Ο ήρωας στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Το Όνειρο στο Κύμα» είναι ένας ώριμος δικηγόρος που ζει κι εργάζεται στην Αθήνα και η μίζερη πλέον ζωή του στην πόλη, τον οδηγεί στην ονειροπόληση των εφηβικών του χρόνων. Είναι σαν αυτή η ονειροπόληση να τον βγάζει από τα στενά όρια μιας μεγαλούπολης και να τον προσγειώνει στα άνευ συνόρων βοσκοτόπια της Σκιάθου. Το καλοκαίρι του 187… έβοσκε τις κατσίκες του μπροστά στο περιτειχισμένο κτήμα του κυρ-Μόσχου, ενός άρχοντα της περιοχής που ζούσε στην εξοχή μαζί με την ανιψιά του τη Μοσχούλα- πλην όμως υιοθετημένη.
Αφού τίθεται περιγραφικά και με λεπτομέρειες το σκηνικό της δράσης, ο αφηγητής εξιστορεί το περιστατικό ενός αυγουστιάτικου δειλινού που άφησε το κοπάδι του να βοσκήσει κι ο ίδιος αποφάσισε να κολυμπήσει. Βγαίνοντας από τη θάλασσα και ενώ έλυνε την πολυαγαπημένη του κατσίκα, την Μοσχούλα, (προφανώς και δεν πρόκειται για τυχαία συνωνυμία) ξαφνιάζεται από τον ήχο που έκανε το πλατάγισμα ενός σώματος στο κύμα. Ήταν η μικρή Μοσχούλα, το κορίτσι που απολάμβανε το μπάνιο της, όπως είχε κι ο ίδιος κάνει νωρίτερα. Στην προσπάθειά του να μην την τρομάξει, καταπιέζοντας τους δισταγμούς, τις ντροπές και αφού έχει επεξεργαστεί όλους τους πιθανούς τρόπους διαφυγής σε περίπτωση που γινόταν αντιληπτός, παρασύρεται από τα ένστικτά του και αφήνεται στην απόλαυση του θεάματος της γυμνής κοπέλας- πλην όμως δεν είναι ο ίδιος που τη γδύνει.
Η απόλαυση του πειρασμού διακόπτεται αιφνιδιαστικά από το βέλασμα της κατσίκας του, η οποία κοντεύει να πνιγεί από το σχοινί με το οποίο είναι δεμένη, κι έτσι το πρόσταγμα της βιοτικής μέριμνας «κλέβει» την απόλαυση του Ωραίου. Η κοπέλα τρομάζει ακόμα περισσότερο βλέποντας μια αλιευτική βάρκα που πλησιάζει κι αρχίζει να βυθίζεται. Ο νεαρός βοσκός σπεύδει να τη σώσει, βουτάει στο νερό, την προφταίνει και η αίσθηση που του δημιουργείται όταν έρχεται σε επαφή με το γυμνό σώμα της κοπέλας τον αναστατώνει τόσο πολύ που ακόμα και χρόνια μετά μπορεί να ξανανιώσει την αίσθηση του να κρατά κανείς έστω για λίγο το όνειρο στα χέρια του- πλην όμως για λίγο.
Η κοπέλα σώζεται, μα χάνεται η κατσίκα του, καθώς πνίγεται τελικά από το σκοινί. Η αναδρομική αφήγηση ολοκληρώνεται με τη νοσταλγία του ήρωα για εκείνα τα αμέριμνα και ξέγνοιαστα εφηβικά χρόνια που μπορούσαν τότε να του προσφέρουν τόσο έντονα συναισθήματα-πλην όμως στο παρόν του είναι δεμένος.
Το διήγημα «Όνειρο στο Κύμα» δημοσιεύτηκε το 1900 στο περιοδικό Παναθήναια κι ανήκει στα αυτοβιογραφικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Το κείμενο είναι άκρως ερωτικό (πολλές φορές οι συμβολισμοί του ξεπερνούν έναν άμεσα αντιληπτό ερωτισμό) και γι’ αυτό το λόγο ο Παπαδιαμάντης έχοντας υπόψη ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί τολμηρό ή και παρακινδυνευμένο για τα δεδομένα της εποχής δεν το υπογράφει ως δικό του έργο, αλλά γράφει αριστερά της υπογραφής του: ‘‘Δια την αντι-γραφήν’’. Άλλωστε, το διήγημα ξεκινά και κλείνει με εισαγωγικά, σαν να πρόκειται για απλή παράθεση ενός περιστατικού ειπωμένου από κάποιο τρίτο πρόσωπο.
Υπάρχει η άποψη όσων αρέσκονται στα θεωρητικά ότι μια παράμετρος για την ασφαλή πλεύση προς εκτίμηση της λογοτεχνικής αξίας των κειμένων είναι η πολυσημία τους και κατ’ επέκταση η ποικιλοτρόπως ή πολυπλεύρως ερμηνεία τους. Τα έργα του Παπαδιαμάντη αναμφισβήτητα διακρίνονται από πολυσημία αφού πολυσήμαντα και συγκεχυμένα είναι ούτως ή άλλως τα σκηνικά κι οι χαρακτήρες που με τόση μαεστρία περιγράφει. Η συνύπαρξη του ερωτικού στοιχείου με την έντονη πνευματική του δραστηριότητα και τη βαθιά θρησκευτικότητά του συνυπάρχουν, όπως το γλωσσικό αμάλγαμα καθαρεύουσας και δημοτικής ή όπως το πλέξιμο της αφηγηματικής δεινότητας με την ποιητική πνοή του. Η αντίθεση ακόμα στο πριν και το τώρα, τη ξέγνοιαστη ζωή και την μετέπειτα, τη μίζερη κι αποκαρδιωτική ζωή. Τόσες αντιθέσεις που θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν εκείνη η φυσιολατρία του ίσως θα μπορούσε να βρίσκεται σε αντίστιξη με την ίδια τη θρησκευτικότητά του. Οι συμβολισμοί και οι έντονες αντιθέσεις συμβάλλουν στις πολλαπλές αναγνώσεις και τις διαφορετικές ερμηνείες, προσφέροντας μια ανεπανάληπτη αναγνωστική εμπειρία.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Όνειρο στο Κύμα