηνίες του οποίου συγχέονται και οι καταχωρήσεις γίνονται «κάποιον Γενάρη του ίδιου έτους που ήρθε μετά τον Φλεβάρη» ή κάποιες ημέρες «χωρίς ημερομηνία». Οι τελευταίες σελίδες είναι συγκλονιστικές. Η σχιζοφρενική κραυγή ενός ανθρώπου που ικετεύει τη μάνα του να σώσει το κατεστραμμένο της γέννημα «ακούγεται» δυνατά και η αρρωστημένη του λαχτάρα να δραπετεύσει από τα βασανιστήρια της ψυχιατρικής κλινικής τον ταξιδεύει «μακριά, μακριά, να μην φαίνεται τίποτα».
Η έντονη προφορικότητα αυτών των ημερολογιακών καταχωρήσεων και η χρήση εκφράσεων και λέξεων που κατά τ’ άλλα θα χρησιμοποιούσε ένα μικρό και κακομαθημένο παιδί, αποδεικνύουν εύστοχα ότι τα γραφόμενα προέρχονται από χέρι ανθρώπου που δεν αναγνωρίζει τον παραλογισμό των λόγων του, ήτοι ψυχικά διαταραγμένου ανθρώπου.
Ωστόσο, η διαφορετική ανάγνωση του μονολόγου, η ανάγνωση αυτή που απομακρύνεται από την αυστηρά διατυπωμένη ψυχική ασθένεια, αναδεικνύει τον εγκλωβισμό μιας δημοσιοϋπαλληλικής ζωής, απομακρυσμένης από κάθε τύπου δημιουργικό ενθουσιασμό ή ενθουσιώδη δημιουργία αλλά, αντιθέτως, γεμάτης τάσεις μεγαλομανίας και σύνδρομα ανωτερότητας. Κι όταν αυτή η άδικη παρεμπόδιση ανέλιξης από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα στα ανώτερα κάνουν «ακόμα και το μαντήλι της κόρης του αφεντικού να μυρίζει αφεντιλίκι», η τρέλα ή ο θάνατος αναδεικνύονται ως οι πιο «φυσιολογικές αντιδράσεις» στο κοινωνικό αδιέξοδο.
Ο Νικολάι Γκόγκολ έγραψε το Ημερολόγιο Ενός Τρελού τη δεκαετία του 1830, εμπνευσμένος από ρεπορτάζ εφημερίδων που αφορούσαν τροφίμους ψυχιατρικών κλινικών, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Ο ίδιος ο Γκόγκολ, άλλωστε, έπασχε από διάφορες ψυχώσεις, που τελικά τον οδήγησαν στο θάνατο το 1852. Ο Γκόγκολ γεννήθηκε το 1809 και θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, αυτού του μυθιστορήματος που, όπως αναφέρει ο Τζον Σάδερλαντ, δείχνει την ευφυΐα του συγγραφέα και απαιτεί την ευφυΐα των αναγνωστών.
Νικολάι Γκόγκολ
Το Ημερολόγιο ενός Τρελού
Μετάφραση: Ι. Ζαρειφόπουλος
Εκδόσεις ΚΟΡΟΝΤΖΗΣ