Μια νέα γυναίκα αδικαιολόγητα απογοητευμένη από τη ζωή της, από τη μια κοιτάζεται φιλάρεσκα στον καθρέφτη και παραδέχεται πως τίποτα δεν της λείπει κι από την άλλη νιώθει δυσβάσταχτα πάνω της τα σημάδια του χρόνου, της φαντασιακής αποτυχίας και της συνεχούς ματαιότητας.
Ένα ζευγάρι μετά από πολλά χρόνια συμβίωσης έρχεται αντιμέτωπο με το παρελθόν και κινδυνεύει να ισοπεδώσει όλα αυτά που τόσα χρόνια επιμελώς έχτιζε. Η απεριόριστη κατανόηση και η επιλογή του καθενός να είναι δίπλα στον άλλο ακόμα κι όταν οι εξελίξεις στη ζωή τους είναι τόσο απρόσμενες ενισχύουν μια προσπάθεια κοινή, γι’ αυτό κι επιτυχημένη.
Μια «ζεστή» και εκ βαθέων «δουλεμένη» συντροφικότητα είναι το αποκούμπι και η σωτήρια έκβαση για προσωπικότητες επιρρεπείς στην κλεπτομανία και το συναισθηματικό κενό. Μόνο που για να γίνει αποδεκτό το αυτονόητο πολλές φορές πρέπει πρώτα να διαπραχθεί το έγκλημα.
Ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα μπορεί να αφήσει το στίγμα του χαραγμένο στο πρόσωπο όχι με τη μορφή ουλής, αλλά μη δυνατότητας έκφρασης του χαμόγελου. Όταν η κυρία Δ. αντιλαμβάνεται ότι όλα τα συμβατικά κι επουσιώδη υπήρχαν στη ζωή της μόνο και μόνο εξαιτίας της ευγένειας και του γλυκού χαμόγελού της, η αδυναμία της να χαμογελάσει της χαρίζει τη ζωή που πάντα αναζητούσε.
«Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» λέει κι είναι πεπεισμένη η κυρία που επισκέπτεται το γραφείο συνοικεσίων προκειμένου να βρει αυτήν την αγάπη που σε όλη της ζωή αναζητούσε και δεν στάθηκε τυχερή ή απλώς δεν θεώρησε στην ουσία τόσο σημαντικό να βρει και να κρατήσει.
Η Ελένη είναι μια γυναίκα της οποίας την ηλικία αντιλαμβανόμαστε μόνο εφόσον την παραδέχεται η ίδια. Ακριβώς επειδή είναι δυναμική, με μια σπάνια οξυδέρκεια και διαύγεια και αντιμετωπίζει τα πράγματα με την ωριμότητα που της προσδίδει η εμπειρία της, είναι εύκολο να παρακολουθήσουμε την ιστορία της ως την ιστορία μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας κι όχι τόσο εύκολα ως μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Δεν δίνει πια συμβουλές στα παιδιά της, ειρωνεύεται τη στάση ζωής της επίσης ηλικιωμένης αδερφής της με την οποία συγκατοικεί, δεν αποδέχεται την επικριτική πολλές φορές στάση των άλλων απέναντί της, αλλά νιώθει εξοικειωμένη με τα αρθριτικά και τη γήρανση του σώματός της και νιώθει σιγουριά ότι και «σήμερα δεν θα πεθάνει».
Ο τίτλος του βιβλίου της Καρολίνας Μέρμηγκα ακούγεται αρχικά σαν μια κραυγή απελπισίας ή σαν έκφραση μιας μάταιης προσπάθειας αποφυγής του αναπόφευκτου. Πρόκειται για μια συλλογή οχτώ διηγημάτων, οι ήρωες και οι ηρωίδες των οποίων με τις πράξεις, τις αγωνίες και τις ανασφάλειές τους δείχνουν ακριβώς την αντίσταση τους σε καθετί μη ζωντανό. Δείχνουν ακριβώς τη βεβαιότητα ότι η κάθε μέρα που οι ανθρώπινες αδυναμίες είναι αξεπέραστες και η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια, σίγουρα δεν είναι μια μέρα θανάτου. Η Καρολίνα Μέρμηγκα μας υπενθυμίζει ότι ξέρουμε πότε κάποιος πεθαίνει αλλά δεν ξέρουμε πότε αρχίζει να ζει.
Σήμερα δεν θα πεθάνω
Καρολίνα Μέρμηγκα
Εκδόσεις Μελάνι